Ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Standard & Poor’s έδωσε την επενδυτική βαθμίδα στα ελληνικά ομόλογα την Παρασκευή το βράδυ, αναβαθμίζοντας το αξιόχρεό τους σε ΒΒΒ-, από ΒΒ+, με σταθερές προοπτικές, σε μία εξέλιξη από το πεδίο της οικονομίας ορόσημο, όπως τη χαρακτήρισε ο Πρωθυπουργός. Ο αρμόδιος υπουργός, Κωστής Χατζηδάκης, από την πλευρά του, αναφέρθηκε στο σκεπτικό του οίκου κάνοντας λόγο για μία έκθεση «παραπάνω από θετική» για την ελληνική οικονομία αλλά και για ένα «ιστορικό παράθυρο ευκαιρίας» για τη χώρα.
Πρόκειται για τον δεύτερο από τους τέσσερις μεγάλους οίκους αξιολόγησης, τους οποίους λαμβάνει υπόψη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), που προχώρησε στην κίνηση αυτή, καθώς είχε προηγηθεί στις 8 Σεπτεμβρίου η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από τον καναδικό οίκο DBRS.
Στην ανακοίνωσή του, ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης S&P έκανε λόγο για βελτίωση των δημόσιων οικονομικών της Ελλάδας χάρη στις προσπάθειες δημοσιονομικής προσαρμογής, ενώ σημείωσε ότι έγινε σημαντική πρόοδος στην αντιμετώπιση των οικονομικών και δημοσιονομικών ανισορροπιών της Ελλάδας μετά την κρίση χρέους της περιόδου 2009-2015.
«Αναμένουμε ότι οι πρόσθετες διαρθρωτικές οικονομικές και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις, σε συνδυασμό με τους μεγάλους πόρους από την ΕΕ, θα στηρίξουν μία ισχυρή οικονομική ανάπτυξη την περίοδο 2023-2026 και θα εμπεδώσουν τη συνεχιζόμενη μείωση του δημόσιου χρέους», προσέθεσε ο οίκος.
Και αν η Ελλάδα έχει εξασφαλίσει ήδη με την αναβάθμιση από τον DBRS την ένταξη των ομολόγων της στα προγράμματα αγορών τίτλων από την ΕΚΤ (QE), χωρίς να χρειάζεται κατ’ εξαίρεση έγκριση, με την αναβάθμιση από τον S&P ανοίγει ο δρόμος για να μπουν τα ελληνικά ομόλογα στα ραντάρ μεγάλων θεσμικών επενδυτών, όπως συνταξιοδοτικών ταμείων και αμοιβαίων κεφαλαίων, μετέδωσε το ΑΠΕ ΜΠΕ.
Οι θεσμικοί αυτοί επενδυτές αγοράζουν τίτλους που έχουν επενδυτική διαβάθμιση από δύο από τους τρεις μεγάλους αμερικανικούς οίκους αξιολόγησης –τον S&P, τον Fitch και τον Moody’s.
Επομένως, με μία πιθανή αναβάθμιση και από τον Fitch την 1η Δεκεμβρίου, ο οποίος σήμερα αξιολογεί την Ελλάδα ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου θα αποκτήσουν μία πολύ ευρύτερη από τη σημερινή βάση μακροχρόνιων επενδυτών, κατά την ίδια πηγή.
Οσον αφορά τον Moody’s, μετά τη διπλή αναβάθμιση της Ελλάδας στις 15 Σεπτεμβρίου, είναι πιθανό να δώσει και αυτός την επενδυτική βαθμίδα στην επόμενη αξιολόγησή του.
Χατζηδάκης: Παραπάνω από θετική η έκθεση της S&P
Η έκθεση της S&P είναι παραπάνω από θετική, σχολίασε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, λίγη ώρα αφού έγινε γνωστή η είδηση της αναβάθμισης της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα από τον συγκεκριμένο οίκο αξιολόγησης.
Επισήμανε πως «η χώρα είναι μπροστά σε ένα ιστορικό παράθυρο ευκαιρίας καθώς συνδυάζονται το σωστό μείγμα οικονομικής πολιτικής με την πολιτική σταθερότητα. Και είναι πατριωτικό μας καθήκον να αξιοποιήσουμε την ευκαιρία και να προχωρήσουμε μπροστά προς όφελος όλων των Ελλήνων, ιδιαίτερα δε των ασθενέστερων» και πρόσθεσε ότι «η χώρα είναι και θα παραμείνει προσανατολισμένη στην πολιτική της δημοσιονομικής σοβαρότητας».
Συγκεκριμένα, ο υπουργός δήλωσε τα εξής:
«Η S&P είναι ο τέταρτος κατά σειρά οίκος αξιολόγησης και ο δεύτερος αναγνωρισμένος από την ΕΚΤ που αποδίδει τους τελευταίους μήνες επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα μετά από 13 χρόνια. Η ίδια η έκθεση της S&P είναι παραπάνω από θετική και τόσο εύγλωττη που προσωπικά δεν έχω τίποτε να προσθέσω. Ας τη διαβάσουν όσοι κατ’ εξακολούθηση προσπαθούν να υποτιμήσουν τις προσπάθειες και τα αποτελέσματα της κυβερνητικής πολιτικής στην οικονομία.
Η χώρα είναι μπροστά σε ένα ιστορικό παράθυρο ευκαιρίας καθώς συνδυάζονται το σωστό μείγμα οικονομικής πολιτικής με την πολιτική σταθερότητα. Και είναι πατριωτικό μας καθήκον να αξιοποιήσουμε την ευκαιρία και να προχωρήσουμε μπροστά προς όφελος όλων των Ελλήνων, ιδιαίτερα δε των ασθενέστερων.
Οπως υπογράμμισα πρόσφατα και στο ECOFIN, η Ελλάδα ανεξάρτητα από την έκβαση των διαπραγματεύσεων που είναι σε εξέλιξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση για τους νέους κανόνες δημοσιονομικής σταθερότητας, είναι και θα παραμείνει προσανατολισμένη στην πολιτική της δημοσιονομικής σοβαρότητας. Πολιτική που αποτελεί τη μοναδική σταθερή βάση για την διατήρηση της αξιοπιστίας της χώρας στις διεθνείς αγορές, την προσέλκυση επενδύσεων και την διατηρήσιμη ανάπτυξη».
Το σκεπτικό για την αναβάθμιση
Οπως ανέφερε το ΥΠΟΙΚ, η S&P υπογραμμίζει στη σχετική της έκθεση πως αποδίδει στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα επειδή συντρέχουν οι ακόλουθοι παράγοντες:
- Η σημαντική δημοσιονομική εξυγίανση που έχει επιτευχθεί, η οποία υποστηρίζεται από ταχεία ανάκαμψη της οικονομίας και έχει σαν αποτέλεσμα, η ελληνική κυβέρνηση να υπερκαλύπτει τους δημοσιονομικούς στόχους που η ίδια θέτει.
- Η καθαρή εντολή που έλαβε η Νέα Δημοκρατία στις εκλογές, η οποία επιτρέπει στην κυβέρνηση να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις.
- Η συνεχιζόμενη μείωση του δημοσίου χρέους το οποίο σύμφωνα με την S&P αναμένεται να διαμορφωθεί στο 145% του ΑΕΠ το 2023 και στο 138% το 2026, έναντι 189% του ΑΕΠ το 2020. Ο οίκος σημειώνει ακόμη ότι ενώ το χρέος παραμένει υψηλό, «το προφίλ του είναι ένα από τα πιο ευνοϊκά από όλα τα κράτη που αξιολογούμε καθώς η μέση σταθμισμένη διάρκεια του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης ήταν 17,2 έτη στο τέλος Ιουνίου 2023 και οι πληρωμές τόκων αντιστοιχούν σε σχετικά χαμηλό (5,6%) ποσοστό των εσόδων της γενικής κυβέρνησης».
Στην έκθεση επισημαίνεται, επίσης πως «η ανάκαμψη από την κρίση χρέους και στη συνέχεια από την πανδημία COVID-19 ενίσχυσε την αύξηση των επενδύσεων και την εμπιστοσύνη στην οικονομία. Η ταχεία ψηφιοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών οδήγησε σε σημαντική πρόοδο στη μείωση της φοροδιαφυγής και σε βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα. Οι ισχυρές επιδόσεις του τουρισμού, της ναυτιλίας και της μεταποίησης τα τελευταία χρόνια, παράλληλα με την πρόοδο στην πώληση και διευθέτηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ώθησαν σε πρόσθετες επενδύσεις».
Η έκθεση στάθηκε, ακόμη, στο υψηλότερο ποσοστό ανάπτυξης της Ελλάδας σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ, παρά τις επιπτώσεις των φυσικών καταστροφών. Και αυτό λόγω των επιδόσεων-ρεκόρ στον τουρισμό, της αύξησης των επενδύσεων, της μείωσης της ανεργίας και της βελτίωσης της χρηματοδότησης της οικονομίας, όπως σημείωσε.
Τέλος, ο οίκος παρατήρησε ότι ο πληθωρισμός αρχίζει να εξομαλύνεται, βαδίζοντας προς τον στόχο της ΕΚΤ για επίπεδα κάτω του 2%.