Εκτροφείο σολομού κοντά στο χωριό Ρέινε, στα νησιά Λοφότεν της Νορβηγίας | De Agostini/Getty Images
Επικαιρότητα

Φόρος σολομού: Μεγαλύτερα έσοδα αλλά και περιβαλλοντικά οφέλη για τη Νορβηγία

Το Οσλο επιχειρεί να αυξήσει τους φόρους στη βιομηχανία υδατοκαλλιέργειας, κίνηση που θα μπορούσε να προσφέρει ένα μοντέλο για καλύτερη διαχείριση του θαλάσσιου περιβάλλοντος
Protagon Team

Αμερικανική μελέτη προειδοποιούσε, προ πενταετίας, ότι η υπεραλίευση του σολομού από τις βόρειες θάλασσες θα μπορούσε να τον καταστήσει είδος προς εξαφάνιση μέχρι το 2030. Η δυσοίωνη αυτή πρόβλεψη οδήγησε σε κατακόρυφη αύξηση της τιμής του δημοφιλούς ψαριού στις διεθνείς αγορές – τιμή που παραμένει υψηλή ως τις ημέρες μας.

Η πρόβλεψη, όμως, αποδείχθηκε άκαιρη (αν όχι άκυρη), καθώς ο πληθυσμός των σολομών δεν έχει αποδεκατιστεί στην πλειονότητα των θαλασσών από όπου αλιεύεται. Η Νορβηγία προμηθεύει περισσότερη από τη μισή ποσότητα σολομών εκτροφής παγκοσμίως – η οποία μεταφράζεται σε 1,5 εκατ. τόνους μόνο την περυσινή χρονιά.

Μετά τα ορυκτά καύσιμα, ο σολομός είναι η μεγαλύτερη πηγή εθνικού εισοδήματος της χώρας και μια εξαιρετικά προσοδοφόρα πηγή εσόδων: το 2022 τα λειτουργικά περιθώρια κέρδους για τους εκτροφείς σολομού της Νορβηγίας υπολογίστηκαν στο 45% του εγχώριου ΑΕΠ, αναφέρει ρεπορτάζ της Guardian.

Τον περασμένο Σεπτέμβριο η νορβηγική κυβέρνηση υπέβαλε πρόταση για αύξηση της φορολογίας του κλάδου. Με στόχο τη διανομή των κερδών ενός από τους βασικούς πόρους της χώρας, η ιδέα περιγράφηκε ευρέως ως «φόρος σολομού» και ορίστηκε στο 40% (προστιθέμενος στον εταιρικό φόρο του 22%).

Μέσα σε λίγες ώρες οι τιμές των μετοχών των εταιρειών αλίευσης σολομού έπεσαν κατακόρυφα, με τον δείκτη θαλασσινών στο χρηματιστήριο του Οσλο να υποχωρεί κατά 25%. Την περασμένη εβδομάδα, ωστόσο, η κυβέρνηση επέλεξε να προχωρήσει το σχέδιό της, παρά τις αντιδράσεις, αν και μείωσε τον προσωρινό φόρο, από 40 σε 35%.

Το υπουργείο Οικονομικών επέμεινε ότι η αμφιλεγόμενη εισφορά έχει σχεδιαστεί για να διασφαλίσει ότι οι παράκτιες κοινότητες θα λαμβάνουν περισσότερο από την «αξία που δημιουργεί η ιχθυοκαλλιέργεια». Οι δήμοι υποδοχής θα λάβουν περισσότερα κονδύλια για «σχολεία, οίκους φροντίδας ηλικιωμένων και άλλες υπηρεσίες πρόνοιας», ανέφερε το υπουργείο.

Οι υπερασπιστές του φόρου τον βλέπουν επίσης ως έναν τρόπο για να μειωθεί η εξάρτηση του κράτους από τα πετρελαϊκά και συνταξιοδοτικά ταμεία της χώρας και να αντισταθμιστούν οι αυξημένες δαπάνες της κυβέρνησης για επιδοτήσεις ηλεκτρικής ενέργειας εν μέσω της ενεργειακής κρίσης στην Ευρώπη.

Οι εκπρόσωποι του κλάδου, από την άλλη πλευρά, υποστηρίζουν ότι η νέα εισφορά θα υπονομεύσει την ανταγωνιστικότητα των τιμών και την οικονομική ανάπτυξη. «Ενα ενοίκιο του επιπέδου του 35% θα αντιπροσωπεύει τριπλασιασμό του φορολογικού κλιμακίου για τις εταιρείες σολομού» αναφέρει η Κριστίν Λάνγκελαντ, εκπρόσωπος της Νορβηγικής Ομοσπονδίας Θαλασσινών, σχετικά με την πρόταση.

