Συνέντευξη με τον πρώην πρόεδρο της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ, «παροπλισμένο» πολιτικό στα 69 του, δημοσίευσε η Corriere della Sera με αφορμή την κυκλοφορία βιβλίου του που «εξηγεί» στη νεολαία το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Η συζήτηση περιεστράφη ακριβώς γύρω από το «ζητούμενο Ευρώπη» στις συνθήκες του παρόντος.
Ο σφόδρα ευρωπαϊστής και επιπλέον οπαδός της λεγόμενης «ολοκλήρωσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης» πολιτικός, τοποθετήθηκε για τον διαφαινόμενο κίνδυνο ενίσχυσης των άκρων στο Ευρωκοινοβούλιο. Ο Ολάντ έκανε μια σημαντική παρατήρηση: είπε ότι η ρητορεία αυτών των κομμάτων, όχι απαραιτήτως ακροδεξιών, τα οποία δραστηριοποιούνται σε κάθε χώρα του κλαμπ των Βρυξελλών, δεν αποσκοπεί στο να περάσει μήνυμα διάλυσης της Ενωσης, αλλά συρρίκνωσής της στα απολύτως απαραίτητα. Και αυτά είναι η κοινή αγορά και το ενιαίο νόμισμα (το οποίο, εξάλλου, δεν έχουν όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, παρά μόνον εκείνα της ευρωζώνης).
Για το προεκλογικό κλίμα (των ευρωεκλογών) στη Γαλλία και αλλού ο Ολάντ σχολίασε ότι δεν γίνεται αντιπαράθεση για τα ευρωπαϊκά πράγματα και ότι χρήσιμη είναι μια συζήτηση μεταξύ της Ούρσουλα φον ντερ Λάιρν και του Νίκολας Σμιτ, του σοσιαλιστή υποψήφιου για την προεδρία της Κομισιόν.
Αντιευρωπαϊστές. Οσοι είναι «περισσότερο επιφυλακτικοί» για τον ρόλο της ΕΕ, είπε ο γάλλος πολιτικός, σήμερα «δεν μιλούν πλέον για αποχώρηση από το κλαμπ, αλλά στοχεύουν στην επανεθνικοποίηση των πολιτικών». Ειδικά για την Ακροδεξιά, «διατηρεί τη μυθοπλασία περί Ευρώπης, ενώ στην πραγματικότητα θέλει να τη διαβρώσει εκ των έσω. Οι ακραίες πτέρυγες δεν θέλουν να καταστρέψουν την Ευρώπη. Απλώς επιδιώκουν να της στερήσουν αρμοδιότητες, ώστε να παραμείνει μόνο μία μεγάλη αγορά με ένα νόμισμα, και τίποτε άλλο».
Ευρωπαϊστές. Ο Ολάντ εξέφρασε την άποψη ότι «ο συνασπισμός που πάντα προχωρούσε την Ευρώπη μπροστά, αυτός που αποτελείται από σοσιαλιστές, λαϊκούς, οικολόγους και φιλελεύθερους, μπορεί να παραμείνει κυρίαρχος». Επικέντρωσε, ωστόσο, στην Τζόρτζια Μελόνι και στο κόμμα της, τους Αδελφούς της Ιταλίας, τοποθετώντας το σαφώς στην Ακροδεξιά. Είπε ότι είναι ενδιαφέρον να δούμε αν θα ενσωματωθεί στη Δεξιά, εννοώντας το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, και συμπλήρωσε: «Αυτό πρέπει να είναι κεντρικό σημείο στις συζητήσεις, δηλαδή με ποια πλειοψηφία θέλουν οι υποψήφιοι πρόεδροι της Κομισιόν να κυβερνήσουν την Ευρώπη». Αν η Φον ντερ Λάιεν επιλέξει τη Μελόνι για ένταξη στο Λαϊκό Κόμμα, θα χάσει την υποστήριξη των σοσιαλιστών και των οικολόγων, προεξόφλησε ο Ολάντ. «Συνεπώς, ό,τι νομίζει πως θα κερδίσει από το ένα χέρι, θα το χάσει από το άλλο». Για τη φιλοευρωπαϊκή Αριστερά είπε ότι «μπορεί να προσφέρει ακόμα μεγαλύτερη προστασία» εφόσον «το εκλογικό σώμα τη ζητάει».
Σοσιαλδημοκρατία και Μακρόν. «Υπάρχει επιστροφή στη σοσιαλδημοκρατία λόγω των υπερβολών της ριζοσπαστικής Αριστεράς και της δεξιάς μετατόπισης της κυβέρνησης» είπε ο Ολάντ αναφερόμενος στην πατρίδα του. «Η γαλλική Κεντροδεξιά πρέπει επίσης να ανακτήσει τη θέση της και να γίνει ξανά εναλλακτική απάντηση στην Ακροδεξιά». Η Corriere τον ρώτησε αν ο μακρονισμός θα γίνει παρένθεση. Αυτός συμφώνησε, αλλά με πρωτότυπο τρόπο: «Πιστεύω ότι είναι θέληση του Εμανουέλ Μακρόν. Διαφορετικά θα είχε συγκροτήσει ένα πραγματικό κόμμα, με πραγματικό δόγμα, ενώ θα είχε ήδη βρει έναν πραγματικό διάδοχο».
Επάνοδος υπό προϋποθέσεις. Ο Ολάντ χαρακτήρισε το κόμμα του, το Σοσιαλιστικό, μη δομημένο, εμμέσως όμως, λέγοντας ότι «το μόνο δομημένο κόμμα στη Γαλλία σήμερα είναι αυτό της Ακροδεξιάς». Κατόπιν αυτής της δήλωσης η ερώτηση για την προσωπική επιστροφή του στο προσκήνιο της γαλλικής πολιτικής απαντήθηκε χλιαρά μεν, πολιτικά δε: «Προϋπόθεση οποιασδήποτε υποψηφιότητάς μου –και είναι πολύ νωρίς για να μιλήσουμε για αυτήν– είναι η επιστροφή του μεγάλου κόμματος, αφού δεν υπάρχει δημοκρατία χωρίς μεγάλο κόμμα».
Γεωπολιτική τύπου ΗΠΑ. «Πολλοί δεν φαντάζονταν, ίσως, ότι ο Πούτιν μπορούσε να πάει τόσο μακριά, και πολλοί πίστευαν ότι η Κίνα θα μπορούσε να κάνει εξωτερική πολιτική ανεξάρτητη από τη Ρωσία. Ολες αυτές οι ψευδαισθήσεις δεν υπάρχουν πια, οπότε η επίγνωσή μου ήταν ίσως πιο προχωρημένη από εκείνη των άλλων» ήταν η μάλλον αυτάρεσκη απάντηση του Ολάντ που, σημειωτέον, ασφαλώς ικανοποιεί και τις ΗΠΑ όσον αφορά τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής.