Για τα δεδομένα και την παροιμιώδη πολιτική αγοραφοβία του Κώστα Αλ. Καραμανλή είναι ένα γεγονός μεγάλης σημασίας: ο πρώην Πρωθυπουργός και πρώην πρόεδρος της ΝΔ εμφανίστηκε τη Δευτέρα σε εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη, με αφορμή την παρουσίαση ενός ιστορικού βιβλίου του οποίου έχει γράψει τον πρόλογο, και έδωσε μια ομιλία. Τίτλος του βιβλίου «Γιαβόλ! Αίμα, λήθη και υποτέλεια – Η άγνωστη ελληνογερμανική ιστορία» (εκδ. Πεδίο), του συγγραφέα Γιώργου Χαρβαλιά, που ασχολήθηκε και αυτός με το δημοφιλές θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων.
Ηταν η πρώτη δημόσια ομιλία του κ. Καραμανλή μετά την αποχώρησή του από τη Βουλή –ως γνωστόν ο πρώην Πρωθυπουργός είχε ανακοινώσει ότι τερματίζει την κοινοβουλευτική του διαδρομή τον περασμένο Φεβρουάριο και έκτοτε είχε ασχοληθεί με έναν συνεταιρισμό καπνοπαραγωγών της Θράκης.
Ο κ. Καραμανλής μπήκε στην αίθουσα της παρουσίασης και καταχειροκροτήθηκε, έσπευσε δε να καθήσει ανάμεσα στον περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας Απόστολο Τζιτζικώστα και στον απερχόμενο δήμαρχο Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνο Ζέρβα. Και έπειτα ανέλαβε να χαράξει τη δική του πολιτική γραμμή σχετικά με τα ελληνοτουρκικά.
Ο πρώην Πρωθυπουργός (2004-2009) αναφέρθηκε βέβαια και στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ασκώντας κριτική ότι σε μία «διαρκώς επιδεινούμενη συγκυρία» περιορίζεται «σε ρόλο κομπάρσου» καθώς «δυσκολεύεται ή και αποφεύγει δυστυχώς να πάρει αποφάσεις». Και αναφέρθηκε στον πόλεμο στο Ισραήλ: αφού μίλησε για το αναφαίρετο δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα, έθεσε ως προτεραιότητα τη διακοπή των ισραηλινών εποικισμών με κύριο στόχο «την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους». Τούτο, είπε, «δεν είναι απλό, αλλά επείγει, αν δεν θέλουμε να δούμε στην ευρύτερη γειτονιά της Ευρώπης και ένα δεύτερο γενικευμένο πόλεμο»…
Κατ’ ουσίαν όμως, η ομιλία του κ. Καραμανλή μίλησε κυρίως για τις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας, για τις οποίες έστειλε, όπως αναφέρουν διάφοροι κύκλοι, «πολλά μηνύματα»».
Είπε, λοιπόν, ότι όπως καταδικάζεται η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αντίστοιχα θα έπρεπε να γίνεται και με την Τουρκία που «έχει εδώ και μισό αιώνα εισβάλει και παρανόμως κατέχει σχεδόν το ήμισυ του εδάφους ευρωπαϊκής χώρας», ενώ «ταυτόχρονα απειλεί με πόλεμο άλλη ευρωπαϊκή χώρα σε περίπτωση που η τελευταία ασκήσει τα από το Διεθνές Δίκαιο απορρέοντα δικαιώματά της».
Κατά τον κ. Καραμανλή, η Τουρκία έχει στόχο τη «ριζική ανατροπή του status quo» και τη «διασφάλιση ηγεμονικού ρόλου στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής».
Σε αυτό το πλαίσιο «σφάλλουν σύμμαχοι και εταίροι, ή ακόμα χειρότερα εν επιγνώσει τους υποκρίνονται, όταν στο όνομα της συγκράτησης της Τουρκίας στο δυτικό στρατόπεδο, υποχωρούν στις απαιτήσεις της», προειδοποίησε με έμφαση ο κ. Καραμανλής και καυτηρίασε το γεγονός ότι ασκούνται συστάσεις και πιέσεις «προς την Ελλάδα και την Κύπρο να υποκύψουν στις αξιώσεις της», κάτι που παραβιάζει το Διεθνές Δίκαιο, το ευρωπαϊκό κεκτημένο και την αρχή της αλληλεγγύης μεταξύ κρατών-μελών της ΕΕ.
