| REUTERS/Dado Ruvic/Illustration/File Photo
Επικαιρότητα

Ερχεται δελτίο στην ενέργεια; Σε ισχύ έκτακτο σχέδιο στη Γερμανία μετά τις νέες απειλές της Ρωσίας

Σε μια νέα εποχή φαίνεται ότι μπαίνει η Ευρώπη, καθώς η αντιπαράθεση με τη Μόσχα που απαιτεί να πληρώνεται σε ρούβλια για μια σειρά από πρώτες ύλες –από φυσικό αέριο και πέτρέλαιο ως ξυλεία και σιτηρά– κλιμακώνεται. Το Βερολίνο ανακοίνωσε πρώτο σχέδιο για ενδεχόμενη έλλειψη καυσίμων, ζητώντας από τους Γερμανούς να κάνουν οικονομία
Protagon Team

Με τη Ρωσία να συνεχίζει τις απειλές της για διακοπή παροχής φυσικού αερίου προς την Ευρωπαϊκή Ενωση αν δεν πληρωθεί σε ρούβλια –στο πλαίσιο της «αποδολαροποίησης» της ρωσικής οικονομίας και προστασίας της από περαιτέρω κυρώσεις από τη Δύση– η Γερμανία έγινε την Τετάρτη η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που έθεσε σε ισχύ σχέδιο έκτακτης ανάγκης για ενδεχόμενη έλλειψη σε καύσιμα.

Είχε προηγηθεί μια νέα, ηχηρή παρέμβαση από τον πρόεδρο της ρωσικής Δούμας, ο οποίος είχε διευρύνει την απειλή προς την ΕΕ: αν θέλετε φυσικό αέριο πληρώστε σε ρούβλια, αν θέλετε πετρέλαιο, σιτηρά, μέταλλα, λιπάσματα, άνθρα ή και ξυλεία πληρώστε σε ρούβλια, είπε ο Βιάτσεσλαβ Βολόντιν.

Η ΕΕ, μέσω των G7, διεμήνυσε ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί, τα συμβόλαια ορίζουν πληρωμές σε δολάρια ή ευρώ και πρέπει να τηρηθούν. Ομως με αυτή την προειδοποίηση από τη Μόσχα, η Γερμανία άρχισε να λαμβάνει μέτρα –μέτρα προληπτικά μεν, αλλά με τη σαφή σύσταση για οικονομία στην κατανάλωση ενέργειας.

Ο αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ ανακοίνωσε ότι το σχέδιο έκτακτης ανάγκης για ενδεχόμενη έλλειψη σε φυσικό αέριο, τέθηκε στο «επίπεδο έγκαιρης προειδοποίησης» την Τετάρτη.

Ο γερμανός πολιτικός, συμπρόεδρος των Πρασίνων, ενεργοποίησε το συγκεκριμένο στάδιο «λόγω επικείμενης επιδείνωσης της κατάστασης εφοδιασμού», διευκρινίζοντας ωστόσο ότι για την ώρα δεν διαπιστώνεται πρόβλημα στη διαδικασία. «Πρέπει παρόλα αυτά να αυξήσουμε τα προληπτικά μέτρα ώστε να είμαστε προετοιμασμένοι σε περίπτωση κλιμάκωσης από την πλευρά της Ρωσίας», δήλωσε ο Χάμπεκ.

Πρόκειται για το πρώτο από τα τρία επίπεδα έκτακτης ανάγκης, το οποίο δεν προβλέπει περιορισμούς στη διάθεση του φυσικού αερίου και αποτελεί καθαρά προληπτική δράση.

Ομως ο Ρόμπερτ Χάμπεκ απηύθυνε πάντως έκκληση προς τους καταναλωτές –ιδιώτες και επιχειρήσεις– να κάνουν «όσο το δυνατόν περισσότερη» οικονομία στη χρήση. «Κάθε κιλοβατώρα που εξοικονομούμε, βοηθά», είπε χαρακτηριστικά, ενώ διαβεβαίωσε ότι «η ομοσπονδιακή κυβέρνηση κάνει το παν προκειμένου να εξακολουθήσει να εγγυάται την ασφάλεια εφοδιασμού για τη χώρα» και πρόσθεσε ότι έχει ήδη ενημερωθεί σχετικά και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Σε ό,τι αφορά την απαίτηση της Ρωσίας να πληρώνονται σε ρούβλια οι παραδόσεις φυσικού αερίου, ο Ρόμπερτ Χάμπεκ τόνισε ότι η Γερμανία είναι προετοιμασμένη και «δεν θα δεχθεί καμία παραβίαση των συμβολαίων».

