«Οταν θα φτάνουμε το 2030 θα υπάρχει μία Ελλάδα που θα διαθέτει και F-35 […] θα διαθέτει και τα μαχητικά Rafale 4.5 γενιάς και F-16 με εξελιγμένα συστήματα. Ολα αυτά μέχρι το 2030. Το χειρότερο σενάριο για την Τουρκία απέναντι στην Ελλάδα προβλέπει πως η Τουρκία δεν θα έχει καταφέρει να εκσυγχρονίσει τα F-16, δεν θα έχει ολοκληρώσει το πρόγραμμα του εθνικού μαχητικού και να μην έχει βρει λύση και απάντηση στα Rafale».
Είναι τα λόγια του καθηγητή Πολιτικών Επιστημών, Ναΐμ Μπαμπουρόγλου, στην τουρκική τηλεόραση, καθώς οι Τούρκοι αρχίζουν να… «προσγειώνονται» και να συνειδητοποιούν τις συνέπειες από το οριστικό τέλος της συμμετοχής τους στο πρόγραμμα των F-35 και το παρατεταμένο μπλόκο Μενέντεζ για τα F-16, σε συνδυασμό με τα σταθερά και μεθοδικά βήματα ενίσχυσης του αξιόμαχου της Πολεμικής μας Αεροπορίας.
Στο ίδιο συμπέρασμα όμως καταλήγει και ο Πολ Ιντον, αναλυτής με ειδίκευση στις στρατιωτικές και πολιτικές υποθέσεις της Μέσης Ανατολής, σε άρθρο του στο περιοδικό Forbes για το ποιοτικό πλεονέκτημα που αποκτά πλέον η ελληνική Αεροπορία έναντι της τουρκικής.
Η Τουρκία συμβιβάζεται σταδιακά με την πραγματικότητα ότι η ελληνική Πολεμική Αεροπορία θα μπορούσε σύντομα να έχει έναν πιο προηγμένο τεχνολογικά στόλο μαχητικών αεροσκαφών, μέσα σε λίγα μόλις χρόνια, γράφει ο Ιντον και τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον, ο μεγαλύτερος αριθμητικά στόλος των πολεμικών αεροσκαφών της Τουρκίας θα υπολείπεται ποιοτικά από τον ελληνικό.
Προς επίρρωση των εν λόγω εκτιμήσεων, αναφορά γίνεται και στις πρόσφατες δηλώσεις του πρώην αρχηγού της τουρκικής Αεροπορίας, Αμπιντίν Ουνάλ, που δεν έκρυψε την ανησυχία του για την αεροπορική υπεροχή που θα αποκτήσει η Ελλάδα το 2025-2026.
«Εάν το σχέδιό μας για τον εκσυγχρονισμό των αεροσκαφών F-16 αποτύχει και η Ελλάδα πραγματοποιήσει τα δικά της προγράμματα, τότε η ελληνική πλευρά θα έχει το πάνω χέρι όσον αφορά τα μαχητικά αεροσκάφη το 2025», ήταν η παραδοχή Ουνάλ και στο πλαίσιο αυτό χαρακτήρισε ζωτικής σημασίας την προμήθεια 40 αεροσκαφών F-16 Viper και τον εκσυγχρονισμό έως και 80 F-16 της τουρκικής Αεροπορίας – προμήθεια ώστοσο που έχει «βαλτώσει» με δεδομένη τη σταθερή αντίθεση του προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της αμερικανικής Γερουσίας, Μπομπ Μενέντεζ.
Η Τουρκία ελπίζει ότι οι ΗΠΑ θα εγκρίνουν την συμφωνία 20 εκ. δολαρίων, που ζήτησε τον Οκτώβριο 2021 και αφορά 40 νέα F-16 Block 70 Viper και 79 κιτ εκσυγχρονισμού για τα υπάρχοντα F-16 του τουρκικού στόλου. Ωστόσο, απομένει η έγκριση του Κογκρέσου και ο άνθρωπος-«κλειδί», ο γερουσιαστής Μενέντεζ, παραμένει ανένδοτος να μην εγκρίνει την πώληση, εκτός εάν ο τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν προχωρήσει σε σαρωτικές αλλαγές πολιτικής, περιγράφει το δημοσίευμα του Forbes.
Aλλά ακόμη και αν η πώληση εγκρινόταν ομόφωνα αύριο, η Τουρκία θα έπρεπε να περιμένει ένα διάστημα πριν παραλάβει τα νέα F-16 Block 70 Viper, λόγω της καθυστερημένης (σε εκκρεμότητα) παραγωγής που προκαλείται από τη μαζική ζήτηση για F-16 από άλλους φορείς.
Και όλα αυτά ενώ ο Μενέντεζ υποστηρίζει την πώληση μαχητικών stealth F-35 Lightning II πέμπτης γενιάς στην Ελλάδα, με την Αθήνα να έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον για τουλάχιστον 20 από αυτά τα αεροσκάφη πέμπτης γενιάς και να ετοιμάζεται να παραλάβει το τελευταίο από τα 24 μαχητικά Dassault Rafales F3R 4,5 γενιάς που έχει αγοράσει από τη Γαλλία, έως τον Ιανουάριο του 2025.