Ο κ. Καραμανλής προειδοποίησε επίσης με νόημα ότι «πλάνες και αυταπάτες στα εθνικά θέματα ούτε επιτρέπονται ούτε συγχωρούνται» –μια θέση που μπορεί να ερμηνευτεί και ως προειδοποίηση προς την κυβέρνηση της ΝΔ, η οποία έχει μπει σε μια τροχιά συνεννόησης με την Αγκυρα. Ο ίδιος εξάλλου είπε πως «προς την Τουρκία, αλλά και όσους ευνοούν μια συμβιβαστική λύση-πακέτο επί όλων των θεμάτων που μονομερώς έχει αυτή εγείρει, οι καθαρές εξηγήσεις και η αποφασιστικότητα είναι η μόνη ενδεδειγμένη απάντηση».
Επανέλαβε δε ότι η μοναδική διαφορά της Ελλάδας με την Τουρκία είναι «η οριοθέτηση της ΑΟΖ και συνακόλουθα της υφαλοκρηπίδας, που επιλύεται σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο».
Ο κ. Καραμανλής αναφέρθηκε και στο θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, λέγοντας πως «το αυτονόητο δικαίωμα αμυντικής θωράκισης των νησιών έναντι εμφανούς απειλής δεν είναι αντικείμενα διαπραγμάτευσης, συμβιβασμού ή υποχώρησης», καταλήγοντας πως «υποχωρήσεις σε ηγεμονικές βλέψεις και παροτρύνσεις τρίτων ή ασαφή μηνύματα που ενδέχεται να εκληφθούν ως διάθεση ενδοτικότητας, απλώς θαμπώνουν την πραγματικότητα και οδηγούν σε μεγαλύτερη ένταση ή και ανοιχτή κρίση. Ο κατευνασμός υπήρξε κατά κανόνα ο προθάλαμος των συγκρούσεων».
Αναλυτικά η ομιλία του κ. Καραμανλή:
Το βιβλίο του Γιώργου Χαρβαλιά συνιστά μια πραγματική αναγνωστική πρόκληση. Από την πρώτη σελίδα μέχρι την τελευταία απορροφά τον αναγνώστη, κεντρίζει το ενδιαφέρον του, εξάπτει την περιέργειά του, του αποκαλύπτει άγνωστες αλλά καίριες πτυχές της ευρωπαϊκής ιστορίας των δύο τελευταίων αιώνων. Με ματιά διεισδυτική και γλώσσα – λεπίδι απλώνει στο χαρτί στοιχεία και πληροφορίες που σχολαστικά και με πολύ κόπο συνέλεξε από πηγές γνωστές και, ακόμα σπουδαιότερο, αδημοσίευτες ή λησμονημένες. Ο Χαρβαλιάς δεν παριστάνει τον επιτήδειο ουδέτερο, δεν συμβιβάζεται με στρογγυλεμένες διατυπώσεις, απορρίπτει τους διπλωματικούς εξωραϊσμούς. Παραθέτει το προϊόν της έρευνας και του μόχθου του, παίρνει θέση, λέει τα πράγματα όπως τα πιστεύει. Κάτα τούτο, άσχετα αν συμφωνεί ή όχι κανείς με τις απόψεις του, σίγουρα βγαίνει σοφότερος και πιο προβληματισμένος.
