Ο λαϊκιστής πρωθυπουργός της Σλοβακίας, Ρόμπερτ Φίτσο, ο οποίος πυροβολήθηκε και τραυματίστηκε σοβαρά την Τετάρτη 15 Μαΐου, είναι ένας «εύσωμος και θρασύς βετεράνος της πολιτικής», όπως τον χαρακτηρίζει ο Guardian, γνωστός για τις επιθέσεις του στα ΜΜΕ, τις ΜΚΟ και τους εισαγγελείς.
Εχοντας υπηρετήσει ήδη τρεις θητείες ως πρωθυπουργός, ο 59χρονος Φίτσο κατηγορείται από τους επικριτές του ότι επιδιώκει να μιμηθεί τον Βίκτορ Ορμπαν, τον φίλο του και ηγέτη της γειτονικής Ουγγαρίας, προσπαθώντας να υπονομεύσει κάθε είδους έλεγχο της εξουσίας και να εδραιώσει την προσωπική του ισχύ, ενώ τηρεί μια αρκετά φιλική στάση απέναντι στη Ρωσία.
Η επιστροφή του Φίτσο στην εξουσία πέρυσι προκάλεσε ανησυχία εντός και εκτός της χώρας του, η οποία γίνεται ολοένα και πιο πολωμένη υπό την ηγεσία του. Δημοσιογράφοι στη Σλοβακία έχουν εκφράσει ανησυχία για μια πρόσφατη κυβερνητική απόφαση που θα αντικαταστήσει τον δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό σταθμό της χώρας, καθώς, όπως λένε, θα τον θέσει υπό τον άμεσο έλεγχό του. Επίσης, η κίνηση του Φίτσο να κλείσει το γραφείο του ειδικού Εισαγγελέα που ασχολείται με τη διαφθορά στα υψηλά κλιμάκια, ίσως οδηγήσει στο πάγωμα κάποιων από τους πόρους που χορηγεί η ΕΕ στη Σλοβακία.
Μια άλλη νομοθεσία δικής του εμπνεύσεως, που θα χαρακτηρίζει τις κοινωνικές ομάδες που λαμβάνουν περισσότερα από 5.000 ευρώ ετησίως σε διεθνή χρηματοδότηση ως «οργανισμούς με ξένη υποστήριξη», έχει επίσης προκαλέσει ανησυχίες στην ΕΕ και μεταξύ των ΜΚΟ. Η Διεθνής Αμνηστία Σλοβακίας, όπως γράφει ο Guardian, περιέγραψε το νομοσχέδιο ως «μια συγκαλυμμένη προσπάθεια στιγματισμού των κοινωνικών οργανώσεων που ασκούν κριτική στις αρχές».
Ο Φίτσο είναι χαρακτηριστικό δείγμα του νέου κύματος εθνικιστών-λαϊκιστών πολιτικών που εμφανίστηκαν την τελευταία δεκαετία, εκμεταλλευόμενοι το κύμα δυσαρέσκειας που δημιουργήθηκε μεταξύ δεκάδων εκατομμυρίων Ευρωπαίων από τις απογοητεύσεις του 21ου αιώνα.
Μεγάλωσε στο Τουπολτσόνι, μια μικρή πόλη στα δυτικά της Σλοβακίας. Είναι γιος ενός οδηγού κλαρκ και μιας πωλήτριας. Τα σοβιετικά τανκς είχαν συντρίψει το μεταρρυθμιστικό κίνημα της Τσεχοσλοβακίας όταν ο Φίτσο ήταν τριών ετών και λίγοι περίμεναν κάποια αλλαγή στη σιδερένια λαβή του Κομμουνιστικού Κόμματος στην τότε Τσεχοσλοβακία κατά τα πρώτα του χρόνια.
Ως νεαρός άνδρας, ο Φίτσο εντάχθηκε στο σύστημα, υπηρετώντας τη στρατιωτική θητεία του ως ερευνητής, απέκτησε διδακτορικό για τη μελέτη του επάνω στη θανατική ποινή και στη συνέχεια εργάστηκε στο νομικό τμήμα της Σλοβακικής Ακαδημίας Επιστημών.
Αλλά η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η Βελούδινη Επανάσταση που τερμάτισε την κομμουνιστική κυριαρχία στην Τσεχοσλοβακία και η ανεξαρτησία της Σλοβακίας εγκαινίασαν μια νέα, καπιταλιστική εποχή που πρόσφερε αφειδώς σε όλους επιχειρηματικές και πολιτικές ευκαιρίες.
Ο Φίτσο, ο οποίος ήταν νέος και, κυρίως, αμόλυντος από οποιαδήποτε σχέση με το έκπτωτο κομμουνιστικό καθεστώς, δεν άργησε να κάνει πραγματικότητα την παιδική φιλοδοξία του να μπει στην πολιτική.
Η άνοδός του ήταν ταχύτατη. Αφού εντάχθηκε στο Κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς, μετακόμισε στο Smer – Sociálna Demokracia (Κατεύθυνση – Σοσιαλδημοκρατία). Το νέο κόμμα μιλούσε για δημοκρατία και σοσιαλισμό, αν και πολλοί παρατηρητές κατέληξαν γρήγορα στο συμπέρασμα ότι η ιδεολογία του ερχόταν δεύτερη, μετά τις φιλοδοξίες του ίδιου του Φίτσο.
Επτά χρόνια αντιπολίτευσης οδήγησαν στη νίκη του στις εκλογές το 2006. Αυτό απέδειξε την πολιτική ισχύ των υποσχέσεων για προστασία όσων υστερούσαν, σε μια χώρα όπου το βιοτικό επίπεδο για τους υπόλοιπους έφτανε σιγά σιγά τη δυτική Ευρώπη και όπου, κατά συνέπεια, πολλοί νοσταλγούσαν την κομμουνιστική εποχή.
