Corriere della Sera
Βιβλία/ Τα εκατομμύρια χαμένα παιδιά των πολέμων
Παιδιά και πόλεμος. Παιδιά στρατιώτες. Παιδιά μάρτυρες γενοκτονίας. Παιδιά θύματα: Ο Μπρούνο Μάιντα, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, έγραψε ένα δοκίμιο για τα παιδιά και τις συγκρούσεις στον κόσμο – εκτιμάται ότι μόνο μεταξύ 1985 και 1995, περίπου δύο εκατομμύρια έχασαν τη ζωή τους.
Αλλά τα παιδιά έχουν και μια ιστορία εξαναγκασμένων θυτών, γράφει η Corriere della Sera. Την περίοδο του φασισμού, μαθητές έξι χρονών φορούν την στολή του λυκόπουλου: «Ορκίζομαι να εκτελώ τις διαταγές του Ντούτσε και να υπηρετώ με όλη μου τη δύναμη και, αν είναι απαραίτητο, με το αίμα μου, την Φασιστική Επανάσταση» έλεγε ο υποχρεωτικός όρκος.
Ο ναζισμός ακολουθεί το ίδιο μονοπάτι, κάθε παιδί πρέπει να είναι στρατιώτης. Στο σχολείο, τα θρησκευτικά μαθήματα τελείωναν με χαιρετισμό στον Φύρερ, ενώ το 1943 δημιουργήθηκε το τάγμα 12ο SS Panzer Division Hitlerjugend. Στρατολογήθηκαν 10.000 παιδιά, πολέμησαν σε πολλά μέτωπα. «Φανατικοί», γράφει ο Μάιντα, «θα επιστρέψουν στην πατρίδα τους μόνο εξακόσια».
Στη Σοβιετική Ένωση τα πράγματα δεν ήταν διαφορετικά. Τα παιδιά του καθεστώτος έπρεπε να είναι πάντα έτοιμα να πολεμήσουν για την εργατική τάξη: ορκίστηκαν να είναι πιστοί στις εντολές του Λένιν, και να αγωνιστούν σθεναρά για τον κομμουνισμό. Τάξη και πειθαρχία. Βιβλία και όπλα και σε αυτή την περίπτωση.
Από τα έξι εκατομμύρια Εβραίους που σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τουλάχιστον ένα εκατομμύριο ήταν παιδιά. Πολύ λίγα κατάφεραν να διαφύγουν από τα στρατόπεδα. «Η παιδική ηλικία στο Άουσβιτς ενσαρκώνεται στον Χούρμπινεκ, ο οποίος ήταν ένα τίποτα, ο γιος του θανάτου, ο γιος του Άουσβιτς. Κανείς δεν γνώριζε τίποτα γι’ αυτόν, φαινόταν περίπου τριών χρονών, δεν μπορούσε να μιλήσει, δεν είχε όνομα» γράφει ο Πρίμο Λεβί στην «Ανακωχή»: «Τίποτα δεν έχει μείνει από εκείνον: υπάρχει μόνο μέσα από τα λόγια μου».
Στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα και μετά το 2000, οι πόλεμοι του κόσμου ήταν συχνά άγνωστοι. Ο Μάιντα αφηγείται ιστορίες παιδιών που, όπως στην Κολομβία, δεν έχουν δει ποτέ ένα σχολείο, των παιδιών της Παλαιστίνης που γνωρίζουν μόνο τους προσφυγικούς καταυλισμούς όπου γεννήθηκαν, των παιδιών στη Ρουάντα που είδαν να σκοτώνουν τα μέλη της οικογένειάς τους.
Στη Συρία, μεταξύ 2011 και 2013, σκοτώθηκαν περισσότερα από 10.000 παιδιά, στο Πακιστάν, το 2014, οι Ταλιμπάν σκότωσαν 132 παιδιά σε ένα σχολείο. Στην Καμπότζη, μεταξύ 1975 και 1979, περίπου 2 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, ανάμεσά τους αμέτρητα παιδιά, συχνά με το όπλο στον σβέρκο.
Στον πόλεμο μεταξύ Ιράν και Ιράκ τη δεκαετία του ’80, εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά του Ιράν έχασαν τη ζωή τους, με το «διαβατήριο για τον παράδεισο» στην τσέπη τους. Στην Ουγκάντα έχουν σκοτωθεί πάνω από 66.000 παιδιά. Η Ασία, η Αφρική και η Νότια Αμερική είναι η γεωγραφία του θανάτου. «Τα παιδιά με το όπλο στο χέρι καθρεφτίζουν την αποτυχία των ενηλίκων», γράφει ο Μάιντα. Και φυσικά έχει δίκιο.