Κυρίες και κύριοι,
Ενα από τα μεγάλα θέματα που εγείρονται στο βιβλίο, κρισιμότατο από ελληνική ειδικά σκοπιά, είναι το ζήτημα του κατοχικού δανείου και των οφειλόμενων αποζημιώσεων από τη ναζιστική κατοχή και θηριωδία. Η Ελλάδα και στα δύο σκέλη έχει αξιώσεις όχι μόνο με ηθικό έρεισμα, αλλά πρωτίστως με ξεκάθαρη νομική τεκμηρίωση. Η αποπληρωμή του κατοχικού δανείου, που συνήφθη αναγκαστικώς, δεν παραγράφηκε ποτέ και η Ελλάδα δεν παραιτήθηκε ποτέ από αυτήν. Αλλά και οι αποζημιώσεις για τα ανθρώπινα θύματα και τις υλικές καταστροφές από τα στρατεύματα κατοχής ούτε παρεγράφησαν ούτε χαρίσθηκαν.
Μετατέθηκαν μόνο για την εποχή που η Γερμανία θα διέθετε την πολιτειακή υπόσταση που θα της επέτρεπε την ανάληψη αυτών των υποχρεώσεων, κάτι που έγινε με την ενοποίησή της το 1990. Κανένα νομικό κείμενο δεν την απάλλαξε από αυτές τις υποχρεώσεις της, τις οποίες άλλωστε είχε αναγνωρίσει ήδη από το 1965 επισήμως ο τότε καγκελάριος Ludwig Erhart. Και πολύ πρόσφατα το 2019 με γνωμοδότησή της η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Εμπειρογνωμόνων του γερμανικού Κοινοβουλίου αναγνώρισε ότι δεν τίθεται θέμα παραίτησης ή παραγραφής των ελληνικών αξιώσεων και προέτρεψε τη Γερμανία να αποδεχθεί την προσφυγή Ελλάδας και Γερμανίας στο αρμόδιο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Οπως έχει υπογραμμίσει ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος «οι ελληνικές αξιώσεις, από τις οποίες ουδέποτε και καθ’ οιονδήποτε τρόπο έχουμε παραιτηθεί, είναι πάντα νομικώς ενεργές και δικαστικώς επιδιώξιμες. Η θέση αυτή είναι, κυριολεκτικώς, εθνική και κατά συνέπεια αδιαπραγμάτευτη».
Κυρίες και κύριοι,
Η εποχή που διανύουμε χαρακτηρίζεται από ολοένα αυξανόμενη αστάθεια και ρευστότητα. Οι διεθνείς ανταγωνισμοί οξύνονται, πολεμικές συγκρούσεις ξεσπούν στην ευρύτερη γειτονιά μας, η ένταση στη διεθνή σκηνή αυξάνεται, οι σταθερές του ψυχροπολεμικού διπολισμού, αλλά και μετά της αδιαφιλονίκητης ηγεμονίας των ΗΠΑ έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Αντίθετα βλέπουμε όλο και περισσότερα κράτη να προβάλλουν απαιτήσεις, ακόμα και εδαφικές, να διεκδικούν μεγαλύτερο ρόλο, να αμφισβητούν συνθήκες και συμφωνίες.
Σε αυτή τη δύσκολη και μάλλον διαρκώς επιδεινούμενη συγκυρία, ο ρόλος της Ευρώπης θα μπορούσε και θα έπρεπε να είναι κομβικός. Δυστυχώς, όμως, άλλη είναι η οδυνηρή πραγματικότητα. Η Ευρώπη, παρά τις δυνατότητες και τη δυνητική επιρροή της περιορίζεται σε ρόλο κομπάρσου. Δυσκολεύεται ή και αποφεύγει δυστυχώς, να πάρει αποφάσεις, η παρέμβασή της στο διεθνές στερέωμα είναι αναιμική, η προοπτική της ενοποίησής της, που με ενθουσιασμό προσδοκούσαμε πολλοί, μοιάζει χαμένο όνειρο.
