Υπό κατάληψη τελεί για δέκατη ημέρα το κτίριο Διοίκησης του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) καθώς ήδη απο την ημέρα της επέμβασης της ΕΛ.ΑΣ (εδώ), ολιγομελής ομάδα το ανακατέλαβε και παραμένει έκτοτε στο εσωτερικό του -και κατά τη διάρκεια της νύχτας- μην επιτρέποντας την είσοδο σε κανέναν από τους εργαζόμενους.
Η Σύγκλητος ανέλαβε την Τρίτη πρωτοβουλία εκτόνωσης της κατάστασης και διαλόγου με τις φοιτητικές παρατάξεις σχολών και τμημάτων, οι οποίες δεν συμμετέχουν ούτε στηρίζουν με ψηφίσματα τη συγκεκριμένη κατάληψη, αλλά αντιδρούν στην αστυνομική επέμβαση που έγινε το μεσημέρι της 22ας Φεβρουαρίου, καθώς και στην εφαρμογή του προσφάτως ψηφισθέντος νόμου 4777/21.
Σε ό,τι αφορά την προσπάθεια αποκατάστασης της διοικητικής λειτουργίας του πανεπιστημίου την προηγούμενη Πέμπτη επιτροπή μελών της Συγκλήτου πήγε στο κατειλημμένο κτίριο, για να διερευνήσει αν υπάρχει περιθώριο διαλόγου με τους καταληψίες.
Οπως ήταν αναμενόμενο, η προσπάθεια δεν καρποφόρησε και η Σύγκλητος αποφάσισε να απευθύνει δημόσια έκκληση τερματισμού της κατάληψης και πρόσκληση διαλόγου με τη φοιτητική κοινότητα συνολικά.
Σχετικά με το θέμα της πανεπιστημιακής ασφάλειας, βάσει των διατάξεων του νόμου 4777/21, η Σύγκλητος αναγνωρίζει την ανάγκη να υπάρξει επαρκής και αποτελεσματική φύλαξη των χώρων του Πανεπιστημίου και ζητεί η εφαρμογή του νόμου να γίνει με σεβασμό προς την ακαδημαϊκότητα του χώρου.
Στα ψηφίσματά τους, τα μέλη της Συγκλήτου καταδικάζουν επίσης «την απαράδεκτη στοχοποίηση θεσμικών οργάνων του ΑΠΘ, η οποία δυσκολεύει εξαιρετικά την επίλυση του προβλήματος».
Ερωτηθείς για τις εξελίξεις και τις πρωτοβουλίες που ανέλαβε η Σύγκλητος ο πρύτανης του ΑΠΘ, Νίκος Παπαϊωάννου δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ:
«Η πανεπιστημιακή κοινότητα του ΑΠΘ είχε ανάγκη από κινήσεις εκτόνωσης και καταλλαγής. Οι πρωτοβουλίες της Συγκλήτου εκφράζουν αυτή την ανάγκη για ενότητα, για να προχωρήσουμε ενωμένοι την επόμενη μέρα. Χαίρομαι για όσους εκπροσώπους φοιτητών προσήλθαν στον διάλογο, τον οποίο ουδέποτε αρνηθήκαμε, εφόσον δε επιχειρούσε να επιβληθεί με λογικές όχλου».
Η κατάληψη, επανέλαβε ο πρύτανης, «καθιστά αδύνατη τη λειτουργία των διοικητικών και οικονομικών υπηρεσιών και Τμημάτων Σχολών στο κτίριο Διοίκησης του ΑΠΘ» και απηύθυνε νέα έκκληση για τον τερματισμό της.
«Να μπουν στο κτίριο οι εργαζόμενοι των υπηρεσιών καθαριότητας και φύλαξης και να επανέλθουν οι διοικητικοί υπάλληλοι στις θέσεις τους. Από εκεί και πέρα καμία πρυτανική Αρχή, κανένα μέλος Συγκλήτου, δεν νομιμοποιείται να συνδιαλέγεται για αιτήματα που στερούνται κάθε νομικού ερείσματος ή για αιτήματα που δεν έχουν σχέση με ζητήματα της πανεπιστημιακής κοινότητας. Είναι άλλο η διάθεση διαλόγου και άλλο οποιαδήποτε προσπάθεια επιβολής απόψεων διά της βίας», υπογράμμισε ο κ. Παπαϊωάννου.
Οσο για τις επιθέσεις στο πρόσωπό του, σχολίασε: «Ζούμε σε ένα κράτος δικαίου. Αλίμονο αν η εκτέλεση των καθηκόντων μου σύμφωνα με όσα ορίζει ο νόμος, συνεπαγόταν την ομηρία μου υπό καθεστώς τρόμου, απειλών και ύβρεων. Όσοι υιοθετούν αυτές τις πρακτικές απομονώνονται από την κοινωνία. Η δημοκρατία δεν εκβιάζεται».
Στο πλευρό του πρύτανη 224 συνάδελφοί του
Τη συμπαράστασή τους στον πρύτανη του ΑΠΘ, καθηγητή Νίκο Παπαιωάννου εξέφρασαν 224 καθηγητές πανεπιστημιακών ιδρυμάτων της χώρας, δηλώνοντας ότι στέκονται «απέναντι στην απόπειρα στοχοποίησης του».
Οι υπογράφοντες καθηγητές, ανάμεσα τους οι Νίκος Αλιβιζάτος, Ευάγγελος Βενιζέλος, Σπύρος Βούγιας, Αχιλλέας Γραβάνης, Ιωακείμ Γρυσπολάκης, Αχιλλέας Ζαπράνης, Ορέστης Καλογήρου, Βάσω Κιντή, Σταμάτης Κριμιζής, Ευάνθης Χατζηβασιλείου, αναφέρουν συγκεκριμένα :
«Ο Πρύτανης του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης κ. Ν. Παπαϊωάννου αναγκάστηκε, όπως όφειλε εφαρμόζοντας τον νόμο, να ζητήσει τη βοήθεια της εισαγγελίας η οποία στη συνέχεια απευθύνθηκε στην αστυνομία, όταν εξωπανεπιστημιακοί και φοιτητές κατέλαβαν το κτίριο της διοίκησης χρησιμοποιώντας λοστούς και εργαλεία διάρρηξης και απαίτησαν από τους εργαζόμενους στις υπηρεσίες φύλαξης και καθαριότητας να αποχωρήσουν, απειλώντας ευθέως τη σωματική τους ακεραιότητα».
Συμμερίζονται δε τη θέση που διατύπωσε ο κ. Παπαϊωάννου ότι «ο φόβος έφερε την ανοχή και η ανοχή διαιώνισε τον φόβο. Η επιβολή απόψεων περιθωριακών ομάδων διά της βίας έγινε άγραφος νόμος, εγκαθιδρύοντας ένα άτυπο καθεστώς ομηρίας καθηγητών, εργαζόμενων και φοιτητών, οι οποίοι στοχοποιήθηκαν, δέχθηκαν ανοίκειες επιθέσεις, χτυπήθηκαν βάναυσα, διαπομπεύτηκαν χυδαία, καταπατήθηκαν θεμελιώδη δικαιώματά τους».
Σε κάθε περίπτωση, υπογραμμίζουν, «ο νόμος για την προάσπιση της δημοκρατικής λειτουργίας του Πανεπιστημίου πρέπει να εφαρμόζεται».