Ο Εμανουέλ Μακρόν σε παλιότερη ομιλία του, στο Παρίσι | Ludovic Marin/Pool via REUTERS
Επικαιρότητα

Επιμένει ο Μακρόν για το ενδεχόμενο αποστολής δυτικών στρατευμάτων στην Ουκρανία

Παρά το γεγονός ότι ΝΑΤΟ, ΗΠΑ, Βρετανία και Γερμανία αρνήθηκαν ότι στα σχέδιά τους περιλαμβάνεται η παρουσία στρατιωτών τους σε ουκρανικό έδαφος, ο γάλλος πρόεδρος είπε: «Αν η Ρωσία κέρδιζε, οι ζωές των Γάλλων θα άλλαζαν. Δεν θα είχαμε πλέον ασφάλεια στην Ευρώπη»
Protagon Team

Ο Εμανουέλ Μακρόν επανέλαβε την άρνησή του να αποκλείσει την αποστολή στρατευμάτων στην Ουκρανία κατά τη διάρκεια μιας 30λεπτης τηλεοπτικής συνέντευξης την Πέμπτη, στην οποία παρουσίασε για άλλη μια φορά τον πόλεμο στην Ουκρανία ως «υπαρξιακή απειλή».

«Αν η Ρωσία κέρδιζε, οι ζωές των Γάλλων θα άλλαζαν», είπε ο Μακρόν. «Δεν θα είχαμε πλέον ασφάλεια στην Ευρώπη».

Οπως ανέφερε το Politico, η συνέντευξη ξεκίνησε με δημοσιογράφους των γαλλικών τηλεοπτικών σταθμών TF1 και France 2 να ζητούν από τον Μακρόν να διευκρινίσει τις δηλώσεις του του Φεβρουαρίου, στις οποίες αρνήθηκε να αποκλείσει την αποστολή δυτικών χερσαίων στρατευμάτων στην Ουκρανία.

Τα σχόλιά του είχαν προκαλέσει σάλο τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό και ώθησαν τους κορυφαίους εταίρους της Γαλλίας στο ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, της Βρετανίας και της Γερμανίας, να διευκρινίσουν ότι δεν θα έστελναν στρατεύματα.

Ο Μακρόν απάντησε υποστηρίζοντας ότι ο καθορισμός οποιωνδήποτε ορίων στο πώς να ανταποκριθεί στις ενέργειες της Μόσχας σήμαινε «ότι επιλέγουμε την ήττα».

Ο γάλλος πρόεδρος δεν έδωσε πολλές διευκρινίσεις, λέγοντας μόνο ότι η Γαλλία δεν θα «ηγηθεί της επίθεσης ούτε θα αναλάβει πρωτοβουλία».

Ο Μακρόν ρωτήθηκε επίσης για την τρέχουσα σχέση του με τον Πούτιν -με τον οποίο δεν έχει μιλήσει εδώ και μήνες- και επέμεινε ότι ο πόλεμος δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως προσωπικό ζήτημα.

«Αυτό δεν είναι μυθιστόρημα ή σαπουνόπερα. Τη στιγμή που μιλάμε, άνδρες και γυναίκες πεθαίνουν στην Ουκρανία υπό το βλέμμα του Πούτιν», είπε ο Μακρόν.

Το Κρεμλίνο, σχολιάζοντας τις νέες δηλώσεις Μακρόν, δήλωσε την Παρασκευή ότι η Γαλλία «έχει ήδη αναμιχθεί στον πόλεμο και τώρα δείχνει πως είναι έτοιμη να εμπλακεί βαθύτερα».

Νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, οι γάλλοι βουλευτές και στα δύο Σώματα ψήφισαν υπέρ μιας συμφωνίας για την ασφάλεια που επιβεβαίωσε την υποστήριξη της Γαλλίας στην προσπάθεια της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και υποσχέθηκε οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη στο Κίεβο.

Όμως η γαλλική κοινή γνώμη δεν φαίνεται να υποστηρίζει τον Μακρόν, σύμφωνα με το Politico. Σε δημοσκόπηση, το 68% των ερωτηθέντων είπε ότι τα σχόλια του Μακρόν για τα δυτικά στρατεύματα στην Ουκρανία ήταν «λανθασμένα».

Η συνάντηση με Σολτς και Τουσκ

Εξάλλου, ο ολοένα και πιο επιθετικός τόνος του γάλλου προέδρου έχει δημιουργήσει ένταση μεταξύ του Παρισιού και του Βερολίνου, όπου ο Όλαφ Σολτς ακολουθεί μία πιο συγκρατημένη στάση στη συζήτηση για τον πόλεμο.

Με βασικό στόχο την εξομάλυνση των διαφόρων των δύο πλευρών σε ζητήματα όπως η αποστολή στην Ουκρανία χερσαίων στρατευμάτων, αλλά και πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς, συναντιούνται την Παρασκευή στο Βερολίνο ο Μακρόν και ο Σολτς, ενώ παρών θα είναι και ο πολωνός πρωθυπουργός, Ντόναλντ Τουσκ.

«Η παρέμβαση της Βαρσοβίας είναι ευπρόσδεκτη», υπογράμμισε στην Figaro ο Νίκο Λάντζ, ερευνητής στη Διάσκεψη για την Ασφάλεια του Μονάχου, σημειώνοντας ότι ο Τουσκ, «πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, είναι συνηθισμένος να συνδυάζει αντικρουόμενα συμφέροντα και είναι ικανός να κατευνάσει τις διαφορές». Ο ίδιος θεωρεί τη σύνοδο των τριών, «ένα καλό σημάδι, που δείχνει ότι τα πράγματα μπαίνουν στη θέση τους και ότι τα λάθη ίσως διορθώνονται».

Ανάλογη «αισιοδοξία» εξέφρασε και ο πολωνός υπουργός Εξωτερικών, Ράντοσλαβ Σικόρσκι, «για το τι μπορεί να αντιπροσωπεύει αυτή η τριμερής σύνοδος κορυφής», σε συνέντευξη στη γαλλική εφημερίδα Ouest-France.

Οι τρεις ηγέτες πρέπει να εξομαλύνουν τις διάφορες τους πριν από την ευρωπαϊκή σύνοδο κορυφής που θα γίνει στις Βρυξέλλες στις 21 και 22 Μαρτίου, σημειώνει η Figaro.

Στην ίδια εφημερίδα, ο Γιάκομπ Ρος, αναλυτής του γερμανικού think tank DGAP, ανέφερε ότι «είχαν γίνει συζητήσεις, αλλά ο γερμανός καγκελάριος είχε επιμείνει ότι δεν έπρεπε να δημοσιοποιηθούν».