«Η οικονομική επιβράδυνση της Γερμανίας, παρότι μεσοπρόθεσμα είναι αρνητική για την Ευρώπη, θα μπορούσε να αποδειχτεί ωφέλιμη μακροπρόθεσμα, συμβάλλοντας στον περιορισμό του χάσματος ανάμεσα στον οικονομικά ισχυρότερο Βορρά και στον αδύναμο Νότο όσον αφορά τις πολιτικές υπέρ της ανάπτυξης» υποστηρίζουν σε κείμενό τους στην Wall Street Journal ο Τομ Φίαρλες και ο Πολ Χάνον.
Από την αρχή του έτους έως και τον περασμένο Μάρτιο, χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από τη γερμανική ανάπτυξη είχε μόνον η οικονομία της Ιταλίας. Και λαμβάνοντας υπόψη τις μειωμένες προσδοκίες των ειδικών όσον αφορά την παγκόσμια ανάπτυξη, τη μη ολοκλήρωση του Brexit και τις εμπορικές αψιμαχίες ανάμεσα στους Κινέζους και στους Αμερικανούς, η Γερμανία εμφανίζεται αποδυναμωμένη, γεγονός που θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, καθώς και η πιθανή διάδοχός του Κριστίν Λαγκάρντ, ώστε να πείσουν την επιφυλακτική γερμανική κοινή γνώμη για την ανάγκη μείωσης των επιτοκίων για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ή και αύξησης των κρατικών δαπανών με στόχο την τόνωση της ανάπτυξης.
Τα χρήματα που απαιτούνται για την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων υπάρχουν σίγουρα, δεδομένου ότι οι γερμανικοί Προϋπολογισμοί των τελευταίων πέντε ετών ήταν πλεονασματικοί. Οσον αφορά τις σοβαρές επιφυλάξεις της πλειονότητας των Γερμανών, οι δύο αμερικανοί αναλυτές θεωρούν πως θα εξαλειφθούν όταν συνειδητοποιήσουν πως αυτήν τη φορά αυτοί που θα ζημιωθούν περισσότερο θα είναι οι ίδιοι.
Κατά τους τελευταίους 12 μήνες (έως τον περασμένο Μάρτιο) ο ρυθμός ανάπτυξης της γερμανικής οικονομίας περιορίστηκε στο 0,7%, ποσοστό αισθητά χαμηλότερο από το 2,4% της ισπανικής οικονομίας, ακόμα και από το 1,8% της βρετανικής οικονομίας.
Η οικονομική αβεβαιότητα που επικρατεί ανά την υφήλιο έπληξε ιδιαίτερα τους Γερμανούς λόγω της σημαντικής εξάρτησης της οικονομίας τους από τις εξαγωγές και των αναταράξεων που παρατηρούνται στην εγχώρια αγορά εργασίας. «Οταν η πορεία είναι πτωτική, είναι ευκολότερο για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να πείσουν τους Γερμανούς για την ανάγκη τόνωσης των επενδύσεων, παρά τις όποιες επιφυλάξεις» εξήγησε στην αμερικανική εφημερίδα ο Γιεργκ Κρέμερ, επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank στη Φρανκφούρτη.
Επειτα από αρκετά χρόνια κατά τα οποία οι γερμανικές κυβερνήσεις αντιστέκονταν με σθένος στις διεθνείς εκκλήσεις για τόνωση της οικονομίας τους, οι Γερμανοί πλέον εμφανίζονται πιο διαλλακτικοί. Ο Γιένς Βάιντμαν, για παράδειγμα, ο σκληροπυρηνικός πρόεδρος της Μπούντεσμπανκ, στήριξε τα μέτρα που ελήφθησαν εφέτος από την ΕΚΤ με στόχο την τόνωση των οικονομιών της Ευρωζώνης ενώ πριν από μια τριετία, στις αρχές του 2016, όταν η γερμανική οικονομία ήταν η ταχύτερα αναπτυσσόμενη μεταξύ των προηγμένων οικονομιών, είχε αντιταχθεί σε ένα ανάλογο πακέτο μέτρων.
Την ίδια ώρα η γερμανίδα καγκελάριος, έχοντας εστιάσει επί πολλά χρόνια σχεδόν αποκλειστικά στη μείωση του δημόσιου χρέους, δείχνει έτοιμη, τώρα, να αυξήσει σημαντικά τις δαπάνες για δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες εκτιμάται πως κατά την επόμενη χρονιά θα ανέλθουν στα 40 δισ. ευρώ, από τα 25 δισ. του 2014.
Σημαντικό ρόλο στην αλλαγή στάσης της γερμανικής κοινής γνώμης διαδραματίζουν και οι Πράσινοι, οι οποίοι, έχοντας ξεπεράσει στις δημοσκοπήσεις τους Χριστιανοδημοκράτες της Ανγκελα Μέρκελ, επικρίνουν ανοιχτά τους αυστηρούς περιορισμούς που υφίστανται όσον αφορά την αύξηση του δημόσιου χρέους. Υπέρ της αύξησης των δημόσιων επενδύσεων τάσσονται επίσης οι βιομήχανοι και οι μεγαλοεπιχειρηματίες της Γερμανίας, δηλώνοντας ευθαρσώς πως «οι κυβερνητικές πολιτικές βλάπτουν τις επιχειρήσεις».
Σύμφωνα με τον Πολ ντε Γκράου, πρώην μέλος της βελγικής Βουλής και νυν καθηγητή στο London School of Economics, οι Γερμανοί συνειδητοποιούν σιγά σιγά πως δεν μπορούν να συνεχίσουν να αποταμιεύουν και πως πρέπει να αρχίσουν να επενδύουν. Προς όφελος των Γερμανών αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης.