Αν κάτι μπορεί να πιστώσει κανείς στην απερχόμενη κυβέρνηση με βεβαιότητα είναι η αποκατάσταση του επενδυτικού κλίματος και η διαρκής προσπάθεια προσέλκυσης ξένων επενδύσεων που κατά κοινή ομολογία απέδωσε καρπούς.
Αυτό άλλωστε μαρτυρούν οι αριθμοί.
Σύμφωνα με τους εθνικούς λογαριασμούς της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), τα τρία τελευταία χρόνια οι επενδύσεις παγίων στην ελληνική οικονομία βρίσκονται σε φάση ανάκαμψης, στοιχείο σημαντικό για τη διεύρυνση των παραγωγικών δυνατοτήτων, την ενίσχυση της παραγωγικότητας και των πραγματικών μισθών.
Μετά από μια οκταετία από το 2012 έως και το 2019, διάστημα στο οποίο οι επενδύσεις παγίων κυμαίνονταν κατά μέσο όρο στο 11,1% του ονομαστικού ΑΕΠ, το 2022 διαμορφώθηκαν στο 13,7% του ΑΕΠ, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 28,5 δισεκατομμύρια ευρώ.
Κατ΄ ουσίαν είναι το υψηλότερο σημείο που έφτασαν οι επενδύσεις στην πραγματική οικονομία από την αρχή των μνημονίων μέχρι τώρα.
Παράλληλα, το 2022 σημειώθηκε και ρεκόρ άμεσων ξένων επενδύσεων που κατευθύνθηκαν σε ποσοστό 90% σε εξαγορές μετοχών, επιχειρήσεων και ακινήτων και λειτούργησαν συμπληρωματικά στη διαμόρφωση του θετικού επενδυτικού κλίματος στη χώρα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι (καθαρές) εισροές Ξένων Άμεσων Επενδύσεων στην Ελλάδα το 2022, ξεπέρασαν τα 7,2 δισ. ευρώ, έναντι 5,3 δισ. ευρώ το 2021.
Κι όμως ακόμη και αυτή προσπάθεια, αποδεικνύεται ότι δεν επαρκεί για να διατηρήσει σε ανταγωνιστικά επίπεδα την πραγματική οικονομία και να καλύψει το επενδυτικό κενό που είχε δημιουργηθεί μέχρι το 2019.
Για να εξηγούμαστε…
Σύμφωνα με τις μελέτες των τραπεζών που σηκώνουν παράλληλα το μεγάλο βάρος της χρηματοδότησης της οικονομίας και των επενδυτικών σχεδίων που έχει ανάγκη η χώρα, η επίδοση της τελευταίας τριετίας δεν κάλυψε το επενδυτικό κενό της χώρας καθώς και το 2022 (για 13η συνεχόμενη χρονιά) οι επενδύσεις υπολείπονταν των αποσβέσεων παγίων με αποτέλεσμα την περαιτέρω μείωση του κεφαλαιακού αποθέματος της οικονομίας (2010-2022 απώλειες 101,1 δισ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές).
Σε σύγκριση με το 2019 ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου κατέγραψε αύξηση κατά 45,5% σε τρέχουσες τιμές (+8,9 δισ. ευρώ).
Αξίζει να σημειώσουμε ότι η κατηγορία του μηχανολογικού εξοπλισμού και οπλικών συστημάτων συνεισέφερε το 34,5% (3,1 δισ. ευρώ) της προαναφερθείσας αύξησης και ακολούθησαν οι κατηγορίες των άλλων κατασκευών με 26,6% (2,4 δισ.), των κατοικιών με 21,2% (1,9 δισ.), του εξοπλισμού τεχνολογίας πληροφορικής και επικοινωνίας με 4,2% (0,4 δισ.) και του μεταφορικού εξοπλισμού με 3,7% (0,3 δισ.).
Οπως επισημαίνουν οι αναλυτές, οι επενδύσεις είναι σημαντικό να στραφούν και να αυξηθούν σε εξωστρεφείς ιδιωτικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας όπως η βιομηχανία μετάλλων, τροφίμων, ποτών και φαρμάκων, ΑΠΕ και τεχνολογίας αλλά και σε τομείς του δημόσιου τομέα με υψηλό βαθμό θετικών εξωτερικών οικονομιών (π.χ. υποδομές).