Οι άκαιρες, διαδοχικές, και χωρίς την απαραίτητη προηγούμενη θεσμική εμβάθυνση διευρύνσεις της με διαρκώς νέα μέλη διάβρωσαν την ομοιογένειά της. Αντί συνόλου με κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική και σφριγηλή παρουσία στη διεθνή σκηνή, την οδήγησαν σε εικόνα μωσαϊκού ετερόκλητων στοχεύσεων και συμφερόντων. Ακόμα και το μεγάλο ευρωπαϊκό επίτευγμα των περασμένων δεκαετιών της κοινωνικής συνοχής, της βελτίωσης του επιπέδου ζωής των πολιτών της, συνεπώς και της πολιτικής ομαλότητας και σταθερότητας έχει τεθεί σε αμφιβολία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η χρηματοπιστωτική κρίση που ξέσπασε από το 2008 και μετά. Αντί η Ε.Ε. να αναζητήσει κοινή πολιτική διαχείρισης της παγκόσμιας κρίσης, πολιτική που θα επέτρεπε την αμοιβαιοποίηση των κινδύνων μέσω κοινού δανεισμού αλλά και την άμβλυνση των περιφερειακών ανισοτήτων με τη μεταφορά πόρων από τον πλεονασματικό Βορρά στον ελλειμματικό Νότο, έγινε ακριβώς το αντίθετο. Οι εύρωστες οικονομίες του Βορρά, με προεξάρχουσα τη Γερμανία επέβαλαν μια άκρως αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία, προτάσσοντας το στενό άμεσο εθνικό συμφέρον έναντι του πραγματικού ορθολογισμού των κοινών ευρωπαϊκών συμφερόντων και αναγκών, εμπλέκοντας μάλιστα το ΔΝΤ στα της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Ευρωζώνης. Με ειδική ενεργειακή σχέση με τη Ρωσία, προνομιακή εμπορική σχέση με την Κίνα και ελάχιστες στρατιωτικές δαπάνες, η Γερμανία και οι συν αυτή εξυπηρέτησαν το συμφέρον τους, επωφελήθηκαν από την κρίση αλλά υπονόμευσαν την κοινή ευρωπαϊκή προοπτική.
Ας σημειωθεί ότι η Ελλάδα, λόγω της υπαρκτής εξ Ανατολών απειλής, έχει συχνά τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες στην Ευρώπη που ενίοτε προσεγγίζουν έως το 4% του ΑΕΠ! Και ας σημειωθεί επίσης ότι η εξ εθνικής ανάγκης αυτή ιδιαιτερότητα δεν ελήφθη ολωσδιόλου υπ΄ όψιν εκ μέρους των Ευρωπαίων εταίρων στις μνημονιακές δημοσιονομικές αποτιμήσεις!
Το τίμημα αυτών των επιλογών ήταν βαρύτερο από όλους για τη χώρα μας. Προφανώς και η χώρα είχε χρόνιες αδυναμίες και θα έπρεπε με ευθύνη όλων μας να έχει προχωρήσει στις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές και την ταχύτερη δημοσιονομική εξυγίανση. Είναι όμως γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι στοχοποιήθηκε, συκοφαντήθηκε συστηματικά, χρησιμοποιήθηκε προς παραδειγματισμό άλλων που λόγω μεγέθους ήταν λιγότερο ευάλωτοι, της επιβλήθηκαν προγράμματα κυρίως τιμωρητικού περιεχομένου. Και όλα αυτά με τεράστιο κοινωνικό κόστος και την απώλεια σχεδόν του 30% του ΑΕΠ, πράγμα που μόνο σε παρατεταμένο πόλεμο μπορεί να συμβεί. Διαφωτιστικό περί όλων αυτών το δηκτικό σχόλιο του Χαρβαλιά στο βιβλίο: «το χρεοστάσιο κηρύχθηκε από τις λεγόμενες “αγορές” που αποφάσισαν ότι το 2010 η Ελλάδα, με δημόσιο χρέος 120% επί του ΑΕΠ, δεν είναι σε θέση να εξυπηρετεί τα δάνειά της, αλλά μια δεκαετία αργότερα, όταν αυτό το χρέος είχε ξεπεράσει το 200% του ΑΕΠ, δάνειζαν τη “διασωθείσα” Ελλάδα με σχεδόν μηδενικά επιτόκια!»
