Οι ποιητές της Σοβιετικής Ενωσης δεν είχαν τιμημένα γηρατειά. Οι πρώτες γενιές τους πάλιωσαν νωρίς, μαζί με τη διάψευση της επαγγελίας της επανάστασης, ή σαρώθηκαν από το σταλινικό ιδανικό. Οι ύστερες, αυτές των διαφωνούντων, είδαν το παρελθόν τους να ξεθωριάζει μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Οσοι νοούνται σήμερα ως ογκόλιθοι του ρωσικού 20ού αιώνα, ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι ή η Αννα Αχμάτοβα, για παράδειγμα, είχαν την τύχη να πεθάνουν νωρίς. Ετσι, περιπτώσεις επιβίωσης της φήμης, όπως αυτή του Γεβγκένι Γεφτουσένκο που πέθανε στα 85 του την 1η Απριλίου, είναι σπάνιες. Και δείχνουν ότι, εκτός από την ποιότητα της ποίησης, ο λογοτέχνης του σοβιετικού καιρού όφειλε να βαδίσει πάνω σε μια πολύ λεπτή γραμμή μεταξύ πολιτικού καταναγκασμού και ηθικής συνείδησης.
Για τον Γεφτουσένκο αυτή η γραμμή οριοθετήθηκε στη δεκαετία του ’60. Η ΕΣΣΔ, βλέπετε, είχε κι αυτή τα ’60s της. Περιορισμένα κατά το ήμισυ, μια και ο Νικίτα Χρουστσόφ εκπαραθυρώθηκε το 1964 και ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ δεν ενέκρινε περαιτέρω απόψυξη, υπαρκτά όμως. Τίποτα που να μπορεί να συγκριθεί με το ροκ, την ψυχεδέλεια, την αντικουλτούρα, τον αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα , το φοιτητικό κίνημα – αλλά πάλι ο Μπομπ Ντίλαν δεν είχε μεγαλώσει με τον Στάλιν πάνω από το κεφάλι του. Η σοβιετική δεκαετία του ’60 παρήγαγε κριτικούς του συστήματος και νέους διανοούμενους που είπαν δημόσια ότι οι προηγούμενοι λιβάνιζαν μια αυταρχική εξουσία. Οχι κοσμογονικά πράγματα, οπωσδήποτε, δείγματα όμως μιας κάποιας ανάσας.
Αυτό το κλίμα αναπνοής από τον σταλινισμό εξέφρασε ο Γεβγκένι Γεφτουσένκο. Δεν ήταν ακριβώς διαφωνών, δεν ήταν ακριβώς καθεστωτικός. Δεν ήταν ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, δεν ήταν ο βάρδος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Δεν έγραψε το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» ούτε και σταχανοβίτικους ύμνους για το πλάνο και τη νόρμα. Γεννημένος το 1932, πολύ δημοφιλής ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 από πλήθος μελοποιημένων ποιημάτων, θα δημοσίευε το 1961 στην ίδια την Πράβδα (για να θαφτεί στη συνέχεια για 25 χρόνια) τους «Κληρονόμους του Στάλιν» στηλιτεύοντας τη μεταθανάτια συνέχεια των πρακτικών του και το γνωστότερο όλων, «Μπάμπι Γιαρ», από το τοπωνύμιο εκτέλεσης δεκάδων χιλιάδων ουκρανών εβραίων από τους Ναζί έξω από το Κίεβο, όπου επέκρινε τις σοβιετικές αρχές για την επί δεκαετίες απόκρυψη της σύνδεσης του εγκλήματος με το Ολοκαύτωμα.
Για πολλούς δεν ήταν αρκετά, όπως δεν ήταν αρκετές και οι παθιασμένες δημόσιες απαγγελίες του, η άρνηση να συμμετάσχει στην επίσημη εκστρατεία σπίλωσης του Μπόρις Πάστερνακ το 1958, η καταδίκη της εισβολής στην Τσεχοσλοβακία το 1968 ή εκείνης στο Αφγανιστάν το 1979. Για αυτούς συμβιβάστηκε, καταδίκασε χλιαρά ανώδυνες περιπτώσεις, σιώπησε στις ουσιαστικές. «Εμείς σας ελευθερώσαμε, ζηλιάρηδες υβριστές», απάντησε σε ένα ποίημα για τη γενιά του. «Ας βυσσοδομούν εναντίον μας ότι είμαστε ατάλαντοι, πουλημένοι, υποκριτές, δεν έχει καμία διαφορά / Είμαστε θρυλικοί, μας φτύνουν, αλλά είμαστε αθάνατοι».
