«Ο πατέρας μου ήτανε πολύ προβληματισμένος σαν άνθρωπος αλλά και ανοιχτό μυαλό. Τον άγχωνε η πολιτική κατάσταση της χώρας. Διάβαζε καθημερινά όλο τον Τύπο και παρακολουθούσε τα πάντα. Όλη αυτή την ανησυχία και τον προβληματισμό που εμείς βιώναμε μέσα στο σπίτι μας, τα μετέφερε το βράδυ στη δουλειά του όπου, με έναν δικό του αριστοφανικό τρόπο, μετατρέποντάς τα σε σόου, καυτηρίαζε την εκάστοτε εξουσία».
Αν ξεκινάς έτσι, ξέρεις περίπου με τι έχεις να κάνεις. Με ποιον αριστοφανικό ήρωα της Ελλάδας του ’50 και εντεύθεν. Όπως το έχει θέσει η Κατερίνα Ζαμπέτα, κόρη του λαϊκού βάρδου και μετρ του μπουζουκιού και της ατάκας, Γιώργου Ζαμπέτα, η αφετηρία του ήταν το ενδιαφέρον και το… άγχος. Το αποτέλεσμα ήταν ένα σόου αριστοφανικό.
Ήταν αυτό, τελικά, ο Γιώργος Ζαμπέτας; Ή πολύ περισσότερα; Ο σκηνοθέτης Πέτρος Ζούλιας το έψαξε περισσότερο. Από αγάπη και με μεράκι. Όπως το έψαξε, ως «Αργυρώ» του Ζαμπέτα, γυναίκα της ζωής του, και η Βίκυ Σταυροπούλου. Είχαν άλλωστε έναν άθλο μπροστά τους. Να στήσουν, με βάση και τις αφηγήσεις 515 σελίδων της Κατερίνας Ζαμπέτα (στο βιβλίο της «Βαθιά στη θάλασσα θα πέσω», εκδ. Άγκυρα) ένα – αριστοφανικό, άραγε, επίσης; – σόου, μια παράσταση Ζαμπέτα και δη δίχως καν τον ίδιο τον Ζαμπέτα. Και εγένετο «Μάλιστα κύριε… Ζαμπέτα», που εκκινεί στις 18 Οκτωβρίου στο Θέατρο Αλίκη.
Τι λέτε; Να μην πιστέψουμε όσα καλά γράφει η κόρη για τον πατέρα; Να το δούμε πιο χαλαρά; Μπα, ο Πέτρος Ζούλιας δίνει στα πράγματα ακόμη πιο μεγάλη διάσταση: «Ο Γιώργος Ζαμπέτας είναι ένα υπέροχο εθνικό κεφάλαιο». Και περιμένουμε να εξηγηθεί, ξέροντας πως ήταν η Κατερίνα Ζαμπέτα που του πρότεινε πριν από πέντε χρόνια να στήσει αυτή τη μουσική παράσταση, με τραγούδια που – παράξενο ή μη – γράφτηκαν από προσωπικές εμπειρίες του βάρδου. Όπως η «Πολυξένη» που μιλάει για την άνοδο του δολαρίου και ξεκίνησε «από τα ψώνια που κάναμε λόγω της ακρίβειας» κατά την Κατερίνα Ζαμπέτα. «Ο Αράπης», που «βγήκε από μια φωτογραφία που είχαμε στο σπίτι και την είχε φέρει ένας μπουζουξής». Η «Βαλίτσα» που «είναι καθαρά βιωματικό τραγούδι και θυμίζει όσα συνέβαιναν όταν τσακωνότανε με τη μάνα μου»… Μαζί με τόσες ιστορίες, αστείες αλλά και δραματικές συνάμα.
«Εθνικό κεφάλαιο», όμως; Ναι, επιμένει ο σκηνοθέτης του «Μάλιστα κύριε… Ζαμπέτα». «Είναι κοινό μυστικό ότι δεν του αποδόθηκε ούτε η αξία που είχε, ούτε οι τιμές που του έπρεπαν. Ο Ζαμπέτας έμεινε στο τέλος εκτός δισκογραφίας, με μια τεράστια πίκρα». Ποιος; Ο Ζαμπέτας που μόνον που «ήρθε κι απόψε στα σκαλοπάτια της» έχτισε, λίγο ως πολύ, την ελληνική δισκογραφία. Και που μαζί με το Βασίλη Τσιτσάνη και κάποια έργα του Μάνου Χατζιδάκι (όπως το αειφόρο «Χαμόγελο της Τζοκόντας») είναι στις πρώτες θέσεις των – όποιων – πωλήσεων έχουν απομείνει στην ελληνική δισκογραφία.
