Οι τιμές του φυσικού αερίου θα παραμείνουν υψηλές για όλο τον χρόνο, είπε την Πέμπτη ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας. Αυτός ο πόλεμος θα αργήσει να τελειώσει, δήλωνε σχεδόν ταυτόχρονα από τις Βρυξέλλες η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Ελπίζαμε ότι το 2022 θα μείνει στην Ιστορία για το τέλος της πανδημίας, αλλά η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ανέτρεψε τα δεδομένα δεκαετιών και όλες τις προβλέψεις: αλλάζει την Ευρώπη και τον κόσμο, θα αφήσει πίσω της αθώα θύματα σε ένα νέο ψυχροπολεμικό περιβάλλον μεταξύ Ρωσίας – Δύσης, αλλά και ένα παγκόσμιο σοκ στις τιμές της ενέργειας με ανυπολόγιστες, προς το παρόν, επιπτώσεις για τις οικονομίες, δυσβάστακτο για τους ευρωπαίους καταναλωτές – άγνωστο, αυτή την ώρα, πότε θα τελειώσει.
Το σοκ των τιμών
Οι τιμές του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος καταρρίπτουν το ένα ιστορικό ρεκόρ μετά το άλλο και η τιμή του πετρελαίου παραμένει σταθερά πάνω από τα 100 δολάρια/βαρέλι, σε επίπεδα που θυμίζουν τις μεγάλες πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του 1970 που εκτόξευσαν τον πληθωρισμό και βύθισαν σε ύφεση τις ανεπτυγμένες οικονομίες του πλανήτη. Η τιμή του φυσικού αερίου στο χρηματιστήριο της Ολλανδίας έχει εκτοξευτεί στα 200 ευρώ/MWh και η χονδρική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρας μας τις τελευταίες ημέρες είναι καθηλωμένη πάνω από τα 300 ευρώ/MWh, ενώ ινστιτούτα και έγκυροι αναλυτές εκτιμούν ότι η τιμή του πετρελαίου brent μπορεί να αγγίξει και τα 140 δολ./βαρέλι, ανάλογα με τη χρονική διάρκεια του πολέμου και την τροπή που θα προσλάβει η σύγκρουση Ρωσίας -Δύσης.
Το ελληνικό πρόβλημα
Παρ’ όλα αυτά, η τιμή του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος στη χώρα μας παραμένει σε υψηλότερα επίπεδα από τον μέσο όρο στη Ευρώπη. Και μόνο μετά τις έκτακτες κρατικές επιδοτήσεις τον πλησιάζει. Ερώτημα: γιατί την παγκόσμια κρίση της ενέργειας, την πληρώνουν ακριβότερα η ελληνική οικονομία και οι καταναλωτές; Τι μπορεί να γίνει;
Αναλυτές και ειδικοί βλέπουν τη ρίζα του προβλήματος στα δομικά χαρακτηριστικά του συστήματος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα μας, εξαρτημένου για δεκαετίες από έναν ακριβό (συγκριτικά με άλλες χώρες) και κακής ποιότητας λιγνίτη, που καθιστά ακριβότερο το κόστος της μετάβασης σε καθαρότερες μορφές ενέργειας.
Σε όλα αυτά, έρχονται να προστεθούν οι γκρίζες ζώνες του συστήματος διαμόρφωσης της χονδρεμπορικής τιμής του ηλεκτρικού συστήματος στην Ελλάδα. Συμμετέχουν, εκτός από τη ΔΕΗ, οι ιδιώτες παραγωγοί που έχουν επενδύσει σε μονάδες παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος με καύσιμο το φυσικό αέριο. Λειτουργεί με βάση το ευρωπαϊκό μοντέλο Target, αλλά στην ελληνική πραγματικότητα: της βίαιης μετάβασης από τον λιγνίτη, μιας αγοράς με μικρή ιστορία ανταγωνισμού και με ιδιώτες παραγωγούς που έχουν επενδύσει σε μονάδες παραγωγής υψηλού κόστους και επιχειρούν, πλέον, να αποσβέσουν το υψηλό επενδυτικό κόστος.
