Είναι ένα στιγμιότυπο κωμικής ανθολογίας. Είναι 9.54 π.μ. Εχει περάσει σχεδόν μια ώρα από την προσέλευση – το λες και παρέλαση – των υποψηφίων παικτών της αδειοδότησης όταν τρία μαύρα αυτοκίνητα εμφανίζονται βιαστικά από τη γωνία, στρίβουν στην οδό Αλ. Πάντου και σταματούν μπροστά στο φυλάκιο της Γενικής Γραμματείας Τύπου.
Οι δημοσιογράφοι, έμπειροι σε τέτοιου είδους σκηνοθεσίες αντιλαμβάνονται αμέσως το μήνυμα: «Ο Παππάς;» ψιθυρίζουν μεταξύ τους. «Ο Παππάς!» επιβεβαιώνουν (πάντα μεταξύ τους) και αρχίζουν να κινούνται με ταχύτητα αθλητή του βάδην από το απέναντι καφέ προς τον υπουργό Επικρατείας.
Ο Νίκος Παππάς φορώντας την εθνική στολή ΣΥΡΙΖΑ (μπλε κοστούμι με σιέλ πουκάμισο) κατεβαίνει από το αυτοκίνητο. Τους κοιτάζει με την άκρη του ματιού του ενώ κάνει ότι μιλάει με τον αξιωματικό που βρίσκεται έξω από την κλειστή καγκελόπορτα. Είναι προφανές ότι περιμένει να φτάσουν κοντά του οι δημοσιογράφοι.
Δίπλα του σε απόσταση bodyguard ο Λευτέρης Κρέτσος, ο γενικός γραμματέας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας ντυμένος με στολή λυράρη από τα Ζωνιανά: μαύρο πουκάμισο στο δεύτερο κουμπί, τζιν, μαύρο γυαλί και το στραβό χαμόγελο του ανθρώπου που μόλις έχει κερδίσει στη ρουλέτα.
Είναι σαφές ότι ο Νίκος Παππάς απολαμβάνει τη στιγμή. Πρώτον γιατί κάνει ότι δεν βλέπει τους δημοσιογράφους. Κανείς φυσιολογικός άνθρωπος δεν μένει τόσο πολύ αδιάφορος όταν ένα αλαφιασμένο λεφούσι έρχεται προς το μέρος του. Και δεύτερον διότι δεν μπορεί να συγκρατήσει εκείνο το ύφος της ικανοποίησης. Με κύρια χαρακτηριστικά το αδιόρατο σήκωμα του φρυδιού και κυρίως το ενστικτώδες ρούφηγμα των μάγουλων (τύπου duckface) που κάνουν όλοι όσοι ξέρουν ότι τους τραβάει η κάμερα.
«Τίποτα παιδιά, όλα καλά», λέει. Και στη συνέχεια το μεταφράζει στα «δημοσιογραφίστικα»: «Δεν υπάρχει δήλωση. Ηρθα απλώς να ενημερωθώ από τον αξιωματικό υπηρεσίας».
«Θα μας κάνετε επίσημη ενημέρωση αργότερα;» ρωτάει κάποιος από το πλήθος των παρατεταμένων μικροφώνων. Και τότε έρχεται η ώρα του Λευτέρη Κρέτσου να απολαύσει τη δική του στιγμή. Σε τόνο Γιώργου Μητσικώστα όταν μιμείται τον Μάκη Ψωμιάδη, συμπληρώνει ενώ μπαίνει στο πίσω κάθισμα του σκούρου υπουργικού Audi: «Θα έχετε ΑΝΟΘΕΥΤΗ ενημέρωση όταν έρθει η ώρα». Και χαμογελάει στραβά με το αστείο που είπε χωρίς να καταλαβαίνει ότι στην πραγματικότητα μόλις τρόλαρε τον εαυτό του. «Ανόθευτη;;;» ρωτάει κάποιος με νόημα. «Ανόθευτη!» επιβεβαιώνει εκείνος ευχαριστημένος που το καλαμπούρι έπιασε τόπο. «Πότε;» τολμάνε να τον ρωτήσουν οι δημοσιογράφοι. «Ε, περιμένετε» απαντά ενώ κλείνει την πόρτα του αυτοκινήτου. Υπονοώντας ότι «σάμπως έχετε και τίποτα καλύτερο να κάνετε; Αφού αυτή είναι η δουλειά σας. Να περιμένετε εμένα».