Κυρίες και κύριοι,
Ορθώς καταδικάζουμε όλοι τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Το αυτό βέβαια ισχύει, και πρέπει να ισχύει, έναντι οιασδήποτε επιθετικής συμπεριφοράς ή ακόμα και πρόθεσης αναθεώρησης των διεθνών Συνθηκών και παράβασης του Διεθνούς Δικαίου. Η Τουρκία έχει εδώ και μισό αιώνα εισβάλει και παρανόμως κατέχει σχεδόν το ήμισυ του εδάφους ευρωπαϊκής χώρας. Ταυτόχρονα απειλεί με πόλεμο άλλη ευρωπαϊκή χώρα σε περίπτωση που η τελευταία ασκήσει τα από το Διεθνές Δίκαιο απορρέοντα δικαιώματά της. Και ακόμα αυξάνει διαρκώς τις αξιώσεις, μεταξύ άλλων και εδαφικές έναντι αυτής. Εχουμε δηλαδή κλασικό παράδειγμα επιθετικής και αναθεωρητικής συμπεριφοράς.
Συμπεριφορά που απορρέει όχι από τρέχουσες συγκυρίες ή τις εκκεντρικότητες της εκάστοτε ηγεσίας της, αλλά από τη βαθιά ριζωμένη κοσμοαντίληψη του τουρκικού κράτους. Αποδεικνύεται αυτό, όχι μόνο από τη στάση της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου αλλά και από την πολυσχιδή ανάμειξή της, ενίοτε και στρατιωτική, στον Καύκασο, τη Συρία, τη Λιβύη, στον ευρύτερο ισλαμικό κόσμο και τα Βαλκάνια. Η επιδίωξή της δηλαδή δεν είναι η διά των διεθνώς παραδεκτών μέσων διευθέτηση τυχόν υπαρχουσών διαφορών με άλλες χώρες, αλλά η ριζική ανατροπή του status quo και η διασφάλιση ηγεμονικού ρόλου στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιανατολικής Ευρώπης, της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.
Σφάλλουν λοιπόν σύμμαχοι και εταίροι, ή ακόμα χειρότερα εν επιγνώσει τους υποκρίνονται, όταν στο όνομα της συγκράτησης της Τουρκίας στο δυτικό στρατόπεδο, υποχωρούν στις απαιτήσεις της. Ειδικά μάλιστα όταν αυτό παίρνει τη μορφή συστάσεων και πιέσεων προς την Ελλάδα και την Κύπρο να υποκύψουν στις αξιώσεις της. Ακόμα χειρότερα όταν πρόκειται για μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αφού με τη στάση τους αυτή βάναυσα παραβιάζουν το Διεθνές Δίκαιο, το ευρωπαϊκό κεκτημένο και την αρχή της αλληλεγγύης μεταξύ κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Πλάνες και αυταπάτες στα εθνικά θέματα ούτε επιτρέπονται ούτε συγχωρούνται. Προς την Τουρκία, αλλά και όσους ευνοούν μια συμβιβαστική λύση – πακέτο επί όλων των θεμάτων που μονομερώς έχει αυτή εγείρει, οι καθαρές εξηγήσεις και η αποφασιστικότητα είναι η μόνη ενδεδειγμένη απάντηση. Μια και μοναδική είναι η διαφορά της Ελλάδας με την Τουρκία: η οριοθέτηση της ΑΟΖ και συνακόλουθα της υφαλοκρηπίδας, που επιλύεται σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, και ειδικότερα το ισχύον Δίκαιο της Θάλασσας. Ζητήματα εθνικής κυριαρχίας και ακεραιότητας, μονομερή δικαιώματα κυριαρχίας ερειδόμενα στο Διεθνές Δίκαιο και το αυτονόητο δικαίωμα αμυντικής θωράκισης των νησιών έναντι εμφανούς απειλής δεν είναι αντικείμενα διαπραγμάτευσης, συμβιβασμού ή υποχώρησης. Υποχωρήσεις σε ηγεμονικές βλέψεις και παροτρύνσεις τρίτων ή ασαφή μηνύματα που ενδέχεται να εκληφθούν ως διάθεση ενδοτικότητας, απλώς θαμπώνουν την πραγματικότητα και οδηγούν σε μεγαλύτερη ένταση ή και ανοιχτή κρίση. Ο κατευνασμός υπήρξε κατά κανόνα ο προθάλαμος των συγκρούσεων.