Εξίσου διάσημος στη Δύση ώστε να γίνει εξώφυλλο στο Time το 1962, ο Γεφτουσένκο δεν ήταν Αντρέι Ζαχάροφ. Δεν στερήθηκε τα ταξίδια του εκτός ΕΣΣΔ, δεν υπεβλήθη σε περιορισμούς, δεν βίωσε μια εσωτερική εξορία, δεν τράβηξε τη διαφωνία του ως τα άκρα. Τάχθηκε με τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, μετά με τον Μπορίς Γεέλτσιν, έζησε τα τελευταία 20 χρόνια της ζωής του στις Ηνωμένες Πολιτείες διδάσκοντας σε πανεπιστήμια. Η πολιτεία του θυμίζει τον κορυφαίο συνθέτη Ντμίτρι Σοστακόβιτς (η 13η Συμφωνία του οποίου βασίζεται στο «Μπάμπι Γιαρ» και άλλα ποιήματα του Γεφτουσένκο) όπως τον παρουσιάζει στο πρόσφατο μυθιστόρημά του «Ο αχός της εποχής» (εκδ. Μεταίχμιο) ο βρετανός συγγραφέας Τζούλιαν Μπαρνς: ένας άνθρωπος με ανήσυχη συνείδηση που όμως αποφεύγει τις δραματικές χειρονομίες.
Πεθαίνοντας στην Τούλσα της Οκλαχόμα («πολύ αμερικανική», έλεγε, σε αντίθεση με τη Νέα Υόρκη η οποία είναι «ολόκληρη η ανθρωπότητα σε μια σταγόνα»), τι κληρονομιά αφήνει; Ενός μεγάλου του 20ού αιώνα, οπωσδήποτε, χάρη στις 150 ποιητικές του συλλογές, για τα μυθιστορήματα που έγραψε, για τις ταινίες που γύρισε – ίσως και για τις εκστρατείες του στη μετασοβιετική Ρωσία κατά των εθνικιστών και υπέρ της μνήμης όσων χάθηκαν στα σταλινικά γκουλάγκ.
Το ερώτημα για το αν η στάση του απέναντι στο σοβιετικό καθεστώς υπήρξε ηθικά ορθή απαιτεί ακρίβεια χάρακα εφόσον δεν συνοδεύθηκε από πλήρη ρήξη, και η αμφιβολία δεν θα ξεκαθαρίσει γρήγορα, έτσι κι αλλιώς: στο μέλλον τα προσωπικά του αρχεία θα ξεσκονιστούν για να επιβεβαιώσουν τους υπερασπιστές ή τους επικριτές του. Αν πρέπει να πάρουμε από τον ίδιο τον Γεφτουσένκο μια ιδέα για τα συναισθήματά του έναντι της ΕΣΣΔ, καλή ένδειξη αποτελεί το ποίημα «Αντίο, κόκκινη σημαία μας» που αναδημοσιεύουν οι New York Times στη νεκρολογία του: «Δεν πήρα τα Χειμερινά Ανάκτορα των τσάρων / Δεν κατέλαβα εξ εφόδου το Ράιχσταγκ του Χίτλερ / Δεν είμαι αυτό που θα έλεγες “κομμούνι” / Αλλά χαϊδεύω την κόκκινη σημαία και κλαίω». Οι στίχοι κατά κανόνα εκλαμβάνονται ως δηλωτικοί ενός είδους σοβιετικού πατριωτισμού. Δηλώνουν όμως εξίσου κι ένα είδος νοσταλγίας. Γιατί ανεξάρτητα από τις υπόλοιπες ταυτίσεις και ταυτότητες, η στενότερη πατρίδα του καθενός είναι τελικά το παρελθόν του, με τα τότε χρώματά του έντονα και αποκαθαρμένα πια από τις παλιές σκιές τους.