«Είμαι αθώα, θα το αποδείξω. Αλλά δεν αισθάνομαι θύμα, αισθάνομαι πως είμαι ένα τρόπαιο». Τρόπαιο; «Ναι, το τρόπαιο μιας πολιτικής δίωξης που ενέχει μια προκατάληψη, μια προκατάληψη που υφίσταται ούτως ή άλλως κατά των βουλευτών και των πολιτικών της Νότιας Ευρώπης, των Μαλτέζων, των Ιταλών, των Ελλήνων κ.ο.κ.».
Αυτά υποστήριξε την περασμένη Δευτέρα η Εύα Καϊλή, συνομιλώντας με την Ντέμπορα Μπεργκαμίνι, βουλευτή του κόμματος Forza Italia και μέλος της ιταλικής αντιπροσωπείας στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία την επισκέφθηκε στις φυλακές Χάρεν των Βρυξελλών.
Ο Λορέντσο Σάλβια της Corriere della Sera γράφει στο ρεπορτάζ του ότι η ελληνίδα πολιτικός εισήλθε στην αίθουσα συνεντεύξεων χαμογελαστή, παρά την εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκεται εδώ και μήνες πλέον. Φορούσε αθλητικά παπούτσια, τζιν παντελόνι και πάνω από το λευκό πουκάμισο, το πράσινο γιλέκο με μαύρο περίγραμμα που πρέπει να φορούν όλοι οι κρατούμενοι στο Βέλγιο. Εχουν περάσει πια 112 ημέρες από εκείνη την Παρασκευή του Δεκεμβρίου που η έως τότε δημοφιλής ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ συνελήφθη από τη βελγική αστυνομία.
«Σε ευχαριστώ που ήρθες να με δεις», σημείωσε καταρχάς η πρώην αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, πριν καν καθίσει απέναντι από την επισκέπτριά της από την Ιταλία. «Εκτιμώ το κουράγιο σου». Κουράγιο; «Ναι, κουράγιο. Είστε η πρώτη βουλευτής που έρχεται εδώ στη φυλακή για να δει πώς είμαι. Εως τώρα δεν είχε έρθει κανείς. Κανένας από το κόμμα μου, κανένας από την Ελλάδα μου», εξήγησε η κυρία Καϊλή.
Ο δημοσιογράφος της Corriere θυμίζει ότι οι δικηγόροι της είχαν υποστηρίξει ότι είχε «υποβληθεί σε βασανιστήρια», παραμένοντας επί 16 ώρες απομονωμένη σε ένα κελί, χωρίς νερό, μες στο κρύο και με ένα φως πάντα αναμμένο. Πλέον δεν παραπονιέται για τις συνθήκες κράτησής της. Αλλά τη στενοχωρεί ότι «μετά τον σάλο των πρώτων ημερών που προκάλεσε αυτή η υπόθεση, κανείς δεν μιλάει πια. Με αγνοούν, με έχουν ξεχάσει ή, καλύτερα, με ακυρώνουν».
Εχουν περάσει σχεδόν τέσσερις μήνες από τότε που ξέσπασε το Qatargate, περισσότερες από εκατό ημέρες από εκείνη την 9η Δεκεμβρίου, ημέρα κατά την οποία η Εύα Καϊλή συνελήφθη, μαζί άλλα άτομα, μεταξύ των οποίων ο σύντροφός της Φραντσέσκο Τζόρτζι, κοινοβουλευτικός βοηθός και πρώην στενός συνεργάτης του πρώην ευρωβουλευτή και φερόμενου ως εγκεφάλου του δικτύου διαφθοράς που δρούσε στο ευρωκοινοβούλιο Αντόνιο Παντσέρι, ο οποίος παραμένει επίσης έγκλειστος στη φυλακή. «Ο Παντσέρι ήταν πολύ χειριστικός με τον σύντροφό μου», είπε η Καϊλή, ξεπερνώντας μια αρχική απροθυμία να αναφερθεί σε άλλα πρόσωπα που εμπλέκονται στην πολύκροτη υπόθεση.
Η Εύα Καϊλή κατηγορείται για διαφθορά, καθώς φέρεται να προσπάθησε να επηρεάσει τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με το Κατάρ με αντάλλαγμα χρήματα. Την βαραίνουν τα 600.000 ευρώ σε μετρητά που βρήκε η αστυνομία στο σπίτι της και η ομιλία της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά την οποία χαρακτήρισε το Κατάρ «πρωτοπόρο στα εργασιακά δικαιώματα».
Οι έρευνες βρίσκονται σε εξέλιξη ενώ στα τέλη Απριλίου οι δικαστές θα πρέπει να αποφασίσουν εάν θα συνεχιστεί η κράτησή της. «Οι κατηγορίες είναι πολύ σοβαρές και αν κριθεί ένοχη θα πρέπει να πληρώσει. Ομως το τεκμήριο αθωότητας είναι αναφαίρετο και πρέπει να ισχύει για όλους, περιλαμβανομένων των πολιτικών. Διαφορετικά μας έρχονται στον νου σκοτεινές περίοδοι της ιστορίας», επισήμανε στην Corriere η ιταλίδα βουλευτής που την επισκέφτηκε στη φυλακή.
Η Εύα Καϊλή αποκάλυψε επίσης πως «τις πρώτες έξι εβδομάδες έτυχε να σκεφτώ την αυτοκτονία. Πολλές φορές. Στη συνέχεια κάτι άλλαξε». Η πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σταμάτησε εκεί, δίχως να εξηγήσει τι ακριβώς άλλαξε. Αλλά, όπως επισημαίνει ο Λορέντσο Σάλβια, περίπου έπειτα από έξι εβδομάδες η υπόθεση έφτασε σε μια πολύ αποφασιστική καμπή, με τον Αντόνιο Παντσέρι να συμφωνεί, τελικά, να συνεργαστεί με τις βελγικές αρχές.
«Δύσκολα να πρόκειται απλά για σύμπτωση», γράφει ο ιταλός δημοσιογράφος. «Αντιθέτως ενδέχεται εκείνη η επιλογή του Παντσέρι να κατέστη αιτία για να γυρίσει σελίδα και να αφήσει στην άκρη αυτές τις μαύρες σκέψεις», προσθέτει. Στη φυλακή η Εύα Καϊλή άρχισε να μαθαίνει γαλλικά και ολλανδικά. «Οταν τελειώσει αυτή η ιστορία, εγώ θέλω να επιστρέψω στην πολιτική», δεν παρέλειψε να επισημάνει στην συνομιλήτριά της.
Η Ντέμπορα Μπεργκαμίνι είπε πως ήταν μεν συναισθηματικά καταπονημένη αλλά και παρέμενε μαχητική και σίγουρα όχι σε κατάθλιψη. Ανακαλώντας στη μνήμη της τη στιγμή που τη χαιρέτησε πριν φύγει από τη φυλακή, είπε στην Corriere τα εξής: «Η έρευνα θα συνεχιστεί, όπως πρέπει, αλλά, επαναλαμβάνω, το τεκμήριο της αθωότητας πρέπει να ισχύει για όλους. Είμαι πραγματικά έκπληκτη με τη σιωπή της πολιτικής και την υποκρισία γύρω από αυτήν την ιστορία. Αντιθέτως όταν πλήττεται μια γυναίκα εξουσίας, νέα, όμορφη και ανερχόμενη σαν αυτήν, υφίσταται ένα είδος συλλογικής ικανοποίησης. Ενδεχομένως να συμβαίνει ασυνείδητα αλλά είναι πολύ διαδεδομένο».