Η μελέτη χαρτογραφεί τα συστήματα Δημόσιας Υγείας σε χώρες της ΕΕ και προχωρά σε σειρά προτάσεων για την αναβάθμισή της (φωτογραφία αρχείου) | ΙΝΤΙΜΕΝΕWS
Επικαιρότητα

Εντεκα ακαδημαϊκοί προτείνουν για τη Δημόσια Υγεία στην Ελλάδα

Μελέτη που καλύπτει ένα μεγάλο κενό στη συζήτηση για την πολιτική υγείας στη χώρα μας και προτρέπει για την ανάδειξη της Δημόσιας Υγείας ως βασική προτεραιότητα, σύμφωνα με τον Γιάννη Τούντα, ομότιμο καθηγητή Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ
Protagon Team

Μία, νέα, ολοκληρωμένη πρόταση για την ανάπτυξη της Δημόσιας Υγείας στη χώρα μας, μέσα από τη μελέτη «Η (νέα) Δημόσια Υγείας στον 21ο αιώνα», στην οποία συμμετείχαν 11 ακαδημαϊκοί από ανώτατα ιδρύματα στην Ελλάδα και το εξωτερικό, παρουσίασαν την Πέμπτη οι συντονιστές της συγγραφικής ομάδας Γιάννης Τούντας, ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ και Γιάννης Κυριόπουλος, ομότιμος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας, καθώς και οι Αλκιβιάδης Βατόπουλος, καθηγητής Μικροβιολογίας  Δημόσιας Υγείας στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, Κυριάκος Σουλιώτης, καθηγητής Πολιτικής Υγείας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και Τάσος Φιλαλήθης, ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής-Προγραμματισμού Υγείας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.

Κατά την έναρξη της συνέντευξης Τύπου, η Ειρήνη Αγαπηδάκη, γενική γραμματέας Δημόσια Υγείας του υπουργείου Υγείας, απηύθυνε χαιρετισμό και αναφερόμενη στο σύστημα Δημόσιας Υγείας, δήλωσε ότι η εμπειρία της διαχείρισης της πανδημίας που προκλήθηκε από τον ιό SARS-COV-2,  ανέδειξε την ανάγκη ενός καλά οργανωμένου συστήματος υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας. Η μελέτη, πρόσθεσε η κ. Αγαπηδάκη, «καλύπτει ένα σημαντικό κενό καθώς βοηθά στην εννοιολογική αποσαφήνιση της έννοιας της Δημόσιας Υγείας και την ανάπτυξη μιας νέας προσέγγισης στη στη χώρα μας. Η βελτίωση της Δημόσιας Υγείας αποτελεί σαφή κυβερνητική προτεραιότητα και η μελέτη θα συμβάλει στην επιλογή των κατάλληλων πολιτικών για την βελτίωση της υγείας του πληθυσμού».

Η μελέτη χαρτογραφεί τα συστήματα Δημόσιας Υγείας σε χώρες της ΕΕ και στη χώρα μας και προχωρά σε σειρά προτάσεων για τη ριζική αναβάθμισή της. Οπως δήλωσε στην εισαγωγή, ο καθηγητής Γιάννης Τούντας «η μελέτη αυτή καλύπτει ένα μεγάλο κενό στη σχετική συζήτηση στην πολιτική υγείας στη χώρα μας και προτείνει την ανάδειξη της Δημόσιας Υγείας ως βασικής προτεραιότητας στην πολιτική υγείας και τη δημιουργία μιας κρατικής υπηρεσίας Δημόσιας Υγείας, η οποία θα αναπτύξει μια ολιστική προσέγγιση για τη μείωση της νοσηρότητας και θνησιμότητας στη χώρα μας».

Ο Γιάννης Κυριόπουλος, επισήμανε ότι η Δημόσια Υγεία «είναι στο περιθώριο καθώς απορροφά μόλις το  0,1% του ΑΕΠ ή το 1,27% της συνολικής δαπάνης υγείας. Η Δημόσια Υγεία δεν ταυτίζεται με τη δημόσια ιδιοκτησία των υπηρεσιών  υγείας αλλά αφορά στην διεπιστημονική αντιμετώπιση των μείζονων παραγόντων κινδύνου για την ανάπτυξη χρονίων και μεταδοτικών νοσημάτων και τη βελτίωση του ανθρώπινου κεφαλαίου της χώρας. Η περιθωριοποίηση της Δημόσιας Υγείας στη χώρα μας συνέβαλε στην εντατικοποίηση της πίεσης προς τις νοσοκομειακές υπηρεσίες της χώρας κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η ολική επαναφορά της Δημόσιας Υγείας θα συμβάλλει στη βελτίωση της υγείας και τη βιωσιμότητα του εθνικού συστήματος υγείας στη χώρα μας».

