| REUTERS/Kacper Pempel/Illustration
Επικαιρότητα

Ερευνα ΕΚΚΕ για το Διαδίκτυο στην Ελλάδα: Γιατί το 9% δεν το χρησιμοποιεί

Αναλυτικά τα ευρήματα έρευνας από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών για τη χρήση του Διαδικτύου στην Ελλάδα, με την υποστήριξη της Ειδικής Γραμματείας Μακροπρόθεσμου Σχεδιασμού
Protagon Team

Σε μια «ακτινογραφία» των σημαντικών πτυχών και ιδιαιτεροτήτων της χρήσης του Διαδικτύου στην Ελλάδα –όπως οι δεξιότητες χρήσης του και το ψηφιακό χάσμα, η διείσδυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, ο βαθμός εμπιστοσύνης των χρηστών σε διαδικτυακές πηγές πληροφόρησης, η ικανότητα διάκρισης ψευδών ειδήσεων, η σχέση των χρηστών με τον κίνδυνο παραβίασης της ιδιωτικότητάς τους, καθώς και η αντίληψή τους για τον βαθμό ελευθερίας της έκφρασης στο Διαδίκτυο– στοχεύει η μεγάλη εμπειρική δειγματοληπτική έρευνα που εκπόνησε το ΕΚΚΕ με την υποστήριξη της Ειδικής Γραμματείας Μακροπρόθεσμου Σχεδιασμού.

Στα πεδία έρευνας της μελέτης συμπεριλαμβάνεται η σχέση των ελλήνων χρηστών του Διαδικτύου με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καθώς και ο βαθμός κατανόησης της λειτουργίας των αλγορίθμων που χρησιμοποιούνται από τις μεγάλες online πλατφόρμες, διαθέτοντας τη δυνατότητα να «επηρεάζουν» σε σημαντικό βαθμό το περιεχόμενο που διαβάζουν οι χρήστες.

Καταγράφεται επίσης ο βαθμός ενημέρωσης των χρηστών σχετικά με τις δυνατότητες της τεχνητής νοημοσύνης, καθώς και η σχέση της τεχνητής νοημοσύνης και του Διαδικτύου με το μέλλον της εργασίας.

Τα ευρήματα της έρευνας δείχνουν ότι αυξάνεται σταθερά στην Ελλάδα η χρήση του Διαδικτύου, καθώς ποσοστό 91% του πληθυσμού της τελευταίας μέτρησης αυτοπροσδιορίζονται ως χρήστες, καταγράφοντας, έτσι, αύξηση της τάξης του 20% από την τελευταία μέτρηση το 2019 (71%).

Για το 9% των μη χρηστών, δύο παραμένουν οι κυριότερες αιτίες:

Η έρευνα καταλήγει επίσης στο συμπέρασμα ότι «χιλιάδες συμπολίτες μας εξακολουθούν να υφίστανται τις δυσμενείς συνέπειες του πρωτογενούς ψηφιακού χάσματος, οι οποίες προστίθενται στις επιβαρύνσεις των “παλαιότερων” ανισοτήτων. Πρόκειται, όμως, για πληθυσμιακές κατηγορίες που πιθανώς σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα θα περιοριστούν δραστικά λόγω της ολοένα και μεγαλύτερης διείσδυσης του Διαδικτύου. Επομένως, το ψηφιακό χάσμα ουσιαστικά διαμορφώνεται και μεταλλάσσεται από πρωτογενές σε δευτερογενές, το οποίο δεν αφορά πλέον τόσο τα κοινωνικοδημογραφικά χαρακτηριστικά των πολιτών όσο τις ψηφιακές δεξιότητες ή το ψηφιακό ανθρώπινο κεφάλαιο εν γένει και, κατ’ επέκταση, την “ψηφιακή ιδιότητα του πολίτη”».

Σε σχέση με τις δεξιότητες χρήσης του Διαδικτύου, η αυτο-αντίληψη των χρηστών για το επίπεδο των διαδικτυακών δεξιοτήτων τους φαίνεται να έχει αυξηθεί σε σχέση με προηγούμενες μετρήσεις. Ειδικότερα, το 86% του πληθυσμού της έρευνας δηλώνει ότι γνωρίζει να ανοίγει αρχεία (σε σύγκριση με το 82,3% του 2019) και το 87% εκτιμά ότι ξέρει να χρησιμοποιεί σωστές λέξεις-κλειδιά στις μηχανές αναζήτησης (84% στην έρευνα του 2019).

Ωστόσο, η έρευνα εντοπίζει δυσκολίες και αδυναμίες της αγοράς εργασίας ενόψει της ψηφιακής μετάβασης, που οφείλονται κυρίως στην «αυξανόμενη βαρύτητα των κοινωνικών ανισοτήτων στο πεδίο της ανάπτυξης των ψηφιακών δεξιοτήτων των εργαζομένων, αλλά και στις ευρύτερες συστημικές αδυναμίες του παραγωγικού μοντέλου της χώρας».

