Ενα γλυκό μάμπο, γράμμα ερωτικό, λούπες συνεχείς των σχέσεων ανδρών και γυναικών, με όλες τις διαβαθμίσεις: φλερτ, έρωτας, απόρριψη, θυμός, σαγήνη, εγκατάλειψη, αδιαφορία. Αυτοί είναι οι κώδικες που φέρνει το έργο Sweet Mambo, το πρoτελευταίο που χορογράφησε η ιέρεια του σύγχρονου χορού Πίνα Μπάους, ένα χρόνο πριν πεθάνει. Η ομάδα της περιοδεύει ανά τον κόσμο παρουσιάζοντας το και σε αυτό το πλαίσιο έρχεται και στην Αθήνα, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση από τις 3 ως τις 6 Νοεμβρίου.
Στην Ελλάδα η Πίνα Μπάους είναι ιδιαιτέρως αγαπητή και το έργο της μνημονεύεται συχνά. Ελεγε ο Γιώργος Λούκος (πρώην διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου) στην εφημερίδα του Φεστιβάλ Αθηνών: «Την πρώτη χρονιά που την κάλεσα στο Φεστιβάλ δεν έβρισκε ημερομηνίες και είχα πει ότι θα αρνηθώ τη θέση αν δεν μπορέσει να έρθει. Άλλαξε τις ημερομηνίες τότε στο Παρίσι, πήρε τους χορευτές και ήρθε και παρουσίασε το Cafe Muller. Η σχέση μας ήταν φιλική, δεν την έβλεπα ποτέ επαγγελματικά. Βλέπαμε τις παραστάσεις, πίναμε ένα ποτήρι κρασί και ήμασταν στον παράδεισο». Με την Πίνα Μπάους να κρατά πάντα στα ακροδάχτυλά της ένα τσιγάρο με την καύτρα να μακραίνει προς το πάτωμα.
Τι είναι όμως το «Sweet Mambo». Η λυρική χορογραφία της σχέσης άντρα-γυναίκας. Στη σκηνή ανεβαίνουν τρεις άντρες και έξι γυναίκες ντυμένες με υπέροχα, αισθαντικά σατέν φορέματα που σχεδίασε η Marion Cito. Οσο εξελίσσεται το έργο αντιλαμβάνεται ο θεατής ότι δεν αποτελούν σύμβολα ναρκισσισμού ή θηλυκότητας, αλλά ασπίδες, κουβούκλια προστασίας. Οι τέσσερις χορεύτριες λένε το όνομά τους στην αρχή. Το συλλαβίζουν, το επαναλαμβάνουν, παρακαλούν «μην το ξεχάσετε».
Στη σκηνή κυριαρχούν οι λευκές κουρτίνες του Peter Pabst που φουσκώνουν παίρνουν μορφές και όγκο, ενώ υπάρχει και η προβολή του γερμανικού μελοδράματος του 1938 «Η μπλε αλεπού». Στην τελευταία παρουσίαση του «Sweet Mambo» στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου το 2014 οι κριτικές υπήρξαν εξαιρετικές, κάνοντας λόγο για ποιητική απόγνωση και μελαγχολική ομορφιά. Ετοιμαστείτε να δείτε σκηνές υψηλού ερωτισμού, άλλες με παιχνίδια εξουσίας των φύλων, απόγνωσης, αναζήτησης.
Η γυναίκα με το κομπινεζόν και το τσιγάρο στο χέρι
Εχουν περάσει επτά χρόνια από το θάνατο της Μπάους, και όμως έχει ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο εξακολουθεί να καθορίζει, να είναι σημείο αναφοράς στον σύγχρονο χορό. Μοιάζει να είναι διαρκώς παρούσα και με κάποιον τρόπο να οδηγεί τις τάσεις ή να παρατηρεί από κάπου όσα συμβαίνουν στη σκηνή. Πάντα είχε όμως αυτή την σχεδόν εξωπραγματική, εξώκοσμη ιδιότητα. Όπως έλεγε γελώντας ο Γιώργος Λούκος στο Παρίσι όπου την περίμεναν κάθε χρονιά για να παρουσιάσει το νέο της έργο, έλεγαν ότι «αν προηγουμένως δεν έλθει η Πίνα στο Παρίσι δεν θα έφταναν η άνοιξη και το καλοκαίρι».
Η ιέρεια του γερμανικού εξπρεσιονισμού στο χορό γεννήθηκε ως Φιλιπίνα Μπάους τον Ιούλιο του 1940 στο Σόλινγκεν της Γερμανίας. Ναι, ναζισμός, πόλεμος, κυριαρχία και συντριβή, φασισμός και διάψευση ήταν καθοριστικά στα χρόνια της παιδικής και κυρίως εφηβικής ηλικίας της. Δεν είναι τυχαίο ότι στη συνέχεια ενέταξε όσο λίγοι, και σχεδόν επέβαλε τον λόγο στον χορό δημιουργώντας μια σύγχρονη δυναμική μορφή χοροθεάτρου. Και ίσως γι αυτό έλεγε «δεν με ενδιαφέρει πώς κινείται κάποιος αλλά τι είναι αυτό που τον κινεί».
Hταν το τρίτο παιδί (με μεγάλη χρονική απόσταση από τα άλλα δύο) μιας οικογένειας μεσαίας τάξης, που ήταν ιδιοκτήτες ενός εστιατορίου σε ξενοδοχείο. Η ίδια η Μπάους δήλωσε ότι παρακολουθούσε υπνωτισμένη τους πελάτες, τις συμπεριφορές τους, από την τυπικότητα ως τη βία, από την τρυφερότητα ως την εκμετάλλευση. Και ήταν αυτή η βασική πηγή έμπνευσης για το έργο σταθμό στην καριέρα της Café Müller.