Ο Τάσος Φιλαλήθης, ανέλυσε τη σημασία της διεθνούς συνεργασίας στα θέματα υγείας καθώς οι απειλές για τη δημόσια υγεία πλέον δεν γνωρίζουν σύνορα αλλά και οι απαντήσεις απαιτούν διακρατική συνεργασία. «Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αποτελεί το κύριο βήμα του διεθνούς διαλόγου για τη Δημόσια Υγεία και ο ρόλος του στην ανάπτυξη των τριών αξόνων της Δημόσιας Υγείας (πρόληψη, προαγωγή και προστασία της Υγείας) έχει υπάρξει καθοριστικός. Στο πλαίσιο της ΕΕ ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Διαχείριση των Μεταδοτικών Νοσημάτων έχει σημαντική συμβολή στην διαμόρφωση πολιτικών για την αντιμετώπιση των παραγόντων κινδύνου για λοιμώδη και χρόνια νοσήματα. Στα πρότυπα των χωρών της Ευρώπης η χώρα μας πρέπει να διδαχθεί από διεθνή εμπειρία και να αναπτύξει το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό (ιατροί δημόσιας υγείας, διεπιστημονικές ομάδες, εκπαίδευση, πιστοποίηση, συνεργασία με άλλες κυβερνητικές υπηρεσίες) για να μπορέσει να λειτουργήσει αποτελεσματικά μια σύγχρονη κρατική υπηρεσία Δημόσιας Υγείας», είπε.

Από την πλευρά του ο Κυριάκος Σουλιώτης, ανέδειξε τον βασικό στρατηγικό στόχο της πολιτικής της Υγείας για την αντιμετώπιση των κοινωνικών προσδιοριστών της υγείας, κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες, βιολογικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες και συμπεριφορές του πληθυσμού σχετικά με την υγεία (κάπνισμα, κατανάλωση οινοπνεύματος, άσκηση και διατροφή κ.α.). «Οι συμπεριφορικοί παράγοντες αιτιολογούν το 40% της νοσηρότητας, εκ των οποίων το 15% οφείλεται μόνο στο κάπνισμα,  παρόλα αυτά δεν αποτελούν προτεραιότητα της πολιτικής υγείας». Παρουσιάζοντας του δείκτες υγείας του πληθυσμού ο κ. Σουλιώτης ανέδειξε τις κοινωνικο-οικονομικές  ανισότητες στο επίπεδο υγείας του πληθυσμού και στην επιβάρυνση των δεικτών ψυχικής υγείας. Η ανάπτυξη μιας κρατικής υπηρεσίας δημόσιας υγείας θα επιτρέψει την ολιστική προσέγγιση των παραγόντων που επηρεάζουν την υγεία του πληθυσμού και θα βελτιώσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στο σύστημα υγείας. Παράλληλα θα αναπτύξει συνδυαστικές δράσεις για την αντιμετώπιση των κοινωνικών ανισοτήτων, την υγειονομική εγγραματοσύνη του πληθυσμού την διαχείριση άλλων σύγχρονων απειλών όπως η κλιματική αλλαγή, οι επιπτώσεις του μεταναστευτικού κύματος και οι διεθνείς συγκρούσεις», είπε ο κ. Σουλιώτης.

Παίρνοντας τον λόγο ο Αλκιβιάδης Βατόπουλος, εστίασε στην ανάγκη για τη βελτίωση του εργαστηριακού τομέα της Δημόσιας Υγείας στη χώρα μας ο οποίος θα πρέπει να ασκεί την υγειονομική επιτήρηση μέσω εξειδικευμένων Κέντρων Αναφοράς των λοιμωδών νοσημάτων και των νοσημάτων που σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό θα πρέπει να βρίσκονται υπό επιτήρηση (νοσήματα που προλαμβάνονται με εμβολιασμό, σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, τροφονόσοι και ζωονόσοι καθώς και άλλοι παράγοντες κινδύνου) με επαρκή στελέχωση και χρηματοδότηση ώστε να υπάρχει δυνατότητα άμεσης απόκρισης στην περίπτωση ανίχνευσης επιδημιολογικών κινδύνων.

Σύμφωνα με τον κ. Τούντα, οι προτάσεις της μελέτης  για την ενδυνάμωση της Δημόσιας Υγείας στην Ελλάδα συνοψίζονται κυρίως:

