| CreativeProtagon
Επικαιρότητα

Ενα νέο Σχέδιο Μάρσαλ για Καθαρή Ενέργεια 

Ο Μπράιαν Ντις, πρώην διευθυντής του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου του Λευκού Οίκου, υποστηρίζει ότι ήρθε η ώρα για την Ουάσινγκτον να καταστρώσει και να εφαρμόσει ένα νέο, δεύτερο σχέδιο τύπου Μάρσαλ, αυτή τη φορά με στόχο την επείγουσα (λόγω της κλιματικής κρίσης) παγκόσμια μετάβαση στην πράσινη ενέργεια
Protagon Team

Ποιος ήταν ο στόχος του Σχεδίου Μάρσαλ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο; Να σταθούν ξανά στα πόδια τους, έπειτα από την ανείπωτη καταστροφή, οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης, αλλά και να παραμείνουν σε τροχιά γύρω από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αντί να προσχωρήσουν στο σοβιετικό στρατόπεδο, εξυπηρετώντας έτσι τα αμερικανικά συμφέροντα και ενισχύοντας σημαντικά τον ηγεμονικό ρόλο των ΗΠΑ στη διεθνή σκηνή.

Ο Μπράιαν Ντις, πρώην διευθυντής του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου του Λευκού Οίκου από το 2021 έως το 2023 και νυν innovation fellow του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης (MIT), υποστηρίζει στο Foreign Affairs ότι ήρθε η ώρα για την Ουάσινγκτον να καταστρώσει και να εφαρμόσει ένα νέο, δεύτερο Σχέδιο Μάρσαλ, αυτή τη φορά με στόχο την επείγουσα (λόγω της κλιματικής κρίσης) παγκόσμια μετάβαση στην πράσινη, καθαρή ενέργεια.

«Ακριβώς όπως το Σχέδιο Μάρσαλ βοήθησε εκείνες τις χώρες που καταστράφηκαν περισσότερο από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το νέο Σχέδιο Μάρσαλ θα πρέπει να στοχεύει στην αρωγή των χωρών που είναι πιο ευάλωτες στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής: των εταίρων των ΗΠΑ στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Οι αναπτυσσόμενες χώρες και οι αναδυόμενες αγορές θα χρειαστούν πρόσβαση σε φθηνά κεφάλαια και τεχνολογίες για να εγκαταλείψουν τα ορυκτά καύσιμα αρκετά γρήγορα ώστε να σταματήσει η υπερθέρμανση του πλανήτη. Οι ΗΠΑ έχουν και πάλι την ευκαιρία να βοηθήσουν τους άλλους ενώ βοηθούν τον εαυτό τους. Η τοποθέτηση των δικών της ανθηρών βιομηχανιών στο επίκεντρο της ενεργειακής μετάβασης θα δημιουργήσει περαιτέρω καινοτομία και ανάπτυξη» συνοψίζει ο αμερικανός ειδικός.

Ενα πρώτο πλάνο ενός νέου Σχεδίου Μάρσαλ, κατά τη γνώμη του, υπάρχει ήδη: είναι ο νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού (Inflation Reduction Act – IRA), το μαζικό σχέδιο επιδοτήσεων που εφαρμόστηκε το 2022 από την κυβέρνηση Μπάιντεν με στόχο –καταρχάς και κυρίως– την ενεργειακή μετάβαση.

Το εν λόγω σχέδιο προκάλεσε την οργή των ευρωπαίων εταίρων της Αμερικής, οι οποίοι έσπευσαν να κατηγορήσουν, εν μέρει δικαιολογημένα, την Ουάσινγκτον για επιστροφή στον προστατευτισμό και στον αθέμιτο ανταγωνισμό. Ωστόσο, σε ένα αντίστοιχο πλαίσιο εφαρμόστηκε και το αρχικό Σχέδιο Μάρσαλ, ύψους 13 δισ. δολαρίων τότε, τα οποία σήμερα αντιστοιχούν σε 200 δισ. Οπως θυμίζει ο Ντις στην εκτενή ανάλυσή του, «επειδή οι αμερικανικές εταιρείες ήταν στο επίκεντρο του προγράμματος, το 70% των ευρωπαϊκών δαπανών των κεφαλαίων του σχεδίου Μάρσαλ χρησιμοποιήθηκε για την αγορά προϊόντων που κατασκευάζονταν στις ΗΠΑ».