Αρχισε να σπουδάζει χορό σχετικά αργά, στα 14 της χρόνια, με δάσκαλο των ειρηνιστή Κουρτ Γιος που καθόρισε τη σκέψη της και τη φιλοσοφία που ανέπτυξε για τον χορό. Πέντε χρόνια μετά βρέθηκε να φοιτά με υποτροφία στη Σχολή Τζούλιαρντ, όπου καθορίστηκε όχι μόνο από σπουδαίους δασκάλους αλλά και από την κουλτούρα, τον τρόπο ζωής της Νέας Υόρκης. Λεπτομέρεια: όταν έφτασε στη Νέα Υόρκη, δεν μιλούσε αγγλικά…
Επέστρεψε στη Γερμανία το 1962 για να συνεργαστεί με τον Γιος, και το 1973 έγινε διευθύντρια στο περίφημο Tanztheater στου Βούπερταλ και το μετέτρεψε σε μήτρα, καρδιά του χοροθεάτρου παγκοσμίως. Όχι αμέσως όμως. Σόκαρε το κοινό στην αρχή. Αρχισαν να φεύγουν οργισμένοι θεατές από την αίθουσα. Να διαμαρτύρονται στις τοπικές αρχές, να την απειλούν. Είναι δυνατόν: Χορευτές που μιλούν, παράγουν ήχους χωρίς σκηνικά και κοστούμια που ως τότε κυριαρχούσαν. Νέα φόρμα, νέα αισθητική, νέα γλώσσα, νέα όρια.
Όταν χορογράφησε το Bluebeard του Μπάρτοκ με γραφικές απεικονίσεις σεξουαλικής κακοποίησης προκάλεσε θύελλα με την αμερικανίδα κριτικό Αρλίν Κρος να την κατηγορεί ότι χρησιμοποίησε «πορνογραφία του πόνου». Ο Γιώργος Λούκος μιλώντας στην Εφημερίδα του Φεστιβάλ Αθηνών με θαυμαστό τρόπο περιέγραφε αυτό που προκάλεσε η Μπάους: «πριν την εμφάνιση της Πίνα Μπάους στο κλασικό μπαλέτο βλέπαμε πράγματα πολύ απλά, δηλαδή κύκνους και κυκνάκια. Στον μοντέρνο χορό, πάλι, κυριαρχούσαν φιγούρες, σαν αριθμοί ή σαν νότες, χωρίς τίποτε το ανθρώπινο. Και ξαφνικά έρχεται η Πίνα, βγαίνει με το κομπινεζόν, λέει μια κουβεντούλα, τρώει ένα χαστούκι, κάνει δυο βηματάκια, κι όλος ο κόσμος βλέπει τον εαυτό του πάνω στη σκηνή. Δεν νομίζω ότι μπορώ να περιγράψω με ακρίβεια ποια είναι η αλήθεια του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Στις παραστάσεις της Πίνα, όμως, η αλήθεια είναι σ’ αυτές τις ανεπαίσθητες, τις απολύτως ανθρώπινες, αισθησιακές και συγκινητικές σκηνές, τις τόσο καθημερινές και τις τόσο απροσδόκητες… Ίσως αυτός είναι ο λόγος που την κάνει εξίσου σημαντική και επιδραστική όχι μόνο στον χορό: είναι ο άνθρωπος που, ξαφνικά, χωρίς κείμενο, ένωσε το παγκόσμιο θέατρο».
Όταν παρουσίασε τη χορογραφία της για το γνωστό έργο του Στραβίνσκι «Ιεροτελεστία της Ανοιξης» δέχθηκε το μένος της τοπικής κοινωνίας, σχεδόν μέχρι τα όρια του προπηλακισμού. Ηταν 3 Δεκεμβρίου του 1975 όταν έκανε πρεμιέρα το έργο. Κατά τη διδασκαλία της η Πίνα Μπάους έλεγε ότι προσπάθησε να εξηγήσει στους χορευτές «τι σημαίνει για εμένα η λέξη Sacre, θυσία, καθώς ο γαλλικός τίτλος του έργου είναι «Le Sacre du Printemps»…. Τα πάντα όμως εκκινούν από τη μουσική που φέρει τόσα πολλά και διαφορετικά συναισθήματα. Υπάρχει φόβος, πολύς. Σκεφτόμουν, πώς είναι άραγε να χορεύεις ξέροντας ότι θα πεθάνεις; Πώς θα ένιωθα; Η “εκλεκτή” είναι ξεχωριστή αλλά καθώς χορεύει ξέρει ότι θα οδηγηθεί στον θάνατο στο τέλος».
Σύντομα την αποδέχθηκε όχι μόνο το Βούπερταλ αλλά το παγκόσμιο κοινό και καθόρισε τους σημαντικότερους χορογράφους της εποχής μας. Από το 2000 άρχισε να αλλάζει ο βασικός της κώδικας, να μετακινείται από τις πιο εσωτερικές, απαισιόδοξες αναζητήσεις, προς το γέλιο, τη χαρά της ζωής, την αγάπη. Αυτά ακριβώς που θα δούμε στο «Sweet Mambo».
info:
Sweet Mambo
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, Κεντρική Σκηνή
3-6 Νοεμβρίου 2016
20:30