«Εγιναν ήδη απολύσεις και θα μειωθούν τα χρήματα για επενδύσεις. Ο φόρος θα βλάψει την οικονομία της Νορβηγίας» εξηγεί. Η Λάνγκελαντ ισχυρίζεται ότι 40 δισ. κορώνες (περίπου 3,5 δισ. ευρώ) των επενδύσεων που συνδέονται με τον σολομό έχουν αναβληθεί ή ακυρωθεί από το περασμένο φθινόπωρο, οπότε η κυβέρνηση πρότεινε για πρώτη φορά τον φόρο.

Παρότι οι τιμές των μετοχών των μεγάλων εταιρειών σολομού της Νορβηγίας, συμπεριλαμβανομένων των Mowi, SalMar και Grieg Seafood, δέχτηκαν πλήγμα, παρατηρητές αναφέρουν ότι οι μικρότεροι παραγωγοί θα μπορούσαν τελικά να επωφεληθούν.

Οι εταιρείες με ετήσιο κέρδος λιγότερα από 70 εκατ. νορβηγικές κορώνες –δηλαδή σχεδόν τα δύο τρίτα των εκτροφέων σολομού της Νορβηγίας– είναι πιθανό να εξαιρεθούν από τον φόρο, ωθώντας τους μικρότερους παραγωγούς να αγοράσουν σημαντικές κρατικές άδειες, το κόστος των οποίων μπορούσαν μέχρι πρότινος να αντέξουν οικονομικά μόνο οι μεγάλοι παίκτες της αγοράς.

Το νομοσχέδιο θα μπορούσε να αποφέρει και άλλα οφέλη. Ο Γκάι Στάντινγκ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Σόας του Λονδίνου και συγγραφέας του βιβλίου «The Blue Commons: Η διάσωση της Οικονομίας της Θάλασσας», λέει: «Ο φόρος δεν έχει σχεδιαστεί απλώς για αντιμονοπωλιακούς λόγους. Προσφέρει επίσης μια εναλλακτική λύση στο μοντέλο που επικρατεί για τη διαχείριση των θαλασσινών τοπίων».

Ο Στάντινγκ επισημαίνει ότι από το 1982, όταν η Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο των Θαλασσών κατοχύρωσε την αρχή της κυρίαρχης δικαιοδοσίας στα χωρικά ύδατα, οι κυβερνήσεις σε όλον τον κόσμο έχουν ξεπουλήσει τεράστιες εκτάσεις ωκεάνιων εδαφών μέσω κρατικών αδειών.

Η επίβλεψη των θαλάσσιων οικοσυστημάτων ανατέθηκε σε μεγάλο βαθμό σε ιδιωτικές εταιρείες και ακολούθησε η ταχεία ανάπτυξη της εμπορικής θαλάσσιας δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένων της ναυτιλίας, της γεώτρησης, της εξόρυξης βαθέων υδάτων, της υδατοκαλλιέργειας και της βιοαναζήτησης. Ολα αυτά λειτουργούν εις βάρος του θαλάσσιου οικοσυστήματος.

Η Νορβηγία δεν είναι η μόνη χώρα που επεκτείνει τους φόρους στους παραγωγούς. Τον προσεχή Αύγουστο, τα Νησιά Φερόε θα εισαγάγουν μια νέα σειρά εισφορών στις εκμεταλλεύσεις σολομού, με στόχο και πάλι να μοιραστούν τα οφέλη από τις υψηλές καταναλωτικές τιμές. Ο φόρος θα βασίζεται στα κέρδη των εταιρειών αλίευσης και θα κυμαίνεται από 0,5% έως 20%.

Οι ειδικοί τονίζουν ότι τέτοιοι φόροι στους ωκεάνιους πόρους, καθώς και η υποστήριξη των τοπικών κοινοτήτων, προσφέρουν τη δυνατότητα περιορισμού της καταστροφής του θαλάσσιου περιβάλλοντος, καθιστώντας τις βλαβερές για τους ωκεανούς δραστηριότητες –όπως οι υπεράκτιες γεωτρήσεις, η ναυτιλία και η εξόρυξη βαθέων υδάτων– πιο ακριβές. Θα μπορούσαν επίσης να βοηθήσουν ιδίως τις αναπτυσσόμενες χώρες να συγκεντρώσουν δημόσιους πόρους, που τόσο χρειάζονται.

Αν και ο νέος νορβηγικός φόρος για το ψάρεμα δεν μπορεί να εγγυηθεί βελτιωμένους περιβαλλοντικούς κανονισμούς, ο Στάντινγκ υποστηρίζει ότι θα οδηγήσει σε πιο βελτιωμένη κατανομή εισοδήματος από την εκμετάλλευση των κοινών πόρων. «Ο φόρος του σολομού της Νορβηγίας βάζει τους ανθρώπους μπροστά από τα κέρδη» ισχυρίζεται.