Οι ρωσικές εξαγωγές αντιστοιχούν στο 55% των εισαγωγών φυσικού αερίου της Γερμανίας για το 2021. Αν και το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 40% κατά το πρώτο τρίμηνο του 2022, ο Ρόμπερτ Χάμπεκ παραδέχτηκε ότι η Γερμανία δεν θα επιτύχει πλήρη απεξάρτηση από τις ρωσικές προμήθειες πριν από τα μέσα του 2024.

Η Μόσχα ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα την θέσπιση μηχανισμού μέχρι τις 31 Μαρτίου στο πλαίσιο του οποίου οι «μη φιλικές» προς το Κρεμλίνο χώρες, όσες έχουν επιβάλει κυρώσεις κατά της Ρωσίας για την επίθεση στην Ουκρανία, θα πληρώνουν σε ρούβλια για την αγορά ρωσικού φυσικού αερίου. Το μέτρο αφορά την Γερμανία και τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες μέχρι σήμερα πληρώνουν σε δολάρια.

Οι μεγαλύτεροι γερμανοί πελάτες της Ρωσίας είναι οι Uniper, RWE και VNG της EnBW, που έχουν μακράς διάρκειας συμβόλαια. Δεν έχουν σχολιάσει ερωτήματα για επιμέρους προετοιμασίες για την αντιμετώπιση της διατάραξης της προμήθειας φυσικού αερίου.

Τι προβλέπει το σχέδιο 

Το Σχέδιο Εκτακτης Ανάγκης του Βερολίνου για το φυσικό αέριο προβλέπει τρία επίπεδα συναγερμού.

Το πρώτο επίπεδο, που ενεργοποίησε την Τετάρτη η γερμανική κυβέρνηση, εφαρμόζεται όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι είναι πιθανόν να υπάρξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης στις προμήθειες φυσικού αερίου. Το δεύτερο επίπεδο σημαίνει συναγερμό όταν η διατάραξη της προμήθειας ή η εξαιρετικά υψηλή ζήτηση επηρεάζουν την συνήθη ισορροπία, αλλά μπορεί να υπάρξει διόρθωση χωρίς παρέμβαση.

Το τρίτο επίπεδο αποτελεί κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης και ενεργοποιείται όταν τα μέτρα της αγοράς δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις ελλείψεις. Στο επίπεδο αυτό, η ρυθμιστική αρχή του δικτύου, η Bundesnetzagentur, καλείται να αποφασίσει με ποιον τρόπο θα διανεμηθούν τα υπάρχοντα αποθέματα πετρελαίου στην χώρα.

Αν η Γερμανία δεν διασφαλίσει επαρκή προμήθεια φυσικού αερίου, η πρώτη που θα πληγεί θα είναι η βιομηχανία, που αντιστοιχεί στο ένα τέταρτο της γερμανικής ζήτησης.

«Αυτό σημαίνει ότι χάνεται βιομηχανική παραγωγή, χάνονται εφοδιαστικές αλυσίδες», δήλωσε ο Λέοναρντ Μπίρνμπάουμ, διευθύνων σύμβουλος του ενεργειακού ομίλου E.ON στο δίκτυο ARD. «Το βέβαιο είναι ότι μιλάμε για πολύ μεγάλες απώλειες».

Τα νοικοκυριά θα έχουν προτεραιότητα έναντι της βιομηχανίας, ενώ τα νοσοκομεία, τα κέντρα φροντίδας και άλλα ιδρύματα του δημοσίου τομέα με ειδικές ανάγκες θα είναι τα τελευταία που θα πληγούν από την έλλειψη φυσικού αερίου.

Αντέχει η Γερμανία χωρίς φυσικό αέριο;

Στη Γερμανία, τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, η συζήτηση αν η χώρα αντέχει χωρίς το ρωσικό φυσικό αέριο δεν είναι καινούργιο. Διεξάγεται από τη στιγμή που τέθηκε ζήτημα επιβολής εμπάργκο στα ρωσικά καύσιμα, στο πλαίσιο των κυρώσεων κατά της Ρωσίας για την εισβολή στην Ουκρανία.

Οπως επεσήμανε η Deutsche Welle, ήδη στις αρχές Μαρτίου ομάδα εμπειρογνωμώνων της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών Leopoldina είχε δημοσιεύσει μελέτη, σύμφωνα με την οποία ένα ενεργειακό εμπάργκο στη Ρωσία θα ήταν «διαχειρίσιμο» για τη γερμανική οικονομία.

