Το ρωσικό σχέδιο για μια αστραπιαία έφοδο στο Κίεβο, τις πρώτες ημέρες του πολέμου, απέτυχε. Το ίδιο και οι αιματηρές επιχειρήσεις της Μόσχας για την κατάληψη του ανατολικού Ντονμπάς. Αργότερα, η Ρωσία έχασε μέρος των εδαφών που είχε καταλάβει νότια του Χαρκόβου, ενώ την περασμένη εβδομάδα ανακοίνωσε την αποχώρηση των δυνάμεών της από τη Χερσώνα, τη μοναδική περιφερειακή πρωτεύουσα της Ουκρανίας που έπεσε στα χέρια της από την έναρξη της εισβολής.
Επειτα από κάθε τέτοια ήττα, ο Βλαντίμιρ Πούτιν αναζητούσε νέους τρόπους για να εκδικηθεί την ουκρανική πλευρά, σύμφωνα με τον Economist. Η πιο πρόσφατη ανάλογη επιλογή του ήταν ο ανελέητος βομβαρδισμός της Ουκρανίας, προκειμένου να καταστραφούν οι ενεργειακές υποδομές της. Και ενώ οι κάτοικοι της ουκρανικής πρωτεύουσας ενημερώθηκαν ότι μπορεί να χρειαστεί να εγκαταλείψουν την πόλη εάν καταρρεύσει το ηλεκτρικό δίκτυο, οι διακοπές ρεύματος δεν φάνηκε να μειώνουν τη βούληση των Ουκρανών να παλέψουν –το 90% των ερωτηθέντων σε πρόσφατες δημιοσκοπήσεις επιθυμεί τη συνέχιση του πολέμου προκειμένου να απωθηθούν οι εισβολείς.
Την ίδια στιγμή, όμως, οι ενέργειες αυτές προκαλούν ανησυχία για τη «διαρκώς εξελισσόμενη επιθετικότητα» των Ρώσων, «οκτώ μήνες μετά την απρόκλητη εισβολή», έγραψε το εβδομαδιαίο περιοδικό σε ανάλυση του, η οποία επιχειρεί να ανιχνεύσει τις συνθήκες υπό τις οποίες ο πόλεμος στην Ουκρανία θα μπορούσε να λάβει τέλος. Και η επιθετικότητα αυτή –συνέχισε– εγείρει με τη σειρά της ένα άβολο ερώτημα: «Για πόσο καιρό οι ΗΠΑ και η Ευρώπη θα συνεχίσουν να παρέχουν στην Ουκρανία την αναγκαία, προκειμένου να αποκρούσει τα ρωσικά στρατεύματα, στρατιωτική και οικονομική βοήθεια ύψους δισεκατομμυρίων δολαρίων;».
Το μήνυμα που έστελναν εδώ και μήνες οι δυτικές ηγέτες ήταν «για όσο καιρό χρειαστεί». Ωστόσο, πολλοί από τους πολίτες των χωρών που στάθηκαν στο πλευρό του Κιέβου έχουν απορρίψει την ιδέα μιας επ’ αόριστον χρηματοδότησης της σύγκρουσης με τη Ρωσία –γεγονός στο οποίο ενδεχομένως υπολογίζει το Κρεμλίνο. Ηταν ενδεικτική η μεγάλη διαδήλωση στη Ρώμη, στις αρχές του μήνα, με αίτημα των τερματισμό του πολέμου, σύμφωνα με το ίδιο Μέσο.
«Δεν θέλουμε πόλεμο. Οχι στα όπλα, όχι στις κυρώσεις. Πού είναι η διπλωματία;», έγραφε ένα από τα πλακάτ.