  1. Στη δημιουργία ισχυρής κεντρικής υπηρεσίας Δημόσιας Υγείας στο Υπουργείο Υγείας, με διοικητικές και εκτελεστικές αρμοδιότητες σε εθνικό επίπεδο με τη δημιουργία σχετικού Υφυπουργείου και την αναβάθμιση της Γενικής Γραμματείας και της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας.
  2. Στην οργάνωση αντίστοιχων υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας στις διοικητικές Περιφέρειες, για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση των πολιτικών σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, την Επανασύσταση και Αναβάθμιση του Εθνικού Συμβουλίου Δημόσιας Υγείας (ΕΣΥΔΥ) ως όργανο χάραξης διακυβερνητικής–διατομεακής  Εθνικής Πολιτικής Δημόσιας Υγείας. Προτείνεται η θεσμοθέτηση του Εκτελεστικού Διευθυντή Δημόσιας Υγείας στην Περιφέρεια και η ανάπτυξη του Σώματος Λειτουργών Δημόσιας Υγείας.
  3. Στον εργαστηριακό τομέα στην ενίσχυση του Κεντρικού Εργαστηρίου Δημόσιας Υγείας (ΚΕΔΥ), στη λειτουργία των Περιφερειακών Εργαστηρίων Δημόσιας Υγείας (ΠΕΔΥ) σε περιφερειακό επίπεδο υπό το συντονισμό του ΚΕΔΥ και στη διεύρυνση των Εργαστηρίων/Κέντρων Αναφοράς με βάση συγκεκριμένα κριτήρια.
  4. Στο μετασχηματισμό του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ) σε αποκλειστικά επιστημονικό οργανισμό χωρίς περιφερειακές ή τοπικές δραστηριότητες και στη θεσμοθέτηση Συνεργαζόμενων Κέντρων με επιστημονικούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα και του ιδιωτικού μη κερδοσκοπικού τομέα εκτός από τα ήδη θεσμοθετημένα Κέντρα Αναφοράς του ΕΟΔΥ.
  5. Στη διασύνδεση του τομέα της Δημόσιας Υγείας με το ΕΣΥ και κυρίως με την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας καθώς και με το σχολικό περιβάλλον, μέσω της συνεργασίας των Υπουργείων Υγείας και Παιδείας, κυρίως σε ό,τι αφορά την επιδημιολογική επιτήρηση και την ανάπτυξη προγραμμάτων και δράσεων Προαγωγής και Αγωγής Υγείας

Παράλληλα, οι συγγραφείς ανέφεραν ότι κομβικής σημασίας θα είναι η θέσπιση επιπρόσθετων προπτυχιακών και μεταπτυχιακών προγραμμάτων εκπαίδευσης για το προτεινόμενο Σώμα Λειτουργών Δημόσιας Υγείας και ειδικότερα για την ειδικότητα της Δημόσιας Υγείας-Κοινωνικής Ιατρικής. Επιπρόσθετα, προτείνουν χρηματοδοτική ενίσχυση της Δημόσιας Υγείας, με διεύρυνση της χρηματοδοτικής βάσης από τον κρατικό προϋπολογισμό και τους ασφαλιστικούς φορείς, θέσπιση φορολογικών ελαφρύνσεων για τις δαπάνες πρόληψης, εισαγωγή αρνητικού συνασφάλιστρου για τα νοικοκυριά που υιοθετούν πρακτικές υγιεινής κατανάλωσης και συμπεριφοράς, εισαγωγή ειδικών φόρων «αμαρτίας» (φόροι Pigou) στις τιμές βλαπτικών για την υγεία αγαθών και, συνδυαστικά, ειδικών φόρων «αρετής» για τις υγιεινές καταναλωτικές συνήθειες και συμπεριφορές. Τέλος, κομβικό ρόλο θα παίξει η εφαρμογή τακτικών και περιστασιακών προγραμμάτων και δράσεων αξιολόγησης για όλες τις προσφερόμενες υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, και κυρίως για αυτές που αφορούν την πρόληψη και την προαγωγή υγείας.

Στη μελέτη συμμετείχαν ακόμη οι Κώστας Αθανασάκης, επίκουρος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας και Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας στο τμήμα Πολιτικών Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, η Κατερίνα Γιαννοπούλου, ψυχολόγος, M.Sc. επιστημονική συνεργάτιδα του Ινστιτούτου Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής, ο Μιχάλης Ηγουμενίδης, επίκουρος καθηγητής Ηθικής και Δεοντολογίας στο τμήμα Νοσηλευτικής του Πανεπιστημίου Πατρών, ο Ηλίας Κυριόπουλος, ερευνητής (Fellow) στα Οικονομικά της Υγείας στο London School of Economics and Political Science, η Μαρία Σαρίδη, επίκουρη καθηγήτρια Φροντίδας Χρόνιων Πασχόντων στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και ο Φίλιππος Φιλιππίδης, επίκουρος καθηγητής Δημόσιας Υγείας, στο Imperial College του Λονδίνου.

Η μελέτη εκδόθηκε πρόσφατα σε βιβλίο από τις εκδόσεις «Επίκεντρο»,  με τίτλο «Προκλήσεις για την ανάπτυξη της Δημόσιας Υγείας στην Ελλάδα» και εκπονήθηκε με την υποστήριξη της της MSD Ελλάδος, Συγκεκριμένα,  o διευθυντής εταιρικών υποθέσεων MSD Ελλάδος, Αντώνης Καρόκης, κατά τον χαιρετισμό του ανέφερε ότι η πανδημία Covid-19 ανέδειξε τη σημασία ύπαρξης ενός σταθερού συστήματος δημόσιας υγείας, το οποίο θα αποτελεί θεμελιώδη λίθο για τον σχεδιασμό αποτελεσματικών πολιτικών υγείας πάνω στις βασικές υγειονομικές προτεραιότητες της χώρας. Η επένδυση στην υγεία είναι επένδυση στην εθνική οικονομία καθώς 1€ επένδυσης στην υγεία επιστρέφει 2-4 € στο ΑΕΠ της χώρας. Το 50% αυτής της επιστροφής προέρχεται από την επένδυση στη Δημόσια Υγεία.