Μένοντας εκτός εξουσίας το 2010, το κόμμα του Φίτσο κέρδισε ξανά δύο χρόνια αργότερα, μετά τη διάλυση του κεντροδεξιού συνασπισμού. Μια σκληρή στάση κατά των μεταναστών έφερε την επανεκλογή του το 2016. Στη συνέχεια, όμως, όταν ο δημοσιογράφος Γιαν Κούτσιακ, ο οποίος ερευνούσε τη διαφθορά υψηλού επιπέδου, και η αρραβωνιαστικιά του, Μαρτίνα Κουσνίροβα, δολοφονήθηκαν από έναν επί πληρωμή δολοφόνο το 2018, ο Φίτσο αντιμετώπισε ξανά προβλήματα. Τεράστιες διαμαρτυρίες τον ανάγκασαν να παραιτηθεί. Το Smer έχασε την εξουσία στις εκλογές του 2020 από κόμματα που δεσμεύτηκαν να εξαλείψουν τη διαφθορά και το κόμμα του διασπάστηκε.
Ωστόσο, ο Φίτσο δεν πτοήθηκε, διεξάγοντας μια σκληρή πολιτική μάχη, αντί να εγκαταλείψει την πολιτική και να στραφεί στα ενδιαφέροντά του, το bodybuilding και τα γρήγορα αυτοκίνητα. Ωσπου η πανδημία του κορονοϊού τού προσέφερε μια νέα ευκαιρία.
«Εγινε ο πιο εξέχων πολιτικός εκπρόσωπος του κινήματος κατά της μάσκας και του εμβολιασμού», είπε στον Guardian ο Γκριγκόρι Μεσεζνίκοφ, πολιτικός αναλυτής από την Μπρατισλάβα.
Ο ηγέτης του Smer είχε επίσης αντιμετωπίσει ποινικές κατηγορίες –τις οποίες αρνιόταν πάντα– για σύσταση εγκληματικής ομάδας και κατάχρηση εξουσίας, αλλά ο γενικός εισαγγελέας της Σλοβακίας απέρριψε το κατηγορητήριο. Αυτό πρόσφερε περαιτέρω κίνητρο στον Φίτσο για να κερδίσει ξανά την εξουσία.
«Δανείζεται στοιχεία από τον Ντόναλντ Τραμπ και θα κάνει και θα πει ό,τι χρειάζεται, παίρνοντας ιδέες από δεξιά και αριστερά», είπε στον Guardian ο Μίλαν Νιτς, ανώτερος ερευνητής στο Γερμανικό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων, λίγο πριν από τις περσινές εκλογές.
«Ηταν πάντα πολύ επιδέξιος στο να τοποθετείται, δήθεν, ενάντια στο κατεστημένο. Το κύριο συμφέρον του τώρα είναι να διαλύσει τις προσπάθειες του νομικού συστήματος να τον στριμώξει. Ξεφεύγει κερδίζοντας», συμπλήρωσε.
Για τον σκοπό αυτόν, ο Φίτσο άρχισε να υιοθετεί πιο ακραίες θέσεις που περιλαμβάνουν επιθέσεις σε δυτικούς συμμάχους, δεσμεύσεις για διακοπή της στρατιωτικής υποστήριξης προς το Κίεβο, οξεία κριτική για τις κυρώσεις στη Ρωσία και απειλές να ασκήσει βέτο σε οποιαδήποτε μελλοντική κίνηση του ΝΑΤΟ υπέρ της Ουκρανίας. Εχει επίσης εργαστεί σκληρά για να εκμεταλλευτεί τη διαίρεση μεταξύ των ηλικιωμένων, πιο συντηρητικών επαρχιακών ψηφοφόρων και εκείνων στην πρωτεύουσα, Μπρατισλάβα, με την πιο προοδευτική κουλτούρα της, και τον πλουσιότερο και συχνά πιο μορφωμένο πληθυσμό.
Ενας από τους στόχους του Φίτσο ήταν ο φιλελεύθερος πρόεδρος της χώρας, η πρώην δικηγόρος και ακτιβίστρια για τα ανθρώπινα δικαιώματα Ζουζάνα Τσαπούτοβα, την οποία έχει αποκαλέσει «μαριονέτα των ΗΠΑ». Η Τσαπούτοβα τον μήνυσε πέρυσι για συκοφαντία. Ο Φίτσο έχει επίσης κατηγορήσει διάφορους πολιτικούς αντιπάλους του και ΜΚΟ ότι ακολουθούν τις οδηγίες του αμερικανού χρηματοδότη Τζορτζ Σόρος. Ενας άλλος στόχος του είναι η LGBTQ+ κοινότητα της Σλοβακίας.
Ο Φίτσο, ο οποίος οι αναλυτές θεωρούν ότι εμπνέεται από τον Ορμπαν στην Ουγγαρία, επιμένει ότι έχει στο επίκεντρο της πολιτικής του τα σλοβακικά συμφέροντα.
«Βλέπουμε τον Βίκτορ Ορμπαν ως έναν από εκείνους τους ευρωπαίους πολιτικούς που δεν φοβούνται να υπερασπιστούν ανοιχτά τα συμφέροντα της Ουγγαρίας και του ουγγρικού λαού», δήλωσε ο Φίτσο στο Reuters τον περασμένο Σεπτέμβριο. «Τους βάζει στην πρώτη θέση. Και αυτός πρέπει να είναι ο ρόλος ενός εκλεγμένου πολιτικού, να φροντίζει τα συμφέροντα των ψηφοφόρων του και της χώρας του».