Πώς λειτουργεί το σύστημα Target; Ο προμηθευτής που θα προσφέρει την υψηλότερη τιμή για την κάλυψη της τελευταίας ποσότητας των ημερήσιων αναγκών ηλεκτρικού ρεύματος στη χώρα καθορίζει την τιμή με την οποία θα πληρωθούν όλοι οι άλλοι προμηθευτές για τις ποσότητες που προσφέρουν, ανεξάρτητα αν η τιμή της προσφοράς τους ήταν χαμηλότερη. Πρόκειται για την οριακή τιμή του συστήματος με την οποία αποζημιώνεται για την ενέργεια που προσφέρει και ο πιο φθηνός προμηθευτής. Ενα σύστημα, για το οποίο έχει ασκηθεί έντονη κριτική το τελευταίο διάστημα, από την αντιπολίτευση και ειδικούς αναλυτές. Το θεωρούν υπεύθυνο για τις υψηλότερες τιμές στην χονδρεμπορική αγορά της χώρας μας συγκριτικά με τον μέσο όρο της Ευρώπης.
Τα ερωτήματα για τη ΔΕΗ
Θα μπορούσε η ΔΕΗ, που συμμετέχει και αυτή ως προμηθευτής στην ημερήσια διαπραγμάτευση να παρεμβαίνει με τρόπο που να διατηρούνται χαμηλά οι τιμές; Η συζήτηση έχει “ανάψει” στην κυβέρνηση, δεν είναι λίγοι όσοι ασκούν κριτική στη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού ότι θα μπορούσε να κάνει περισσότερα για να φρενάρει τις τιμές, θέτοντας σε πρώτη προτεραιότητα τον κοινωνικό της ρόλο και όχι τη σχέση κόστους -εσόδων. Είναι ο μεγαλύτερος παίκτης στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και παρά τα προβλήματά της – που κληρονόμησε από την προηγούμενη διακυβέρνηση, φτάνοντας στα όρια της χρεοκοπίας – θα μπορούσε, λένε οι υποστηρικτές της άποψης αυτής, να παίζει πιο ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση χαμηλότερων τιμών, βάζοντας φρένο στους ιδιώτες.
Η κριτική και οι αντιδράσεις δεν πρόκειται να κοπάσουν, όσο οι τιμές των καυσίμων και των λογαριασμών της ενέργειας παραμένουν υψηλά και ο ρόλος της ΔΕΗ αναμφίβολα θα δοκιμαστεί τους επόμενους κρίσιμους μήνες.
Η ελληνική πρόταση για τις επιδοτήσεις στην ενέργεια
Προς το παρόν, η κυβέρνηση ελπίζει σε ένα θετικό ευρωπαϊκό πακέτο μέτρων για τη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων από τις υψηλές τιμές της ενέργειας που αναμένεται να ανακοινώσει την ερχόμενη Τρίτη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Με βάση αυτές, η κυβέρνηση θα ανακοινώσει νέα μέτρα στήριξης μέσα στο Μάρτιο, που θα αφορούν σε μεγάλο βαθμό τα ευάλωτα νοικοκυριά. Προσδοκά, βέβαια, άμεσα να γίνει αποδεκτή και η δική της πρόταση – σε συμφωνία με άλλα ευρωπαϊκά κράτη – για τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Αλληλεγγύης για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων ανάλογο με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης. Την πρόταση υπέβαλε την περασμένη εβδομάδα στην Κομισιόν ο υπουργός Ενέργειας και Περιβάλλοντος Κώστας Σκρέκας. Τι λέει:
Να δημιουργηθεί Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Αλληλεγγύης για την ενεργειακή κρίση – EU Energy Crisis Solidarity Facility (ECSF) για τη στήριξη των ευρωπαίων καταναλωτών, ιδίως των πιο ευάλωτων και τον περιορισμό της επιβάρυνσης των οικονομιών των Κρατών Μελών.
Ο Μηχανισμός προτείνεται να λειτουργεί ως εξής:
- Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) να δημιουργήσει έναν Μηχανισμό Αλληλεγγύης για την ενεργειακή κρίση, έπειτα από αίτημα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
- Τα Κράτη Μέλη να έχουν τη δυνατότητα λήψης χαμηλότοκων δανείων από τον ECSF για τη χρηματοδότηση μέτρων αντιστάθμισης των επιπτώσεων από τις υψηλές τιμές ενέργειας.