Με το βλέμμα στα μέτωπα του πολέμου (και στα αποθέματα οπλισμού)
Κατά τον Economist, «οι ακριβείς όροι οποιασδήποτε διευθέτησης θα εξαρτηθούν από το τι συμβαίνει στο πεδίο της μάχης». Εκτίμησε, δε, ότι «είναι πιθανό να υπάρξουν πολύ περισσότερες μάχες προτού οποιαδήποτε πλευρά θελήσει να τερματίσει τον πόλεμο. Τόσο η Ρωσία όσο και η Ουκρανία έχουν χάσει δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες, όμως εξακολουθούν να ελπίζουν ότι οι κατάλληλοι ελιγμοί επί του πεδίου θα τους εξασφαλίσουν μια πιο ευνοϊκή θέση» στις –μη ορατές για την ώρα– διαπραγματεύσεις.
Αν και η υποχώρηση από τη Χερσώνα αποτέλεσε μια «ταπεινωτική» στιγμή για τον Πούτιν, για παράδειγμα, ο τελευταίος δεν φάνηκε έτοιμος να δώσει τέλος στον πόλεμο, ανέφερε.
Αλλωστε, οι ρωσικές δυνάμεις στην περιοχή αποσύρθηκαν στα ανατολικά του ποταμού Δνείπερου, σχηματίζοντας μια ισχυρότερη αμυντική γραμμή ουσιαστικά.
Μέρος των ανδρών που επιστρατεύτηκαν μετά την εντολή του ρώσου προέδρου τον Σεπτέμβριο εστάλη ήδη στα μέτωπα, έχοντας εκπαιδευτεί και εξοπλιστεί ελάχιστα, ωστόσο οι περισσότεροι δεν αποκλείεται να μείνουν πίσω προκειμένου να ριχτούν στις μάχες αργότερα, σε ένα νέο πιθανό νέο κύμα επίθεσης το 2023, έγραψε το περιοδικό.
Η Ουκρανία, από την πλευρά της, ελπίζει ότι θα διατηρήσει την τρέχουσα δυναμική της, όπως πρόσθεσε. Ο ουκρανικός στρατός συνέχιζε να λαμβάνει σημαντικές ενισχύσεις από τους εταίρους του αυτό το διάστημα, είτε πρόκειται για χιλιάδες νεοσύλλεκτους που εκπαιδεύτηκαν από τη Βρετανία και άλλες δυτικές χώρες είτε για όπλα.
Βέβαια, «τα αποθέματα της Δύσης σε όπλα και εξοπλισμό δεν είναι απεριόριστα. Ακόμη και οι πανίσχυρες ΗΠΑ ανησυχούν για την αποδυνάμωση των δικών τους στρατιωτικών δυνατοτήτων», έγραψε ο Economist.
Ωστόσο η Ρωσία φάνηκε να αντιμετωπίζει τις πλέον επείγουσες ελλείψεις: «Εχοντας εξαντλήσει το μεγαλύτερο μέρος των βομβών και των πυραύλων ακριβείας που διέθετε, δυσκολεύεται να τους αναπληρώσει λόγω των κυρώσεων και καταφεύγει στην προμήθεια όπλων από χώρες όπως το Ιράν και, ενδεχομένως, η Βόρεια Κορέα».
Σε αυτό το πλαίσιο, οι πιο ένθερμοι δυτικοί υποστηρικτές της Ουκρανίας πιστεύουν ότι, με τον καιρό, η Ουκρανία θα ισχυροποιείται, ενώ η Ρωσία θα αποδυναμώνεται, ανέφερε το έγκυρο περιοδικό.
Ο Πούτιν, πάλι, ελπίζει ότι ο «Στρατηγός Χειμώνας» θα ευνοήσει τον ίδιο «ροκανίζοντας» την ετοιμότητα της Δύσης να υποστηρίξει το Κίεβο –καθώς οι λογαριασμοί για τη θέρμανση στην Ευρώπη θα αυξάνονται– ή και αποδυναμώνοντας τη βούληση της Ουκρανίας να πολεμήσει, συμπλήρωσε.