Το συμπέρασμα από την παραπάνω σκηνή, είναι προφανές. Ο Νίκος Παππάς δεν εμπιστεύεται τα τηλέφωνα! Γιατί κάλλιστα θα μπορούσε να πάρει ένα τηλέφωνο τον αξιωματικό αν ήθελε να ενημερωθεί. Ομως όχι. Ειδοποίησε τη συνοδεία, μπήκε στο αυτοκίνητο, ξεκίνησε από το Μαξίμου, υπέστη την πρωινή κυκλοφορία και πήγε επί τόπου. Ισως για να μπορεί να κοιτάξει τον αξιωματικό στα μάτια και να βεβαιωθεί ότι του λέει την αλήθεια. Ή πάλι γιατί το να εμφανιστείς μπροστά στους δημοσιογράφους και να τους πεις ότι δεν έχεις να τους πεις τίποτα έχει μια ιδιαίτερη σημασία σε κάποιες μορφές εξουσίας. Ειδικά σε εκείνες που βασίζουν το προφίλ τους ακριβώς σε αυτή την κρυψίνοια: «Είμαι εδώ να σου πω ότι δεν θέλω να μάθεις τίποτα από όσα έχω να πω».
Εξάλλου όλη η διαδικασία πάνω σε αυτή τη φιλοσοφία της «κλειστής πόρτας» έχει στηθεί. Δεν είναι μόνο οι ερυθρόλευκες ταινίες της αστυνομίας που έχουν αποκλείσει τους δρόμους γύρω από τη Γενική Γραμματεία Τύπου. Ούτε η ειδοποίηση ότι «ο ιστότοπος της Γ.Γ. τύπου δεν είναι προσβάσιμος». Που σημαίνει ότι μέχρι και το site της Γ.Γ. είναι «κλειστό» λόγω της ημέρας (… Αντωνάκη). Είναι κυρίως αυτή η διάχυτη αίσθηση μυστικοπάθειας που επικρατεί από το πρωί στην οδό Αλ. Πάντου.
Είναι ας πούμε το σφιγμένο ύφος των τηλεοπτικών δημοσιογράφων που για πρώτη φορά δεν έχουν τη γνωστή ευθυμία που τους χαρακτηρίζει συνήθως σε τέτοιες περιστάσεις. Είναι η διαδικασία της προσέλευσης που θυμίζει λίγο εκείνες τις μεταμεσονύκτιες μεταδόσεις του παγκοσμίου πρωταθλήματος πόκερ, όπου ο κάθε ένας από τους φιναλίστ παρελαύνει μπροστά από τις κάμερες με αυτό το μείγμα αυτοπεποίθησης και αγωνίας πριν τον αγώνα (ε, εδώ που τα λέμε, όλη η διαδικασία θυμίζει κάπως πόκερ…).
Και βέβαια είναι το δίχρωμο παπούτσι του Ιβάν Σαββίδη, τα δύο στρώματα CocoMat που έφερε μαζί του ο Θοδωρής Κυριακού, το ταλαιπωρημένο ύφος του Στρατή Λιαρέλη με το λευκό μακό. Είναι το άψογο και μυστηριώδες στυλ της συμβούλου του Βαγγέλη Μαρινάκη (πρώην συμβούλου του Γιάννη Αλαφούζου). Οι βαλίτσες διανυκτέρευσης με τα ροδάκια με τις οποίες προσήλθαν οι σύμβουλοι των υποψηφίων. Το κόκκινο πόλο του Βαγγέλη Μαρινάκη (ξανά). Και η κυρία που εμφανίστηκε λίγο μετά το κλείσιμο των θυρών έξω από την Γ.Γ. Τύπου, κρατώντας ένα χαρτί που έγραφε «Θέλω κι εγώ κανάλι» για να ζήσει κι αυτή το 5λεπτο της δημοσιότητάς της.
Ομως όταν όλες αυτές οι χαριτωμένες λεπτομέρειες κατακαθίσουν, το ερώτημα παραμένει: γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι που διαθέτουν περιουσία με την οποία μπορούν να ζουν μέχρι και τα δισέγγονά τους μπαίνουν σε τέτοια διαδικασία; Και η διαδικασία δεν αφορά το βράδυ που θα περάσουν σε κρεβάτια του στρατού. Αφορά την απόφασή τους να ποντάρουν σε ένα μέσο όπως η τηλεόραση. Που όπως έχει αποδειχθεί τα τελευταία χρόνια επηρεάζει πλέον παρά πολύ λίγους. Και που οι περισσότεροι λατρεύουν να βρίζουν και να απαξιώνουν.
Η απάντηση ίσως βρίσκεται ακριβώς σε αυτό για το οποίο κατηγορούν την κυβέρνηση όσοι μιλάνε για διαδικασία που θυμίζει τηλεπαιχνίδι reality. Γιατί όταν ανήκεις πλέον στους επιφανείς πρωταγωνιστές των οικονομικών σελίδων, αυτό που θα συμβαίνει τις επόμενες ώρες στη Γενική Γραμματεία Τύπου σε αφορά για έναν απροσδόκητο λόγο. Ενα λόγο που δεν είναι ίσως κατανοητός σε όσους εργαζόμενους των καναλιών θα ψάχνουν για δουλειά σε λίγες μέρες. Αλλά που μπορεί πολύ εύκολα να τον αντιληφθεί κάποιος που έχει να πληρώσει παράβολο 3 εκατομμυρίων. Συμμετέχεις για την απόλαυση του παιχνιδιού.