Παράλληλα, μεγάλη αύξηση σημειώνει η χρήση του Διαδικτύου για συναλλαγές, καθώς σχεδόν το 75% του πληθυσμού της έρευνας δηλώνει ότι εξοφλεί λογαριασμούς και κάνει χρήση τραπεζικών υπηρεσιών διαδικτυακά τουλάχιστον μία φορά τον μήνα (51% το 2019), ενώ το ποσοστό όσων δηλώνουν ότι δεν το έχουν χρησιμοποιήσει ποτέ για τον συγκεκριμένο σκοπό έχει μειωθεί στο 8,9%, έναντι του αντίστοιχου 37,3% στην προηγούμενη μέτρηση.

Το Διαδίκτυο αποτελεί και σημαντικό πεδίο διασκέδασης για τους χρήστες στην Ελλάδα, με την καθημερινή παρακολούθηση βίντεο να καταλαμβάνει την πρώτη θέση των προτιμήσεών τους στο 64%, ακολουθεί το «κατέβασμα» ή ακρόαση μουσικής στο 56%, καθώς και τα διαδικτυακά παιχνίδια στο 44%. Αναμφίβολα, η κυριότερη και πιο συχνή χρήση του Διαδικτύου αφορά την ειδησεογραφία.

Συγκεκριμένα, οι ερωτηθέντες που αντλούν «καθημερινά» και «αρκετές φορές την ημέρα την ενημέρωσή τους μέσα από το Διαδίκτυο βρίσκεται στο 90%, σημειώνοντας αλματώδη αύξηση της τάξης του 26,6% σε σχέση με την προηγούμενη μέτρηση το 2019 (63,5%).

Την ίδια ώρα, όμως, καταγράφεται και μια επιφυλακτικότητα ως προς την αξιοπιστία των ειδήσεων στο Διαδίκτυο, σημείωσε μια μικρή αύξηση της τάξης του 3% συγκριτικά με τη μέτρηση του 2019 (77,1%). Ωστόσο, το ποσοστό εκείνων που πιστεύουν ότι καμία είδηση δεν είναι αξιόπιστη μειώθηκε στο 1% (3,6% το 2019), ενώ κανένας χρήστης δεν πιστεύει ότι όλες οι ειδήσεις στο Διαδίκτυο είναι αναξιόπιστες. Πάντως, περισσότεροι από επτά στους 10 (77%) θεωρούν ότι είναι ικανοί να διακρίνουν τις ψευδείς/παραποιημένες ειδήσεις, ενώ μόνο το 15% δηλώνει ότι δεν έχει αυτή την ικανότητα.

Η έρευνα καταλήγει και σε συγκεκριμένες συστάσεις μακροπρόθεσμης πολιτικής, καθώς στόχος της συνεργασίας της Ειδικής Γραμματείας Μακροπρόθεσμου Σχεδιασμού με το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (EKKE), με το οποίο έχει υπογραφεί Πρωτόκολλο Συνεργασίας, είναι ακριβώς να δοθεί ώθηση στη χάραξη κατάλληλων δημόσιων πολιτικών, ώστε να καλυφθεί η ανάγκη για αξιόπιστη, συγκριτική και μελλοντοστραφή γνώση σχετικά με τη χρήση του Διαδικτύου στην Ελλάδα.

Στο πλαίσιο αυτό, η Ειδική Γραμματεία υποστηρίζει την πρωτοβουλία που το ΕΚΚΕ έχει αναλάβει ήδη από το 2015 σχετικά με τη διεξαγωγή μεγάλης κλίμακας έρευνας, με κύριο πεδίο μελέτης την καταγραφή της διείσδυσης και των πολλαπλών επιδράσεων του Διαδικτύου και υποδομών του στην ελληνική κοινωνία.

Τα αποτελέσματα της έρευνας του τέταρτου κύματος WIP-GR προέκυψαν μέσα από 1.200 συνεντεύξεις, με άτομα τα οποία μπορούσαν να εκφραστούν στα ελληνικά, ακολουθώντας ένα μεικτό μοντέλο: ποσοτική έρευνα με τηλεφωνική (CATI) και online (CAWI) συμπλήρωση δομημένου ερωτηματολογίου. Η μεθοδολογία της έρευνας σχεδιάστηκε από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ).

Η εμπειρική δειγματοληπτική έρευνα World Internet Project Greece (WIP-GR) υλοποιείται από το EKKE και εντάσσεται στη σύμπραξη World Internet Project (WIP), μια διεθνή σύμπραξη πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων που αποτελείται από περισσότερες από 30 χώρες διαφορετικών ηπείρων. Πρόκειται για ένα διεθνές ερευνητικό πρόγραμμα που ξεκίνησε το 1999 και διευθύνεται από το Annenberg School Center for the Digital Future του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας (ΗΠΑ).