Αλλαγή κλίματος και πολιτική σταθερότητα
Κομβικό ρόλο για την αύξηση των επενδύσεων έπαιξε η αλλαγή κλίματος από το 2019, η εμπέδωση πολιτικής σταθερότητας και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης που οδήγησε και στην αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων. Σύμφωνα με τους τριμηνιαίους εθνικούς λογαριασμούς η συνολική αποταμίευση στην Ελλάδα το 2022 ανήλθε στα 23 δισ. ευρώ (σ.σ. οι συνολικές καταθέσεις ξεπέρασαν τα 195 δισ. ευρώ). Μέσω αυτών των αποταμιευτικών πόρων χρηματοδοτήθηκαν μικρά και μεγάλα επενδυτικά προγράμματα ενώ ένας σημαντικός αριθμός επενδυτικών σχεδίων εξακολουθεί να χρηματοδοτείται κυρίως από εξωτερικό δανεισμό, στοιχείο που αντανακλάται στην αύξηση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών.
Πλέον οι συνθήκες έχουν αλλάξει καθώς η παγκόσμια οικονομία έχει εισέλθει σε μια περίοδο υψηλών επιτοκίων που αναμένεται να επηρεάσουν την κατανάλωση αλλά, το κυριότερο, να αυξήσουν το κόστος χρηματοδότησης των νέων επενδύσεων.
Σε αυτή τη συγκυρία το ευτύχημα για την Ελλάδα είναι ότι έχει εξασφαλισμένους πόρους 70 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης (32 δισ. ευρώ), το Εθνικό Σχέδιο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΣΠΑ) που ξεκίνησε (27 δισ. ευρώ) καθώς και επιδοτήσεις από την Κοινή Αγροτική Πολιτική (9-10 δισ. ευρώ).
Ολες αυτές οι πηγές χρηματοδότησης θα τρέξουν παράλληλα μέχρι το 2027 καθώς οι ευρωπαϊκές πολιτικές στοχεύουν στην επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης των οικονομιών.
Το ερώτημα για την Ελλάδα που ναι μεν διαθέτει τα κεφάλαια (και είναι πολλά) είναι ποιος θα τα διαχειριστεί την επόμενη ημέρα των εκλογών. Κι αυτό είναι κρίσιμο τόσο για τις επιχειρήσεις, όσο και για τους εργαζόμενους καθώς μόνο με την υλοποίηση νέων επενδυτικών σχεδίων θα δημιουργηθούν και νέες θέσεις εργασίας.
Στην παρούσα φάση του οικονομικού κύκλου το πιο πολύτιμο εργαλείο ίσως είναι τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης που είναι επιδοτούμενα και χαμηλότερα από τα τρέχοντα επιτόκια της αγοράς:
Σε αναμονή επενδυτικά σχέδια 12,3 δισ. ευρώ
Σύμφωνα με τον τελευταίο απολογισμό του υπουργείου Οικονομικών μέχρι σήμερα ο συνολικός προϋπολογισμός των 392 επενδυτικών σχεδίων που έχουν υποβληθεί, στο δανειακό σκέλος του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0» ανέρχεται σε 12,3 δισ. ευρώ.
Από τα 12,3 δισ. ευρώ, 5,1 δισ. ευρώ είναι δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης, 4,1 δισ. ευρώ είναι κεφάλαια που έχουν διαθέσει οι συνεργαζόμενες τράπεζες και σε 3,12 δισ. ευρώ αντιστοιχεί η ίδια συμμετοχή των επενδυτών.
Τα επενδυτικά σχέδια που έχουν υποβληθεί αφορούν σε διαφορετικούς κλάδους της οικονομίας. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται ο πρωτογενής τομέας, η βιομηχανία, το λιανικό εμπόριο, οι ηλεκτροπαραγωγικές επενδύσεις – ΑΠΕ, οι τηλεπικοινωνίες, ο τουρισμός και οι υπηρεσίες.
Οι 136 δανειακές συμβάσεις, που έχουν, ήδη, υπογραφεί στο πλαίσιο του «Ελλάδα 2.0» έχουν συνολικό προϋπολογισμό 5,74 δισ. ευρώ (δάνεια ΤΑΑ: 2,34 δισ. ευρώ, κεφάλαια τραπεζών: 1,99 δισ. ευρώ και ίδια κεφάλαια: 1,41 δισ. ευρώ).
Για τις παραπάνω δανειακές συμβάσεις, το μεσοσταθμικό επιτόκιο διαμορφώνεται σε 1,9% και η μέση διάρκεια αποπληρωμής των δανείων σε 12 έτη.
Αξίζει να επισημανθεί πως από τις 392 επενδυτικές προτάσεις που έχουν κατατεθεί οι 236 προέρχονται από πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ), με το συνολικό προϋπολογισμό τους να διαμορφώνεται στα 2,75 δισ. ευρώ.
Τα δάνεια του ΤΑΑ χορηγούνται με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους (επιτόκιο δανεισμού, σταθερό 0,35% για πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις και 1% για μεσαίες και μεγάλες).
Τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι, πράγματι, το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί το μεγαλύτερο αναπτυξιακό εργαλείο που είχε ποτέ η χώρα.