Κυρίες και κύριοι,
Αισθάνομαι την ανάγκη να αναφερθώ με λίγα λόγια και στη νέα μεγάλη κρίση στη Μέση Ανατολή. Προφανώς και όλοι καταδικάζουμε απερίφραστα τις τρομοκρατικές και βάναυσες πρακτικές της Χαμάς. Το δικαίωμα του Ισραήλ στη νόμιμη άμυνα έναντι τέτοιων ωμοτήτων και την υπεράσπιση της ακεραιότητας και των πολιτών του είναι αυτονόητο. Οπως βέβαια είναι αυτονόητο ότι κάθε πόλεμος έχει κανόνες που αφορούν τους ευάλωτους και αμάχους που πρέπει να γίνονται σεβαστοί. Και βέβαια μη λησμονούμε, άλλο Χαμάς και άλλο παλαιστινιακός λαός. Παράλληλα όμως η Ευρώπη και η Δύση συνολικά έρχονται ξανά αντιμέτωπες με το επιτακτικό και χρονίζον ζήτημα της ειρήνευσης και της σταθερότητας στην περιοχή. Δεν θα τη φέρει η όποια επιχείρηση του Ισραήλ στη Γάζα. Το Παλαιστινιακό είναι για πάρα πολλά χρόνια μια χαίνουσα πληγή που κακοφορμίζει συνεχώς. Είναι ανάγκη όσο ποτέ το φλέγον ζήτημα της επίλυσης του Παλαιστινιακού να καταστεί άμεση προτεραιότητα. Πρώτο βήμα η διακοπή των ισραηλινών εποικισμών, κύριος στόχος η ίδρυση παλαιστινιακού κράτους. Δεν είναι απλό, αλλά επείγει, αν δεν θέλουμε να δούμε στην ευρύτερη γειτονιά της Ευρώπης και ένα δεύτερο γενικευμένο πόλεμο.
Αν μάλιστα ληφθεί υπ’ όψιν ότι και τα Δυτικά Βαλκάνια διολισθαίνουν σε κρίση, αφού και στο Κόσοβο και στη Βοσνία η εικόνα καθίσταται ιδιαίτερα ανησυχητική. Οσοι με ενθουσιασμό ενθάρρυναν τη βεβιασμένη και άτακτη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας, τη μεροληπτική στρατιωτική επέμβαση στην περιοχή και την επιβολή τεχνητών λύσεων δεν έλυσαν το πρόβλημα. Το περιέπλεξαν και το μετέθεσαν στο μέλλον. Το μέλλον όμως ήρθε και μαζί του η επιτακτική ανάγκη, κυρίως η Ευρωπαϊκή Ενωση να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να πάρει τις πρωτοβουλίες εκείνες που θα οδηγήσουν στην άμβλυνση των εντάσεων και τη σταδιακή ομαλοποίηση της περιοχής. Τώρα, πριν οι ελλοχεύοντες εθνικισμοί και αναθεωρητισμοί επιχειρήσουν να δοκιμάσουν την τύχη τους επί του πεδίου.
Κυρίες και κύριοι,
Και μόνο ότι διαβάζοντας το βιβλίο του Γιώργου Χαρβαλιά μου γεννήθηκαν νέοι προβληματισμοί σημαίνει ότι άξιζε τον κόπο. Οχι για να το διαβάσω, που το έκανα με χαρά και ενδιαφέρον. Αξιζε τον κόπο τον δικό του, γιατί όπως θα διαπιστώσετε έβαλε πολύ κόπο στην αναζήτηση και συλλογή στοιχείων, στην ενδελεχή μελέτη και τελικά τη συγγραφή του. Με γραφή άμεση και γνήσια, ατόφια και κοφτερή.