- Το ύψος της χρηματοδότησης να καθορίζεται από την κατανάλωση ενέργειας ή από τα ετήσια έσοδα των πλειστηριασμών δικαιωμάτων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου του κάθε Κράτους Μέλους.
- Με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, τα δάνεια να μην υπολογίζονται στο έλλειμμα και το δημόσιο χρέος των Κρατών Μελών.
- Η αποπληρωμή των δανείων να γίνεται σε μία περίοδο 12 έως 15 ετών με τη λήψη μέτρων που θα αποφασίζει το κάθε Κράτος Μέλος. Στα μέτρα θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν τα μελλοντικά έσοδα από πλειστηριασμούς δικαιωμάτων ρύπων και η επιβολή εισφοράς στην κατανάλωση ενέργειας.
Τα κράτη-μέλη να έχουν δύο επιλογές για την αξιοποίηση των πόρων του ECSF:
Επιλογή Α
- Να επιδοτήσουν τους λογαριασμούς ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου των νοικοκυριών, με προτεραιότητα στους οικονομικά ασθενέστερους και εφαρμόζοντας κοινωνικά κριτήρια.
- Να επιδοτήσουν τους λογαριασμούς ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου των επιχειρήσεων, με έναν ενιαίο τρόπο.
- Να παρέχουν φθηνά κεφάλαια στις επιχειρήσεις, ιδιαίτερα σε εκείνες που είναι περισσότερο ευάλωτες λόγω των κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας και του πολέμου στην Ουκρανία.
- Να παρέχουν χαμηλότοκα δάνεια στις επιχειρήσεις για τη χρηματοδότηση συμβολαίων αντιστάθμισης των υψηλών τιμών με προμηθευτές ενέργειας.
- Να αυξήσουν τις επιχορηγήσεις για έργα ενεργειακής αποδοτικότητας, ΑΠΕ και διαφοροποίησης του ενεργειακού μείγματος.
Επιλογή Β
Τα κράτη-μέλη να μπορούν να αξιοποιήσουν τους πόρους του ECSF για να επιδοτήσουν μέρος των συμβολαίων στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρισμού.
Ειδικότερα:
Η χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας να συνεχίσει να εφαρμόζει τους υφιστάμενους κανόνες που βασίζονται στην οριακή τιμή.
Ωστόσο, τα κράτη-μέλη να καθορίζουν ανώτατα όρια για την αποζημίωση της κάθε τεχνολογίας παραγωγής ενέργειας. Τα κράτη-μέλη να υπολογίζουν, επίσης, το κόστος καυσίμου για κάθε τεχνολογία παραγωγής ενέργειας. Σε περίπτωση που το κόστος καυσίμου είναι ακριβότερο από την ανώτατη αποζημίωση, ο παραγωγός να λαμβάνει τη διαφορά.
Οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας να εποπτεύονται από μηχανισμούς παρακολούθησης της αγοράς, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι καταναλωτές θα λαμβάνουν την έκπτωση που τους αντιστοιχεί.
Το κόστος της κρατικής επιδότησης στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας να χρηματοδοτηθεί από τον ECSF.
Στην επιστολή του, ο έλληνας υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας προτείνει επίσης τα εξής:
- Η Ευρωπαϊκή Ένωση να αναθεωρήσει την πολιτική της για την ενεργειακή ασφάλεια και τη διαφοροποίηση πηγών και οδεύσεων.
- Οι επενδύσεις που αφορούν στην ανάπτυξη στρατηγικών υποδομών αποθήκευσης ορυκτών καυσίμων και θα ενισχύσουν την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης, να είναι επιλέξιμες για χρηματοδότηση από ευρωπαϊκούς πόρους και δανεισμό από την ΕΤΕπ.
- Το ίδιο να ισχύσει και για άλλες ενεργειακές επενδύσεις που θα ενισχύουν την αμυντική ικανότητα της Ευρώπης (π.χ. ενεργειακή αποδοτικότητα στρατιωτικών υποδομών, οχημάτων κ.λπ.).
- Η διαθέσιμη ευρωπαϊκή χρηματοδότηση να διατεθεί κατά προτεραιότητα για την υλοποίηση ενεργειακών διασυνδέσεων με τρίτες χώρες (π.χ. διασύνδεση της Ευρώπης με την Αφρική ή τη Μέση Ανατολή).