Στην περίπτωση που κάποιος αλλοδαπός κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο ετών ζούσε στη Νέα Υόρκη ή στην Καλιφόρνια και ενημερωνόταν από τα αμερικανικά Μέσα που αντιπολιτεύονται τον Ντόναλντ Τραμπ, θα συμπέραινε πως οι περισσότεροι Αμερικανοί είναι αγανακτισμένοι, πως έχουν απαυδήσει με τον πρόεδρό τους, και πως το μόνο που επιθυμούν είναι να τους δοθεί μια ευκαιρία να διορθώσουν το μεγάλο λάθος του 2016.
Το εν λόγω σενάριο είναι σίγουρα ιδανικό για τους Δημοκρατικούς. Σε τέτοιο βαθμό που αρκετοί, λαμβάνοντας υπόψη τις πρώτες δημοσκοπήσεις που διεξήχθησαν πριν από μερικούς μήνες για τις ενδιάμεσες εκλογές, αφέθηκαν να πιστέψουν πως θα μπορούσε να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Λίγες ημέρες, όμως, πριν οι Αμερικανοί προσέλθουν (την Τρίτη 6 Νοεμβρίου) στις κάλπες για να εκλέξουν τα νέα μέλη του Κογκρέσου (και κυβερνήτες σε 39 πολιτείες) και καθώς οι δημοσκοπήσεις επικεντρώνονται στις επιμέρους εκλογικές περιφέρειες, αρκετοί εμφανίζονται ξαφνικά επιφυλακτικοί.
Γιατί υπάρχει και μια άλλη Αμερική που δεν διαβάζει τους New York Times και την Washington Post, ούτε παρακολουθεί τις πολιτικές αναλύσεις των δημοσιογράφων του CNN. Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν οι ψηφοφόροι αυτής της βαθιάς Αμερικής μπορούν να καθορίσουν την έκβαση των εκλογών. Κρίνοντας με βάση τη στάση του Ντόναλντ Τραμπ, η απάντηση είναι ξεκάθαρα ναι.
Μια ελάχιστη σύνεση ωθεί τους περισσότερους αμερικανούς προέδρους να κρατούν μια απόσταση ασφαλείας από τις ενδιάμεσες εκλογές, ούτως ώστε η ενδεχόμενη ήττα του κόμματός τους να μην εκληφθεί ως απόρριψη της κυβέρνησής τους. Αντιθέτως ο Τραμπ συμμετέχει με όλες του τις δυνάμεις, περιοδεύει ανά τη χώρα για να στηρίξει τους υποψηφίους των Ρεπουμπλικανών, κάνει τα πάντα, με λίγα λόγια, ώστε δύο χρόνια μετά την εκλογή του στον Λευκό Οίκο, «να μετατρέψει στις ενδιάμεσες εκλογές σε ένα άτυπο δημοψήφισμα για τον ίδιο», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Φεντερίκο Ραμπίνι, απεσταλμένος της La Repubblica (με συνδρομή) στις ΗΠΑ.
Οι υποψήφιοι των Δημοκρατικών στις περιφέρειες της Μέσης Αμερικής (Middle America – η ενδοχώρα και οι αγροτικές και προαστιακές περιοχές των ΗΠΑ όπου κυριαρχούν οι συντηρητικοί ψηφοφόροι) παρακολουθούν ιδιαίτερα ανήσυχοι τον πρόεδρό τους να επαίρεται για το έργο του στις πολιτικές εκδηλώσεις που συμμετέχει, προς όφελος, φυσικά, των Ρεπουμπλικανών.
Το δυνατό του σημείο είναι η οικονομία, υπογραμμίζει ο ιταλός δημοσιογράφος. Γιατί η ανεργία βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και οι καλύτερες προοπτικές απασχόλησης ωθούν περισσότερους εργαζομένους να επανενταχθούν στο εργατικό δυναμικό ενώ οι μισθοί αυξάνονται περισσότερο από τον πληθωρισμό. Η χρηματιστηριακή στασιμότητα που παρατηρείται σίγουρα δεν είναι θετική αλλά προς το παρόν δεν επηρεάζει αρνητικά το κλίμα αισιοδοξίας που επικρατεί. Πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν πως η τρέχουσα οικονομική ανάπτυξη πλησιάζει στο τέλος της αλλά ο Τραμπ σπεύδει να καρπωθεί όλη τη δόξα, πιθανώς παραπάνω από όσο του αναλογεί, αν και είναι γεγονός πως η μείωση της φορολογίας για τις επιχειρήσεις, οδήγησε στην αύξηση των επενδύσεων. Τέλος, η αδιάλλακτη στάση του αμερικανού προέδρου όσον αφορά το διεθνές εμπόριο, είχε ως αποτέλεσμα τη σύναψη μιας νέας συμφωνίας μεταξύ ΗΠΑ, Καναδά και Μεξικού που ευνοεί τους αμερικανούς εργαζόμενους.
Ένα άλλο σημαντικό θέμα που κυριαρχεί στο δημόσιο διάλογο είναι υπόθεση Κάβανο. Το γεγονός ότι ο εκλεκτός του Ντόναλντ Τραμπ για το Ανώτατο Δικαστήριο βρέθηκε στο επίκεντρο μιας υπόθεσης σεξουαλικής παρενόχλησης ενίσχυσε το κίνημα #MeToo. Ο διορισμός του, ωστόσο, ικανοποίησε ιδιαίτερα τους συντηρητικούς Αμερικανούς, ειδικά τους προτεστάντες φονταμενταλιστές και τους δεξιούς καθολικούς οι οποίοι θεωρούν ιδιαίτερο σημαντικό το να κατέχουν τον έλεγχο του ανώτατου δικαστηρίου.
Τέλος, υπάρχει και το ζήτημα των προσφύγων και των μεταναστών, «ένα αναπάντεχο δώρο για τον Ντόναλντ Τραμπ», σύμφωνα με τον Ραμπίνι, που του προσφέρουν οι χιλιάδες απεγνωσμένοι άνθρωποι που ξεκίνησαν από την Ονδούρα, πέρασαν από το Μεξικό και τώρα κατευθύνονται στα σύνορα με τις ΗΠΑ. Γιατί η έλευσή τους εντείνει εκ νέου όλους εκείνους τους φόβους που έθρεψαν τον «τραμπισμό», είτε πρόκειται για τον φόβο μιας ανεξέλεγκτης εισβολής προσφύγων και μεταναστών στην αμερικανική επικράτεια είτε για τον φόβο να καταλήξει η Αμερική να είναι μια χώρα που δεν μπορεί να ελέγξει τα σύνορά της.
Δύο χρόνια μετά την εκλογή του, το ποσοστό αποδοχής του Ντόναλντ Τραμπ ανέρχεται στο 47%. Τον Νοέμβριο του 2010 όταν αντιμέτωπος με τις πρώτες ενδιάμεσες εκλογές της προεδρικής θητείας του ήταν ο Μπαράκ Ομπάμα, οι Αμερικανοί που ενέκριναν το έργο του δεν ξεπερνούσαν το 45%. Το ιδανικό αποτέλεσμα για τον Ντόναλντ Τραμπ θα ήταν μια σχεδόν ισοπαλία: στην περίπτωση που οι Δημοκρατικοί ανακτήσουν τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων αλλά με μικρή διαφορά ή εάν οι Ρεπουμπλικανοί καταφέρουν να διατηρήσουν την πλειοψηφία στη Γερουσία , τότε ο Τραμπ θα μπορεί να ισχυριστεί πως περιόρισε τις απώλειες για το κόμμα του, σε αντίθεση με πολλούς άλλους προκατόχους του.