Τι ζητούν –επισήμως– οι εμπλεκόμενοι στη σύρραξη
Προσφάτως ο Πούτιν ισχυρίστηκε ότι είναι έτοιμος να διαπραγματευτεί, αλλά ότι οι δυτικοί «αφέντες» της Ουκρανίας την εμποδίζουν να προσέλθει σε διάλογο και έθεσε ως σημείο εκκίνησης των συνομιλιών την αναγνώριση των εδαφών που κατέλαβε από την Ουκρανία ως ρωσικών.
«Οι εαρινές συζητήσεις ανάμεσα σε Κίεβο και Μόσχα διακόπηκαν αφότου η αποχώρηση των Ρώσων από τα περίχωρα της ουκρανικής πρωτεύουσας αποκάλυψε τις εκτεταμένες φρικαλεότητες που διέπραξαν κατά αμάχων», αν και την περασμένη εβδομάδα ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι επίσης δήλωσε ότι οι διαπραγματεύσεις θα μπορούσαν να εκκινήσουν εκ νέου, θύμισε ο Economist.
Οι όροι του; Η επιστροφή των ουκρανικών εδαφών, η καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων από τη Ρωσία και η ανάληψη των ευθυνών της για τα εγκλήματα πολέμου για τα οποία την κατηγορεί.
Η Δύση, με τη σειρά της, έχει υπάρξει ασαφής σχετικά με τους δικούς της στόχους: «Ο Τζο Μπάιντεν έχει κατά καιρούς αφήσει να εννοηθεί ότι επιθυμεί την απομάκρυνση του Πούτιν από την εξουσία. Καθόρισε τους στόχους του με μεγαλύτερη σαφήνεια σε ένα άρθρο του στους New York Times τον Μάιο, στο οποίο έγραψε για “μια δημοκρατική, ανεξάρτητη, κυρίαρχη και ευημερούσα Ουκρανία η οποία θα διαθέτει τα μέσα να αποτρέπει και να αμύνεται από περαιτέρω επιθετικότητα”. Η δήλωση αυτή αφήνει εκτός συζήτησης την αναγνώριση των ρωσικών κατακτήσεων από τις ΗΠΑ.
»Οι δυτικοί ηγέτες έχουν υποστηρίξει, γενικότερα, ότι εναπόκειται στην Ουκρανία να αποφασίσει το πώς θα κινηθεί και ότι στόχος τους είναι να ενισχύσουν τη διαπραγματευτική της δύναμη».
Στην πορεία οι σύμμαχοι της Ουκρανίας έγιναν πιο συγκεκριμένοι. Οι ηγέτες της G7 προσέφεραν «την πλήρη υποστήριξή τους στην ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και την κυριαρχία της Ουκρανίας» βάσει των «διεθνώς αναγνωρισμένων συνόρων της» και απαίτησαν από τη Ρωσία την «πλήρη και άνευ όρων απόσυρση της» από όλα τα ουκρανικά εδάφη, όπως ανέφερε κοινή δήλωσή τους στις 11 Οκτωβρίου.
Μεταξύ άλλων, δεσμεύτηκαν, δε, να βρουν τρόπους χρήσης των κατασχεθέντων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων για να χρηματοδοτήσουν την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας.
«Η δήλωση της G7 συνιστά μια απαίτηση για ολοκληρωτική παράδοση της Ρωσίας κατά βάση, η οποία δεν είναι αποτελεί μια εύλογη έκβαση διά της διπλωματικής οδού. Η διπλωματία εξ ορισμού περιλαμβάνει δούναι και λαβείν. Η υπογραφή μιας άλλης Συνθήκης των Βερσαλλιών δεν θα έπρεπε να βρίσκεται στις προσδοκίες» της Δύσης, σημείωσε σχετικά ο Σάμιουελ Σαράπ του αμερικανικού think tank RAND Corporation, αναφερόμενος στους τιμωρητικούς όρους που επιβλήθηκαν στη Γερμανία μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Δύση, η Ουκρανία και η Ρωσία θα πρέπει να αρχίσουν να συζητούν, ακόμη και με μόνη στόχευση το να θέσουν τα θεμέλια για ουσιαστικότερες διαπραγματεύσεις στο μέλλον, υποστήριξε.
