Την Πέμπτη συμπληρώθηκαν 75 χρόνια από τότε που ο Φέρεντς Πούσκας έκανε το ντεμπούτο του με την εθνική ομάδα της Ουγγαρίας εναντίον της Αυστρίας.
Ηταν 20 Αυγούστου του 1945 όταν η Ουγγαρία συνέτριψε με 5-2 την γειτόνισσά της, με τον 18χρονο, τότε, Φέρεντς να σημειώνει το παρθενικό του τέρμα.
Η Ουγγαρία λοιπόν τιμά το πλέον εξέχον ποδοσφαιρικό της τέκνο με ένα μιούζικαλ που αφηγείται την (αθλητική) ζωή του, εμπνεύσεως και σκηνοθεσίας του Βάικ Σέντε.
Το μιούζικαλ, με τίτλο απλώς το επώνυμό του, ζωντανεύει την επαγγελματική καριέρα του Πούσκας και ταυτόχρονα, λέει ο Σέντε, αποτίει φόρο τιμής σε έναν από τους μεγαλύτερους αθλητές της Ουγγαρίας.
«Ήταν μέρος της καλύτερης εθνικής ομάδας όλων των εποχών, της «Χρυσής Ομάδας» [σ.σ: Aranycsapat στα ουγγρικά, «Αράντσιπατ»] ενώ έπαιξε και πολύ σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ρεάλ Μαδρίτης, όπου έπαιξε σε συλλογικό επίπεδο», λέει.
Το μιούζικαλ περιγράφει τη ζωή του Πούσκας από το 1937, όταν ήταν 10 ετών, μέχρι τον τελικό του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου του 1960, όπου έπαιξε με τα χρώματα της Ρεάλ εναντίον της Αϊντραχτ Φρανκφούρτης.
Ο Λάζλο Σάμπο, παραγωγός του μιούζικαλ, στη συνέντευξη Τύπου που δόθηκε, υπερασπίστηκε την ποδοσφαιρική παρακαταθήκη του Πούσκας αναφέροντας ότι «κάθε Ούγγρος συγκινείται από τον Πούσκας και την ιστορία της Aranycsapat».
Τον ίδιο τον Πούσκας θα υποδυθεί ο ηθοποιός Τάμας Βέρεμπ, ο οποίος μοιάζει εκπληκτικά με τον ποδοσφαιριστή. Θα πλαισιώνεται από άλλους 20 ηθοποιούς-χορευτές επί σκηνής.
Ο Πούσκας γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1927 στη Βουδαπέστη και υπήρξε ένας από τους πιο χαρισματικούς σκόρερ του παγκοσμίου ποδοσφαίρου με το «φαρμακερό» αριστερό του σουτ.
Εντάχθηκε στις ποδοσφαιρικές ακαδημίες της Κίσπεστ Χόνβεντ, λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν προπονητής της ομάδας ήταν ο πατέρας του.
Ο Πούσκας έλαβε το παρατσούκλι «Καλπάζων Συνταγματάρχης» καθώς το 1949, επί κομμουνιστικής διακυβέρνησης, το Υπουργείο Άμυνας ανέλαβε τις τύχες του συλλόγου και η Χόνβεντ έγινε η ομάδα του στρατού.
Οι ποδοσφαιριστές της έγιναν αξιωματικοί και ο Πούσκας, λίγα χρόνια μετά, πήρε όντως τον βαθμό του συνταγματάρχη.
Παρέα με τους Ζόλταν Τσίμπορ και Σάντορ Κότσις, οδήγησε σε μεγάλους θριάμβους τη Χόνβεντ, ενώ ο ίδιος αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ το 1948 (50 γκολ), το 1949 (31), το 1950 (25) και το 1953 (27).
Συνολικά, στο πρωτάθλημα Ουγγαρίας είχε 354 συμμετοχές και σημείωσε 357 γκολ.
Υπηρέτησε την ομάδα του έως το 1956, χρονιά που ξέσπασε η Ουγγρική Επανάσταση, οπότε και μεταγράφηκε στην Ρεάλ Μαδρίτης, μετά από μια ολόκληρη περιπέτεια.
