Στην εξάρθρωση τεράστιου δικτύου φοροδιαφυγής με τη συμμετοχή περισσότερων από 280 επιχειρήσεων, όλες κινεζικών συμφερόντων, στον χώρο του λιανεμπορίου, έφθασε η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), αξιοποιώντας καταγγελίες για μη αναγνώσιμο QR Code σε εκδοθείσες αποδείξεις.
Οι εν λόγω καταγγελίες έφθασαν στην Ανεξάρτητη Αρχή τον περασμένο Ιανουάριο και αφορούσαν αρχικά μία επιχείρηση με έδρα την Κομοτηνή, μία ακόμη με έδρα την Λάρισα, καθώς και ένα υποκατάστημα στη Θεσσαλονίκη.
Αφού διαπιστώθηκε η βασιμότητα των καταγγελιών, ο έλεγχος που ακολούθησε, αποκάλυψε εκτεταμένη και συστηματική διαβίβαση παραστατικών με ποσό πολύ μικρότερα από αυτά των πραγματικων συναλλαγών. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα απόδειξης αξίας 21,90 ευρώ για την οποία διαβιβάστηκε ποσό μόις 2,1 ευρώ!
Υποκρινόμενοι στη συνέχεια τους πελάτες, στελέχη της ΑΑΔΕ επισκέφθηκαν τα εν λόγω καταστήματα, την ώρα που εξειδικευμένο προσωπικό επενέβη τεχνολογικά στο σύστημα μειώνοντας τον χρόνο διαβίβασης των Στοιχείων του ΦΗΜ από τις 24 ώρες στο ένα λεπτό, έτσι ώστε την ίδια στιγμή της συναλλαγής από τον mystery client της ΑΑΔΕ να γίνεται σύγκριση με το Ζ της ταμειακής μηχανής.
Ακολούθως, μέσω του e-send εντοπίστηκε ο προμηθευτής του παράνομου μηχανισμού και έτσι ξεδιπλώθηκε το δίκτυο των πελατών του, το οποίο όπως διαπιστώθηκε, αποτελούσαν(τουλάχιστον σε πρώτη φάση) 287 επιχειρήσεις κινεζικών συμφερόντων.
Πίσω από τη «μπίζνα» για τη φοροδιαφυγή-τέρας των εν λόγω επιχειρήσεων, διαπιστώθηκε πως ήταν εταιρεία λογισμικού με έελληνα νομικό εκπρόσωπο και δύο Κινέζοι, δηλωμένοι κάτοικοι Σλοβακίας, οι οποίοι παρείχαν την απαραίτητη τεχνική υποστήριξη στους παραβάτες ώστε να να μπορούν να «πειράζουν» της ταμειακές τους.
Χαρακτηριστικό του μεγέθους της φοροδιαφυγής που πιάστηκε τελικά στα «δίχτυα» της ΑΑΔΕ, το γεγονός ότι μόνο για τον μήνα Φεβρουάριο ο έλεγχος έδειξε πως είχαν διαβιβαστεί 220.000 αποδείξεις που ανέγραφαν συνολικά το ποσό των 3 εκατ. ευρώ, με τον πραγματικό τζίρο ωστόσο να είναι πολλαπλάσιος, καθώς όταν η μέθοδος πληρωμής ήταν τα μετρητά, η μείωση της αναγραφόμενης αξίας σε σχέση με την πραγματική, άγγιζε ακόμη και το 90%.