Ουκρανία όπως Ισραήλ
Στο μεταξύ, ένα από τα σημεία που προβληματίζουν αφορά τη μορφή των μελλοντικών εγγυήσεων ασφαλείας της Δύσης για την Ουκρανία, οι οποίες «θα πρέπει να είναι ισχυρές, δεδομένου ότι η Ρωσία πιθανόν θα συνεχίσει να αποτελεί απειλή για την Ουκρανία, για όσο διάστημα ο Πούτιν είναι στην εξουσία, αν όχι και περισσότερο», τόνισε ο Economist.
«Αρκετές χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης ευνοούν την ταχεία ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, με το σκεπτικό ότι η συμμετοχή της χώρας στη Συμμαχία θα αποτρέψει την όποια ρωσική επιθετικότητα μεταπολεμικά. Παρ’ όλες τις πυρηνικές και άλλες απειλές της, η Μόσχα δεν έχει χτυπήσει ανοιχτά έδαφος του ΝΑΤΟ. Την ίδια στιγμή, όμως, η κυβέρνηση Μπάιντεν, καθώς και χώρες της Δυτικής Ευρώπης εκφράζουν επιφυλάξεις για το κατά πόσο η επέκταση της βορειοατλαντικής αμυντικής ομπρέλας σε μία χώρα η οποία βρίσκεται σε τροχιά σύγκρουσης, λανθάνουσα ή μη, με τη Ρωσία, αποτελεί συνετή κίνηση», συνέχισε το περιοδικό.
Ετσι, η συζήτηση για τις εγγυήσεις ασφαλείας, η οποία είναι εκ των πραγμάτων είναι συνδεδεμένη με τη λοιπή συζήτηση για τους όρους μιας ειρηνευτικής συμφωνίας «στράφηκε σε προσωρινές ή εναλλακτικές λύσεις».
Μια τέτοια πρόταση αφορά ένα «Σύμφωνο για την Ασφάλεια του Κιέβου», το οποίο θα αποτελεί μια συνθήκη αμοιβαίας άμυνας προβλέποντας, παράλληλα, την παροχή βοήθειας στο Κίεβο για ζητήματα ασφαλείας.
Εχοντας ως πρότυπο τη δυτική υποστήριξη προς το Ισραήλ, στην οποία έχει αναφερθεί και ο ουκρανός πρόεδρος, το σύμφωνο αυτό –το οποίο ορισμένοι Ουκρανοί απέρριψαν ως «προδοσία»– θα ενίσχυε τις ένοπλες δυνάμεις της Ουκρανίας μετατρέποντας την τρέχουσα ad hoc υποστήριξη της σε συστηματική, μακροπρόθεσμη δέσμευση.
Βάσει αυτού, οι εταίροι της Ουκρανίας θα υπόσχονταν επενδύσεις «πολλών δεκαετιών» στην αμυντική βιομηχανία της χώρας, μαζικές μεταφορές όπλων, εκπαίδευση, κοινές ασκήσεις και υποστήριξη των εγχώριων υπηρεσιών πληροφοριών.
Η συνθήκη αυτή δεν θα απαιτούσε ούτε τη συναίνεση της Ρωσίας ούτε την ουδετερότητα της Ουκρανίας και δεν θα απέκλειε την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ.
Στην εξίσωση και οι πυρηνικές απειλές
Σε κάθε περίπτωση, «η διάρκεια του πολέμου εξαρτάται κυρίως από τον Πούτιν», ο οποίος «παρότι βρίσκεται σε δύσκολη θέση, τόσο στην Ουκρανία όσο και στο εσωτερικό», δεν φείδεται επιλογών για να επιδιώξει τους στόχους του.