Φωτό: Υπάρχει πιο εμβληματική φωτογραφία από αυτή; Ιούνιος 1972. Η Παν Τι Κιμ Πουκ και άλλα παιδάκια θύματα των αμερικανικών ναπάλμ. Πηγή: Washington Times
La Repubblica (έντυπη έκδοση)
Benetton / Ενας μεγάλος του made in Italy επιστρέφει
Επιστρέφει στα 82 του χρόνια, γράφει η Repubblica, για να διώξει τους έμπορους από το ναό. Κι αμέσως μετά ο δημοσιογράφος της εφημερίδας περνάει στο ζουμί: «Τι συνέβη στην Benetton των λευκών μωρών που θήλαζαν μαύρες γυναίκες με μεγάλα στήθη;». Ο Λουτσάνο Μπενετόν, πατριάρχης των United Colors, απαντά: «Το 2008 άφησα την επιχείρηση με 155 εκατομμύρια ευρώ ενεργητικό και τώρα την ξαναπαίρνω με 81 εκατομμύρια ευρώ παθητικό. Με πονάει απίστευτα αυτό το γεγονός. Γι’ αυτό επιστρέφω όπως τότε. Με την αδελφή μου, την Τζουλιάνα, που στα 80 της θα σχεδιάσει και πάλι ρούχα, και τον Ολιβιέρο Τοσκάνι», τον φωτογράφο που εμπνεύστηκε τις εξαιρετικά επιτυχημένες καμπάνιες της Benetton.
Εμείς οι τρεις, λέει ο Λουτσάνο, θα υπερασπιστούμε και πάλι αυτό που ήταν το United Colors of Benetton. Και τι ήταν; «Η ενσωμάτωση, το ius soli και το ius culturae, η μετοίκιση της τέχνης και της ανθρωπολογίας, της ποίησης και του έρωτα. Ένας τρόπος ζωής που είχαμε προβλέψει και ίσως επιβάλαμε κιόλας». Κι ενώ η Benetton έβρισκε μιμητές, η ίδια έσβηνε τα χρώματά της μόνη της. «Ηττηθήκαμε μόνοι μας. Από πηγές φωτός, τα καταστήματα έγιναν σκοτεινά και θλιβερά». Μάλλον ένα σκληρό χτύπημα για κάποιον που στα 20 του ερωτεύτηκε τα χρώματα θαυμάζοντας τους πίνακες του Καντίνσκι.
Μα τι έκανε από τα 73 του και μετά, όταν αποχώρησε από την πολύχρωμη επιχείρησή του, για να την εμπιστευτεί πρώτα στον δευτερότοκο κι έπειτα στους μάνατζερ; «Γύρισα τον κόσμο με μια βάρκα. Κι έπειτα αφιερώθηκα στις αναστηλώσεις των μνημείων». Και τώρα; Κανονικά δεν θα ήθελε να επιστρέψει, δεν του πολυαρέσει η ιδέα να κάνει εκείνη τη δουλειά. Αλλά τη θέληση θα τη βρει. Aυτό που ελπίζει είναι να βρει και τη δύναμη. Κι εκείνο που ξέρει είναι ότι δεν θα συμπεριφερθεί σαν ένα βιβλίο που έχει ήδη γραφτεί. Δηλαδή; «Δεν θα βάλουμε ένα τεράστιο προφυλακτικό στον οβελίσκο της Πλας ντε λα Κονκόρντ ούτε θα φωτογραφηθώ γυμνός με την επιγραφή “Δώστε μου πίσω τα ρούχα μου”. Γυρίσαμε για να ρισκάρουμε».
Και ρίσκο χωρίς χρώμα δεν υπάρχει.
Φωτό: Ηταν, όπως και να το δει κανείς, μια επανάσταση. Πηγή: YouTube
The Conversation
Φύση/ Στο βασίλειο των ζώων αφθονεί το συναίσθημα
Για πολλές δεκαετίες – υπενθυμίζει το Conversation – η ιδέα ότι τα ζώα έχουν προσωπικότητα είχε απορριφθεί από εκείνους που μελετούν την συμπεριφορική επιστήμη.