Παρότι αρχικά βρέθηκε πολύ κοντά στην Εσπανιόλ και μάλιστα έπαιξε σε κάποια φιλικά, στη συνέχεια ταξίδεψε στην Ιταλία, όπου η Γιουβέντους και η Μίλαν επιθυμούσαν να τον εντάξουν στο ρόστερ τους.
Υπολόγιζε, όμως, χωρίς την UEFA, η οποία του επέβαλε διετή αποκλεισμό και έτσι το 1958 επέστρεψε στην Ισπανία και εντάχθηκε στο δυναμικό της Ρεάλ Μαδρίτης.
Στη Μαδρίτη, ο Πούσκας βρήκε δύο ισάξιους παρτενέρ, τον Αλφρέδο ντι Στέφανο και τον Ρεϊμόν Κοπά. Πανηγύρισε μαζί τους την κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1959 και το 1960.
Την πρώτη χρονιά ήταν τραυματίας και έχασε τον τελικό με τη Ρεμς, αλλά το 1960 έδωσε το παρών και έγραψε ιστορία.
Στο 7-3 επί της Άιντραχτ Φρανκφούρτης, ο Πούσκας πέτυχε τέσσερα γκολ και ο Ντι Στέφανο τρία.
Συνολικά, με τη φανέλα των «Μερένγκες» ο Φέρεντς Πούσκας κατέκτησε πέντε πρωταθλήματα και έπαιξε σε 180 αγώνες της Πριμέρα Ντιβιζιόν, σημειώνοντας 156 γκολ, ενώ στην Ευρώπη σκόραρε 35 φορές σε 39 ματς.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ισπανία πήρε την υπηκοότητα και με την εθνική ομάδα έλαβε μέρος στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1962. Έπαιξε σε τέσσερα ματς, χωρίς να πετύχει γκολ.
Ο Φέρεντς Πούσκας εγκατέλειψε την ενεργό δράση σε ηλικία 40 ετών, το 1967, και ακολούθησε προπονητική καριέρα. Ως προπονητής του Παναθηναϊκού χάρισε στο ελληνικό ποδόσφαιρο τη μεγαλύτερη επιτυχία του επί συλλογικού επιπέδου, δηλαδή την πορεία του ΠΑΟ ως το Γουέμπλεϊ και στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών του 1971, στο Γουέμπλεϊ του Λονδίνου, απέναντι στον σπουδαίο Αγιαξ του Γιόχαν Κρόιφ.
Έμεινε στους «πράσινους» την πενταετία 1969-1974 (δύο πρωταθλήματα ο απολογισμός του), ενώ λίγα χρόνια αργότερα βρέθηκε ξανά στην Αθήνα και εργάσθηκε για μία σεζόν (1978-79) στην ΑΕΚ.
Ο «δικέφαλος» κατέκτησε το πρωτάθλημα και ο Πούσκας μοιράστηκε τον τίτλο μαζί με τον Ανδρέα Σταματιάδη, που τον διαδέχθηκε.
Εκτός από την Ελλάδα και την Αυστραλία, ο Φέρεντς Πούσκας δούλεψε ως προπονητής στην Ισπανία (Χέρκουλες 1967, Αλαβές 1968-1969), στις ΗΠΑ (Γκόλντεν Γκέιτ, 1967-1968), στον Καναδά (Βανκούβερ, 1968), στη Χιλή (Κόλο Κόλο, 1975-1976), στη Σαουδική Αραβία (1976-1977), στην Αίγυπτο (Αλ Μασρί, 1979-1982), στην Παραγουάη (Σολ ντε Αμέρικα 1985-1986, Σέρο Πορτένιο 1986-1989) και στην Εθνική Ουγγαρίας το 1993.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ταλαιπωρήθηκε από τη νόσο του Αλτσχάιμερ.
Πέθανε από πνευμονία σε νοσοκομείο της Βουδαπέστης, στις 17 Νοεμβρίου 2006.