«Ο ισχυρός άνδρας του Κρεμλίνου θα μπορούσε να κινητοποιήσει ακόμη περισσότερους στρατιώτες, καθώς και μεγαλύτερο τμήμα της ρωσικής αεροπορίας, να σαμποτάρει περαιτέρω το ενεργειακό δίκτυο της Ευρώπης, να διεξαγάγει μεγαλύτερες κυβερνοεπιθέσεις, να εντείνει τις εκστρατείες παραπληροφόρησης, να βομβαρδίσει τα πλοία που μεταφέρουν σιτηρά από την Ουκρανία ή και να χρησιμοποιήσει –τελικά– πυρηνικά όπλα».
Ολα αυτά, ωστόσο, θα είχαν βαρύ κόστος, αποδυναμώνοντας περισσότερο τη χώρα-«παρία», η οποία θα είχε να αντιμετωπίσει σκληρά αντίποινα, όπως και τον ίδιο τον ρώσο πρόεδρο.
Ουσιαστικά, «το διακύβευμα είναι μεγαλύτερο για τον Πούτιν παρά για τη Δύση». «Αλλά είναι ακόμη μεγαλύτερο για τους Ουκρανούς, πολλοί από τους οποίους δεν εμπιστεύονται ούτε την ίδια την ιδέα των διαπραγματεύσεων με τη Ρωσία και βλέπουν τη στρατιωτική νίκη ως τη μόνη τους επιλογή –ακόμα κι αν χρειάζονται χρόνια για να την καταφέρουν. Η Ουκρανία εκτιμά ότι όσο περισσότερη γη μπορεί να ανακτήσει τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να απαλλαγεί από τον Πούτιν.
»Ωστόσο, η ίδια προοπτική ανησυχεί πολλούς στη Δύση: η κατατρόπωση του ρωσικού στρατού μπορεί να είναι αυτή που θα ωθήσει τον Πούτιν να κάνει χρήση των πυρηνικών. Αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο το επιτελείο του Μπάιντεν έχει σταματήσει, εδώ και καιρό, να μιλά για βοήθεια στην Ουκρανία με σκοπό να “νικήσει”», ανέφερε το περιοδικό.
Και προειδοποίησε: «Οι ΗΠΑ ενδέχεται να προσπαθήσουν να περιορίσουν τις φιλοδοξίες της Ουκρανίας, όπως έχουν κάνει συχνά με την περίπτωση του Ισραήλ. Δεν θα χρειαζόταν μάλιστα να προβούν σε ανακοινώσεις: θα μπορούσαν απλώς να αποσυρθούν από την αποστολή όπλων που χρειάζεται η Ουκρανία, όπως έχουν ήδη κάνει σε κάποιο βαθμό. Οι ΗΠΑ έχουν αρνηθεί να παραδώσουν δυτικά αεροσκάφη, πυραύλους αεράμυνας Patriot και πυραύλους μεγαλύτερης εμβέλειας, από φόβο μήπως ωθήσουν τη Ρωσία να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα».
Κλείνοντας την ανάλυσή του, ο Economist συνόψισε: «Η μοίρα της Ουκρανίας δεν εξαρτάται μόνο από τη γενναιότητα των στρατιωτών της ή τις αντοχές του λαού της, αλλά και από εξωτερικούς παράγοντες που δεν μπορεί να ελέγξει: από τις ανεξιχνίαστες βλέψεις του δεσποτικού αρχηγού της Ρωσίας και από το σθένος των φίλων της. Τα οφέλη από τον πόλεμο είναι ήδη ξεκάθαρα για τη Δύση: Η Ρωσία έχει αποδυναμωθεί πάρα πολύ, γεγονός που καθιστά την άμυνα της ευρωπαϊκής πλευράς (του ευρωατλαντικού άξονα) πολύ πιο εύκολη υπόθεση. Για την Ουκρανία, η οποία έχει υποστεί φρικτές απώλειες, η θετική έκβαση φαίνεται πολύ λιγότερη βέβαιη».