Στη συνέχεια, όμως, αποκαλύφθηκε ότι οι κατσίκες έχουν τη δυνατότητα να παράγουν φωνητικούς ήχους που συνδέονται με ορισμένες απαιτήσεις: να πάρουν τροφή ή να δείξουν την απογοήτευση ή τα συναισθήματα της απομόνωσης. Αποκαλύφθηκε επίσης ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες ζουν τα άλογα επηρεάζουν την ανάπτυξη των διαφόρων μορφών άγχους και φόβου. Και ίσως το πιο εντυπωσιακό, ότι τα ψάρια «έχουν μια προσωπικότητα ικανή να επηρεάσει την πιθανότητα να έχουν κάποια παράσιτα ή να ξεπεράσουν ένα εμπόδιο σε ένα υδάτινο ρεύμα κατά τη διάρκεια της μετανάστευσης».
Αλλά γιατί είναι σημαντικό να καθορίσουμε αν τα ζώα είναι «αισθανόμενα όντα»; Επειδή εάν τα θεωρήσουμε ως τέτοια, θα πρέπει επίσης να «αναρωτηθούμε τι συναισθήματα βιώνουν όταν ζουν σε συνθήκες εντατικής εκτροφής, σε εργαστήρια όπου χρησιμοποιούνται ως πειραματόζωα ή κλειδωμένα σε ένα κλουβί». Συμπέρασμα; Οταν οι επιστήμονες δηλώνουν ότι τα ζώα μπορούν να βιώσουν άγχος ή πόνο, «οι υπόλοιποι οφείλουμε να αναρωτηθούμε αν η στάση μας απέναντί τους είναι αποδεκτή».
Φωτό: Λες και δεν ξέραμε ότι έχουν συναισθήματα. Πηγή: Shutterstock
The New York Times
Επιτέλους/ Τα sex toys είναι πλέον γένους θηλυκού
«Ο πατέρας μου δεν μιλούσε ποτέ στο σπίτι για τη δουλειά του, ήταν σαν μυστικό. Κι εγώ μέχρι τα 15 μου πίστευα ότι δούλευε για τη μαφία». Αυτός που μιλάει στους New York Times είναι ο Τσαντ Μπρέιβερμαν, γιος του Ρον Μπρέιβερμαν, του ανθρώπου που το 1976 ίδρυσε στην Καλιφόρνια την Doc Johnson, την πιο μεγάλη επιχείρηση σήμερα σεξουαλικών βοηθημάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Τσαντ άρχισε να δουλεύει στην επιχείρηση λίγο μετά τα 15 του, στον τομέα των αποστολών, και τώρα, στα 35 του, είναι επικεφαλής του δημιουργικού τμήματος. Η αδελφή του, η 29χρονη Ερικα, είναι υπεύθυνη του μάρκετινγκ. Και στην ιστορία τους, γράφει η αμερικανική εφημερίδα, καθρεφτίζεται η εξέλιξη στον χρόνο των sex toys. Και πώς εξελίχθηκαν; «Θεωρούνται όλο και λιγότερο πλέον κάτι για το οποίο πρέπει να ντρέπεται κανείς να αγοράσει. Κι αυτό οφείλεται και στην άνοδο των γυναικείων κινημάτων που διδάσκουν στις γυναίκες να αντλούν ευχαρίστηση από το ίδιο τους το σώμα».
Πριν από την κρίση του 2008, οι πωλήσεις είχαν αρχίσει να πέφτουν εξαιτίας του ανταγωνισμού του δωρεάν διαδικτυακού πορνό. Αλλά μετά άρχισε η ανοδική πορεία. Κι ο λόγος οφείλεται και πάλι στις γυναίκες: «Η βιομηχανία του σεξ στράφηκε και στις επιθυμίες των γυναικών, τις οποίες αγνοούσε έως τότε. Ο κλάδος των sex toys κυριαρχείται πλέον από άνδρες που παράγουν προϊόντα προορισμένα για τις γυναίκες». Όπως ήταν φυσικό, η άνοδος έφερε και ανταγωνισμό. Και ποια άλλη μπορεί να είναι η απάντηση από την καινοτομία; «Συνεχίζουμε να πειραματιζόμαστε και να προσφέρουμε νέα προϊόντα» λέει ο Τσαντ Μπρέιβερμαν.
Τα υπόλοιπα στην φαντασία – ή στα καταστήματα.