Εκείνη την εποχή, όμως, η Ευρώπη είχε γονατίσει, όπως και οι βιομηχανίες της, ενώ σήμερα οι εταιρείες της Γηραιάς Αλβιώνας θα ήθελαν, ευλόγως, να μπορούν να πουν τη γνώμη τους όσον αφορά την ενεργειακή μετάβαση. Ο Ντις, ωστόσο, εστιάζει την προσοχή του στις χώρες που χρειάζονται περισσότερο εξωτερική υποστήριξη και παραμένει πεπεισμένος ότι «όπως το αρχικό Σχέδιο Μάρσαλ, έτσι και ένα Σχέδιο Μάρσαλ για καθαρή ενέργεια θα πρέπει να ανταποκρίνεται στις αναπτυξιακές ανάγκες άλλων χωρών, ενώ παράλληλα να προωθεί τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Στην περίπτωση αυτή ο στόχος είναι να επιταχυνθεί η υιοθέτηση λύσεων χαμηλού κόστους και μηδενικών εκπομπών άνθρακα, όπως η κατασκευή μπαταριών, η διάδοση της πυρηνικής και γεωθερμικής ενέργειας και η επεξεργασία κρίσιμων ορυκτών. Αυτή η προσέγγιση αντικατοπτρίζει τη βασική αντίληψη ότι […] ο πιο αξιόπιστος τρόπος για να επιταχυνθεί η υιοθέτηση τεχνολογιών μηδενικών εκπομπών άνθρακα είναι να γίνουν αυτές οι τεχνολογίες φθηνές και ευρέως διαθέσιμες».

Πρακτικά αυτός είναι ο κύριος στόχος του νόμου για τη μείωση του πληθωρισμού: «Μειώνοντας το κόστος των τεχνολογιών καθαρής ενέργειας –ιδιαίτερα των καινοτόμων τεχνολογιών, όπως η πυρηνική ενέργεια και η δέσμευση άνθρακα– ο νόμος θα μπορούσε να αποφέρει εξοικονόμηση έως και 120 δισ. δολαρίων σε παγκόσμια κλίμακα έως το 2030. Η υιοθέτηση τεχνολογιών καθαρής ενέργειας στις αναδυόμενες αγορές θα μπορούσε τελικά να επιφέρει μειώσεις των εκπομπών στον υπόλοιπο κόσμο από δύο έως τέσσερις φορές μεγαλύτερες από αυτές που επιτεύχθηκαν στις ΗΠΑ» εξηγεί ο αμερικανός ειδικός.

Επιπλέον, όλα αυτά θα μπορούσαν να επιτευχθούν με λιγότερα χρήματα από όσα είχαν ξοδέψει οι ΗΠΑ κατά την εφαρμογή του αρχικού Σχεδίου Μάρσαλ, «χάρη στα καλύτερα χρηματοοικονομικά εργαλεία που είναι διαθέσιμα σήμερα και στο μειούμενο κόστος των καθαρών τεχνολογιών».

Ο Μπράιαν Ντις δεν κρύβει ότι ακόμη και σήμερα, όπως κατά την περίοδο της εφαρμογής του αρχικού Σχεδίου Μάρσαλ, στο βάθος υπάρχει η αντιπαράθεση με έναν ισχυρό γεωπολιτικό αντίπαλο της Δύσης. Δεν είναι όμως πλέον η ΕΣΣΔ, αλλά η Κίνα, η οποία όχι μόνον υπερέχει σε πολλούς τομείς της καθαρής ενέργειας (μπαταρίες και αιολική/ηλιακή ενέργεια), αλλά εφαρμόζει εδώ και χρόνια ένα κολοσσιαίο παγκόσμιο επενδυτικό πρόγραμμα, γνωστό ως Belt and Road Initiative.

Ωστόσο ο αμερικανός επιστήμονας εμφανίζεται πεπεισμένος πως οι ΗΠΑ μπορούν να τα πάνε καλύτερα: «Ενώ το κινεζικό μοντέλο του Belt and Road βασίζεται στην κρατική χρηματοδότηση, μια αμερικανική προσέγγιση θα βασιζόταν στην αγορά και συνεπώς θα ήταν πιο αποτελεσματική, επειδή καθιστά δυνατό τον ανταγωνισμό και ενθαρρύνει μεγάλες επενδύσεις ιδιωτικών κεφαλαίων».