Στις 12 Σεπτεμβρίου, η Ελλάδα παρέλαβε το πρώτο από τα 83 F-16 της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας (HAF) που αναβαθμίζει η Lockheed Martin στο πιο πρόσφατο πρότυπο Block 72 και μέχρι τις 30 Ιουνίου 2027, θα έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία εκσυγχρονισμού και για τα υπόλοιπα. Μέχρι τότε, η ελληνική Αεροπορία θα έχει τον πιο προηγμένο στόλο F-16 της Ευρώπης, τονίζει στο άρθρο του ο Ιντον.
Η Ελλάδα πιθανότατα δεν θα παραλάβει κανένα F-35 μέχρι τουλάχιστον το δεύτερο μισό αυτής της δεκαετίας. Από την άλλη πλευρά, εάν η Αθήνα επιλέξει κάποια μεταχειρισμένα αεροσκάφη, θα μπορούσε να αρχίσει να παραλαμβάνει αυτά τα αεροσκάφη πέμπτης γενιάς σε συντομότερο χρονικό διάστημα. Μπορεί κάλλιστα να το κάνει. Εξάλλου, 12 από τα Rafale που έχει αγοράσει είναι μεταχειρισμένα, από τον Στόλο γαλλικής Πολεμικής Αεροπορίας.
Όλα τα παραπάνω αεροσκάφη είναι πιο προηγμένα από τα 270 F-16 Block 30/40/50 που αποτελούν την ραχοκοκαλιά της τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας. Και ενώ η Τουρκία θα διατηρήσει αναμφίβολα ένα ποσοτικό πλεονέκτημα, η Ελλάδα αποκτά γρήγορα ένα ποιοτικό πλεονέκτημα, επισημαίνεται στο δημοσίευμα του Forbes που συνεχίζει στη σύγκριση των δύο χωρών:
Στον δείκτη Global Firepower του 2023, η Ελλάδα και η Τουρκία αναφέρονται ως ένα από τα σημαντικότερα σημεία ανάφλεξης στον κόσμο σήμερα, κάτι που δεν προκαλεί έκπληξη δεδομένων των συνεχιζόμενων εντάσεων μεταξύ τους. Η Τουρκία κατατάχθηκε πιο ισχυρή από την Ελλάδα σε κάθε κατηγορία, συμπεριλαμβανομένης της αεροπορικής δύναμης. Αν και αυτό είναι απίθανο να αλλάξει σύντομα, η Αθήνα θα μπορούσε να αποκτήσει ένα σαφές ποιοτικό πλεονέκτημα με αυτές τις προμήθειες μαχητικών.
Σχετικά με τις δυνατότητες του stealth F-35, ο πτέραρχος Ουνάλ σημειώνει ότι πρόκειται για ένα αεροσκάφος το οποίο «με βλέπει ήδη μέχρι να το δω», και αυτό αναμφίβολα «του δίνει ένα πλεονέκτημα στο περιβάλλον της αεροπορικής εκστρατείας».
Κατά τα άλλα δεν πιστεύει ότι «θα ήταν σωστό να λέγεται ότι πέραν αυτού του χαρακτηριστικού, έχει άλλο πολύ ισχυρό πλεονέκτημα». Παράλληλα, όμως, επισημαίνει, η Τουρκία έχει την δική της ανεξάρτητη δυνατότητα εκσυγχρονισμού των F-16, η οποία δεν θα πρέπει να υποτιμάται, και για αυτό ακριβώς η Τουρκία «πρέπει να βασιστεί στη δική της εγχώρια δυνατότητα».
Σε αυτό ακριβώς στοχεύει και το σχέδιο εκσυγχρονισμού (Ozgur Project) της Τουρκίας που μεταξύ άλλων προβλέπει την εγκατάσταση νέων ηλεκτρονικών συστημάτων, δομικές βελτιώσεις και τοπικής παραγωγής ενεργά ραντάρ ηλεκτρονικής σαρωμένης συστοιχίας (AESA), που θα τοποθετηθούν στα Block 30 F-16, τη μόνη παραλλαγή για την οποία η Τουρκία έχει τον κώδικα πηγής, και στα παλαιότερα μοντέλα στο οπλοστάσιό της. Η Τουρκία σχεδιάζει να εγκαταστήσει τα ραντάρ AESA σε 36 από αυτά τα αεροσκάφη.
Ενώ η ικανότητα της Τουρκίας να αναβαθμίσει ουσιαστικά πολλά από τα F-16 είναι σημαντική, ο μεγαλύτερος στόλος μαχητικών της φαίνεται τελικά καταδικασμένος να υπολείπεται ποιοτικά έναντι του ελληνικού, τουλάχιστον για στο εγγύς μέλλον, καταλήγει ο αρθρογράφος.