Οι ερευνητές από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Βρετανίας προσπαθούν να μάθουν τα «μυστήρια» που κρύβουν τα πιο σκοτεινά σημεία του βυθού τής ζώνης Κλάριον Κλίπερτον στον Ειρηνικό Ωκεανό. Μέχρι τώρα τα έμβια όντα αυτής της περιοχής είχαν μελετηθεί μόνο από φωτογραφίες, τώρα όμως οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν ένα τηλεχειριζόμενο υποβρύχιο όχημα για να συλλέξουν δείγματα από την θαλάσσια άβυσσο.
Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Zookeys, αναφέρει ότι υπάρχει μεγάλη ποικιλία οργανισμών και μάλιστα μεγάλων σε μέγεθος στα βάθη του ωκεανού. Από τα 55 δείγματα που πιάστηκαν στη δαγκάνα του υποβρύχιου μηχανήματος, τα 48 ήταν διαφορετικά μεταξύ τους, γράφει το δημοσίευμα του Guardian.
Τα ζώα που βρέθηκαν είναι σκουλήκια, ασπόνδυλα από την ίδια οικογένεια με τις σαρανταποδαρούσες, θαλάσσια ζώα από την ίδια οικογένεια με τις μέδουσες και διαφορετικοί τύποι κοραλλιών. Τριάντα έξι δείγματα βρέθηκαν σε βάθος άνω των 4.800 μέτρων, δύο σε υποθαλάσσιο βράχo στα 4.125 μέτρα και 17 εντοπίστηκαν μεταξύ 3.095 και 3.562 μέτρων κάτω από την επιφάνεια του νερού.
Τα ευρήματα των επιστημόνων, όμως, δεν έχουν προκαλέσει μόνο ενδιαφέρον και ενθουσιασμό στην επιστημονική κοινότητα, αλλά και ανησυχία γιατί τα κράτη που κάνουν εξορύξεις μπορεί να διαταράξουν ή και να καταστρέψουν αυτή την ποικιλομορφία του βυθού.
H επικεφαλής της μελέτης του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας, δρ. Γκουανταλούπε Μπριμπιέσκα-Κοντρέρας δήλωσε ότι «αυτή η έρευνα είναι σημαντική, όχι μόνο λόγω του αριθμού των νέων ειδών που ανακαλύφθηκαν, αλλά επειδή αυτά τα δείγματα είχαν προηγουμένως μελετηθεί μόνο από φωτογραφίες. Χωρίς τα δείγματα και τα δεδομένα DNA δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε σωστά τα ζώα και να καταλάβουμε πόσα διαφορετικά είδη υπάρχουν».
Ο δρ Αντριαν Γκλόβερ, ο οποίος ηγείται της ερευνητικής ομάδας βαθέων υδάτων του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας, είπε: «Γνωρίζουμε ότι τα ζώα μεγέθους χιλιοστού -που ονομάζονται μακροπανίδα- είναι εξαιρετική βιοποικιλότητα στην άβυσσο. Ωστόσο, δεν είχαμε ποτέ πραγματικά πολλές πληροφορίες για τα μεγαλύτερα ζώα που ονομάζουμε μεγαπανίδα γιατί είχαμε πολύ λίγα δείγματα στα χέρια μας. Αυτή η μελέτη είναι η πρώτη που υποδηλώνει ότι η ποικιλομορφία μπορεί να είναι πολύ πλούσια και σε αυτές τις ομάδες».