Πέρασαν, κιόλας, 20 χρόνια. Οσα κι αν περάσουν, πάλι σαν ψέμα θα ακούγεται στα αυτιά εκείνων που δεν το έζησαν, που δεν το είδαν με τα μάτια τους να συμβαίνει.
Ενα παιδί που γεννήθηκε -ας πούμε- το 2010 και ήταν πολύ μικρό για να θυμάται το Μουντιάλ της Βραζιλίας (2014), έχει δει την Εθνική Ελλάδας να αποτυγχάνει σε κάθε της προσπάθεια να προκριθεί στην τελική φάση μιας μεγάλης διοργάνωσης: του Παγκοσμίου Κυπέλλου, ή του Euro. Την έχει δει να χάνει από κουκκίδες του ποδοσφαιρικού χάρτη. Να ταπεινώνεται. Να παίζει μπροστά σε άδειες εξέδρες. Πώς να το πιστέψει, ότι κάποτε η Ελλάδα στέφθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης; Ακόμη κι αν το διαβάζει στα επετειακά αφιερώματα των media, ή του το επιβεβαιώνει με το αδιάψευστο ντοκουμέντο της εικόνας το YouTube.
Οχι πως είναι εύκολο να το πιστέψουμε όσοι το βιώσαμε εκείνο το αλησμόνητο καλοκαίρι του 2004… Ακόμη και σήμερα υπάρχουν στιγμές που αναρωτιόμαστε αν συνέβη στ’ αλήθεια ή, μήπως, το είδαμε -μαζί με τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας- στο όνειρο της επίπλαστης ευημερίας μας εκείνης της εποχής.
Ούτε η πιο ευφάνταστη μυθοπλασία δεν θα τύπωνε σε βιβλίο μια τόσο απίθανη ποδοσφαιρική ιστορία. Το «παραμύθι» των Δανών, που το 1992 βρέθηκαν στην τελική φάση του Euro… από σπόντα και έκαναν τη μεγάλη έκπληξη, δεν συγκρίνεται με το δικό μας. Το δανέζικο ποδόσφαιρο είχε σπουδαίο παρελθόν. Το 1977 είχε κατακτήσει τη «Χρυσή Μπάλα» (Αλαν Σίμονσεν) και από τις αρχές της δεκαετίας των ‘70s τροφοδοτούσε με τα ταλέντα του κορυφαίους ευρωπαϊκούς συλλόγους. Στα ‘80s η εθνική ομάδα της Δανίας είχε το προσωνύμιο «Δυναμίτης». Και το 1984 είχε φτάσει στον ημιτελικό του Euro. Μόνο το θαύμα της Λέστερ, που το 2016 κατέκτησε τον τίτλο στην Πρέμιερ Λιγκ, μπορεί να μπει στην ίδια πρόταση με το ελληνικό «έπος της Πορτογαλίας».
Ακόμη και η παρουσία της Εθνικής μας στο Euro 2004 φάνταζε τεράστια επιτυχία. Ηταν η μόλις δεύτερη στην ιστορία της, και πρώτη έπειτα από 24 χρόνια. Ούτε ο πιο αισιόδοξος Ελληνας δεν πίστευε στην πρόκριση στην τελική φάση της διοργάνωσης, μέχρι να έρθει εκείνη η απίθανη νίκη (1-0) επί της Ισπανίας στη Σαραγόσα, στις αρχές Ιουνίου του 2003. Το γκολ του Στέλιου Γιαννακόπουλου ήταν το κλειδί που άνοιξε τον δρόμο για τον ανεπανάληπτο θρίαμβο, ένα χρόνο μετά.
Οταν η Εθνική του Οτο Ρεχάγκελ μπήκε στο αεροπλάνο με προορισμό το Οπόρτο, ήταν, ήδη, επιτυχημένη. Στην Πορτογαλία πήγε για να χαρεί τη γιορτή. Αν έπαιρνε έστω μια νίκη στον όμιλο -με Πορτογαλία, Ισπανία και Ρωσία-, όλοι θα ήταν ευχαριστημένοι. Οσα ακολούθησαν, ήταν πέρα από κάθε φαντασία. Απέκλεισε την Ισπανία του Ραούλ, του Μοριέντες, του Πουγιόλ, του Κασίγιας, του Χοακίν, του Τόρες και του Ραούλ Μπράβο. Την -τότε- πρωταθλήτρια Ευρώπης, Γαλλία, του Ζιντάν, του Ανρί, του Μακελελέ και του Πιρές. Την Τσεχία του Νέντβεντ, του Πομπόρσκι, του Τσεχ, του Μπάρος και του «γίγαντα» Κόλερ. Και νίκησε την οικοδέσποινα Πορτογαλία του 19χρονου Κριστιάνο Ρονάλντο -ένα από τα φαβορί- δυο φορές: στην πρεμιέρα και στον τελικό. Ανυποψίαστη και υποψιασμένη.
Αυτό που πέτυχε η Εθνική μας 20 χρόνια πριν, είναι απίθανο να το ξαναζήσουμε. Ηταν μια συνωμοσία του σύμπαντος. Κάτι εν πολλοίς ανεξήγητο, όσο κι αν γράφτηκαν εκατομμύρια λέξεις για να το εξηγήσουν. Ακόμη κι αν εμφανιζόταν ξανά στα μέρη μας ένας Ρεχάγκελ και έβρισκε ακριβώς το ίδιο cast, αυτός ο άθλος δεν θα μπορούσε να επαναληφθεί. Εκείνη η υπέροχη αλληλουχία συγκυριών δεν μπορεί να υπάρξει δεύτερη φορά με την ίδια σειρά. Είναι και το ποδόσφαιρο που έχει αλλάξει πολύ. Η «συνταγή» του Γερμανού, σήμερα δεν θα μπορούσε να φέρει τα ίδια αποτελέσματα.
Δεν κάναμε και τίποτα -είναι η μαύρη αλήθεια- για να χτίσουμε κάτι στέρεο πάνω σε εκείνη την επιτυχία. Ο Θοδωρής Ζαγοράκης έγινε ευρωβουλευτής. Ο Αγγελος Χαριστέας, αντιπεριφερειάρχης. Κάποιοι -ελάχιστοι- από τους 23 πρωταγωνιστές που εργάστηκαν για την ΕΠΟ, ήταν μάλλον διακοσμητικοί. Γιατί οι παράγοντες… ξέρουν καλύτερα.
Το «έπος της Πορτογαλίας» είναι ο εθνικός μας μύθος στο ποδόσφαιρο. Αληθινός, υπέροχος και ανεπανάληπτος. Θα τον διηγούμαστε, θα τον θυμόμαστε στις επετείους του, και θα περηφανευόμαστε κάθε φορά που θα ακούμε από τους παίκτες ή τους προπονητές άλλων χωρών αυτό το «ονειρευόμαστε να γίνουμε η Ελλάδα του 2004».