Ο οικονομολόγος Ρίντιγκερ Μπάχμαν από το πανεπιστήμιο Νοτρ Νταμ στις ΗΠΑ επιχείρησε να υπολογίσει τις οικονομικές απώλειες του εμπάργκο με βάση ένα οικονομετρικό μοντέλο για 40 χώρες και δήλωσε στην Tagesspiegel ότι ένα ενεργειακό εμπάργο θα ήταν «εφικτό». Σύμφωνα με την αποτίμησή του θα προκαλούσε συρρίκνωση του γερμανικού ΑΕΠ έως και 3%, ενώ για παράδειγμα το 2020 οι οικονομικές συνέπειες της πανδημίας είχαν προκαλέσει μείωση κατά 5%. «Πρόκειται για σημαντικό ποσοστό, αλλά όχι για κάτι που δεν μπορεί να αντισταθμισθεί με στοχευμένα μέτρα οικονομικής πολιτικής», ήταν το συμπέρασμά του. Αλλά αυτό ήταν μια αισιόδοξη και εκτός πεδίου προσέγγιση.

Τα γερμανικά συνδικάτα εξέφρασαν φόβους για μαζική απώλεια θέσεων εργασίας σε χημική βιομηχανία και στη χαλυβουργία –«θα έπρεπε να διακόψουμε την παραγωγή, εάν εκλείψει το ρωσικό φυσικό αέριο», είπαν. Από την πλευρά τους οι εργοδότες της μεταλλουργίας και της ηλεκτρικής βιομηχανίας προειδοποίησαν για άμεσες συνέπειες. Όπως δήλωσε ο επικεφαλής του συνδέσμου Gesamtmetall, Ολιβερ Τσάντερ, «θα μπορούσαν να προκληθούν διαταραχές στην αλυσίδα παραγωγής σε πολλούς κλάδους», κυρίως στη βιομηχανία τροφίμων, στην παραγωγή κρέατος και στη χημική βιομηχανία.

Ο Ρίντιγκερ Μπάχμαν ανέφερε ότι είναι αντιμετωπίσιμες οι συνέπειες για τη χημική βιομηχανία, καθώς πολλά από τα παραγόμενα προϊόντα μπορούν να «υποκατασταθούν».

«Πρόκειται για κοντόφθαλμο υπολογισμό», αντέτεινε Μίχαελ Χίτερ, πρόεδρος του Ινστιτούτου της Γερμανικής Οικονομίας στο Βερολίνο, λέγοντας ότι «αν βάζαμε λουκέτο στη χημική βιομηχανία για ενάμιση χρόνο, όπως θα συνέβαινε σε περίπτωση εμπάργκο στο φυσικό αέριο, αυτό θα ήταν το τέλος για την παραγωγή πρώτων υλών στη Γερμανία».

Επιπλέον, ο Μίχαελ Χίτερ απέρριψε και τη σύγκριση με την περίοδο της πανδημίας, επισημαίνοντας ότι «σε εκείνη την περίοδο οι συνέπειες αφορούσαν συγκεκριμένους κλάδους της κατανάλωσης, όπως η εστίαση, η φιλοξενία και η διοργάνωση εκδηλώσεων, ενώ αυτή τη φορά μιλάμε για περισσότερους κλάδους, οι οποίοι μάλιστα είναι πολύ πιο διασυνδεδεμένοι μεταξύ τους, λόγω του τρόπου με τον οποίο έχει οργανωθεί η διαδικασία παραγωγής».

Την πρόβλεψη ότι ένα εμπάργκο στο ρωσικό φυσικό αέριο μπορεί να αντιμετωπίστεί εξέφρασε ο Μόριτς Σχούλαρικ, καθηγητής Οικονομικών στο πανεπιστήμιο της Βόννης. Όπως εξήγησε στην εφημερίδα Freitag «η Γερμανία καλύπτει σήμερα από τη ρωσική αγορά το 50% των αναγκών της σε φυσικό αέριο μέσω αγωγών, οι οποίοι δεν υποκαθίστανται εύκολα, ενώ ποσοστό 5% αυτής της ποσότητας διοχετεύεται στη χημική βιομηχανία για την παραγωγή πρώτων υλών και επίσης δεν υποκαθίσταται». Από την άλλη πλευρά, εξήγησε ο Σχούλαρικ, υπάρχουν συγκεκριμένα μέτρα, όπως η οικιακή θέρμανση σε ελαφρώς χαμηλότερες θερμοκρασίες και η βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας των κτιρίων, τα οποία μπορούν να συμβάλλουν στην περαιτέρω εξοικονόμηση ενέργειας. Σύμφωνα με τον σύνδεσμο παρόχων της ενεργειακής βιομηχανίας (BDEW) οι ιδιωτικές κατοικίες έχουν ένα περιθώριο για εξοικονόμηση ενέργειας κατά 15%, ενώ στη βιομηχανία το περιθώριο μειώνεται στο 8%.