Η αντικινεζική στάση –από τα λίγα κοινά μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών– είναι εμφανής και σε άλλα σημεία της ανάλυσής του Ντις. «Οι ΗΠΑ πρέπει να ηγηθούν ενός συνασπισμού εταίρων για να δημιουργήσουν πρόσβαση σε επεξεργασμένα κρίσιμα ορυκτά, ούτως ώστε η ενεργειακή μετάβαση να μην οδηγήσει στην αντικατάσταση της εξάρτησης από το ξένο πετρέλαιο με την εξάρτηση από τα κινεζικά κρίσιμα ορυκτά» γράφει.

«Κατακλύζοντας τις παγκόσμιες αγορές με τεχνητά φθηνά αγαθά χωρίς ανάλογη αύξηση των εισαγωγών, η Κίνα επιβάλλει το κόστος των επιδοτήσεων στους εμπορικούς εταίρους της, υπονομεύοντας την απασχόληση, την καινοτομία και τη βιομηχανική ανάπτυξη αλλού. Πράγματι, αυτή η στρατηγική βλάπτει ακόμη και τον βιομηχανικό τομέα της Κίνας και αποτυγχάνει να αντιμετωπίσει τις βαθύτερες αιτίες των εγχώριων οικονομικών προκλήσεων. Ως μέρος του Σχεδίου Μάρσαλ για Καθαρή Ενέργεια, η Ουάσινγκτον πρέπει να ισοπεδώσει τους παγκόσμιους όρους ανταγωνισμού μέσω της ενεργούς αλλά μετρημένης χρήσης εμπορικών εργαλείων, όπως οι δασμοί. Το να μην κάνεις τίποτα και να συμβιβαστείς με την κρατικιστική προσέγγιση της Κίνας δεν είναι ούτε οικονομικά ούτε πολιτικά βιώσιμο» προσθέτει.

Οσο για τη μη πρόβλεψη συμμετοχής της Γηραιάς Ηπείρου στο Σχέδιο Μάρσαλ για Καθαρή Ενέργεια που σκιαγραφεί ο Μπράιαν Ντις στην ανάλυσή του, ο Λούκα Αντζελίνι, αρθρογράφος της Corriere della Sera, σημειώνει καταρχάς πως είναι αλήθεια ότι τα ευρωπαϊκά κράτη θα έπρεπε θεωρητικά να είναι σε θέση να διαχειριστούν με τις δικές τους δυνάμεις την ενεργειακή μετάβαση.

Συγχρόνως, όμως, είναι επίσης αλήθεια ότι αν ο στόχος του νέου Σχεδίου Μάρσαλ είναι όχι μόνο κλιματικός αλλά και γεωστρατηγικός, ένας πόλεμος επιδοτήσεων και δασμών μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης αναπόφευκτα θα υπονόμευε και τα αμερικανικά συμφέροντα, ειδικά συνυπολογίζοντας ότι πολλά ευρωπαϊκά κράτη (με πρώτη τη Γερμανία) δεν επιθυμούν ή/και δεν μπορούν να διακόψουν τις σχέσεις τους με την Κίνα.

Πάντως ο Ντις θεωρεί ότι «το Σχέδιο Μάρσαλ για Καθαρή Ενέργεια θα ήταν καλό για τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις των ΗΠΑ, καθώς θα δημιουργούσε ευκαιρίες δισεκατομμυρίων δολαρίων στην αγορά, καλό για τους αναπτυσσόμενες χώρες-εταίρους των ΗΠΑ, καθώς θα παρείχε χαμηλού κόστους λύσεις απαλλαγής από τον άνθρακα, καλό και για την παγκόσμια τάξη πραγμάτων, καθώς θα δημιουργούσε πιο ανθεκτικές αλυσίδες εφοδιασμού και ένα πιο ισορροπημένο και βιώσιμο σύστημα συναλλαγών.

»Είναι, ασφαλώς, σκόπιμο να βοηθηθούν οι χώρες που έχουν συμβάλει λιγότερο στην κλιματική κρίση και είναι λιγότερο ικανές να την αντιμετωπίσουν. Μένει όμως να φανεί εάν –παρά τις ολοφάνερες κινεζικές εμπορικές ατασθαλίες και την κάθε άλλο παρά εντυπωσιακή επιτυχία των διεθνών συμφωνιών– ο αγώνας κατά της κλιματικής αλλαγής, του πιο παγκόσμιου από όλα τα προβλήματα, μπορεί πραγματικά να διεξαχθεί καλύτερα “εναντίον” των άλλων –μέσω μιας επιστροφής στη λογική των αντιτιθέμενων “μπλοκ”– παρά από κοινού» σχολιάζει ο ιταλός δημοσιογράφος.