«Χαρακτηρίστηκε απλώς, ελαφρά τη καρδία, ως ένας σκυλάς», συνεχίζει ο Πέτρος Ζούλιας. «Ο χρόνος του φέρθηκε στο τέλος άσχημα. Η παράστασή μας, λοιπόν, έχει λόγο ύπαρξης πάντα αλλά ειδικά σήμερα, γιατί ο Ζαμπέτας είναι αντίδοτο στη θλίψη και στην απογοήτευση». Και δεν έχουμε λίγες από αυτές στις μέρες μας. «Φέρνει το φως και τη χαρά! Ήταν δε ο μόνος που έπαιρνε έναν στίχο δραματικό και τον έκανε κωμικό. Πιο ελαφρύ. Ακόμη πιο σημαντικό ήταν το μότο του: Μέρα δίχως χαμόγελο είναι χαμένη μέρα».
Είναι και μια ευθύνη για τον ίδιο τον Πέτρο Ζούλια και για τους συντελεστές της παράστασης στο Θέατρο Αλίκη, που θα γεμίσει με τις πενιές του, αυτό το εγχείρημα καθώς με έναν τρόπο ενέχει και την ιστορία της χρυσής εποχής του ελληνικού σινεμά. Και μιλάμε για έναν δημιουργό που μπαίνει δυναμικά στη μουσική παραγωγή το ’50 και γράφει μέχρι το τέλος, αν και δισκογραφικά έκλεισε το ’80 με το «Χίλια περιστέρια». Όμως, όπως επισημαίνει και ο σκηνοθέτης, ήταν βάρδος που ανέδειξε πολλούς σημαντικούς τραγουδιστές. Και έκανε το λαϊκό τρέχον σήμα, θα προσθέταμε. Εξ ου και το σκηνικό της ευφάνταστης Αθανασίας Σμαραγδή, εμπνευσμένο από τις χρωματιστές πλάκες σε μια απλή, λαϊκή, αυλή στο Αιγάλεω, που παραπέμπει ακριβώς σε αυτό το στοιχείο του Ζαμπέτα.
«Σαν παυσίπονο γι’ αυτά που περνάμε είναι ο Ζαμπέτας», επιμένει και η πρωταγωνίστρια, η «Αργυρώ» του θιάσου, Βίκυ Σταυροπούλου, που προβάρει εδώ και καιρό τα τραγούδια της (σαν το «Καρφάκι», το «Εξουσία αν μου δίναν» ή το συρτάκι «Είναι το στρώμα μου μονό») όχι μόνον στο αυτοκίνητό της, όσο οδηγεί, αλλά ακόμη και στα μπάνιο της, όπως λέει γελώντας.
«Ο Ζαμπέτας, αυτός ο απίστευτος ροκάς, ο γλεντζές, ο γενναιόδωρος, ήταν ένα πολύ ενωτικό στοιχείο. Ήταν δε αυτοδίδακτος σε όλα. Όλα τα έκανε με την μαγκιά και την ψυχούλα του. Με τη φόρα του. Με το που ακούς ένα τραγούδι του, γίνεσαι αυτόματα μια αγκαλιά. Είναι εντυπωσιακό πόσα πέρασε αυτός ο άνθρωπος: Κατοχή, Εμφύλιο, δικτατορία. Όλα όσα έγιναν σε αυτή τη χώρα, κοινωνικοοικονομικοπολιτικά, τα έζησε. Η ζωή του ήταν σαν ένα ψυχογράφημα όλων αυτών».
Για την Βίκυ Σταυροπούλου σημασία στην παράσταση είχε και το ταξίδι: «Ταξίδεψα μαζί του, συγκινήθηκα, πόνεσα, έμαθα. Λάτρεψα τη στάση ζωής του. Σαν αριστοφανικός χαρακτήρας ήταν με αυτό το αμάζευτο που είχε. Το βασικό δε ήταν ένα. Όλα αυτά ήταν αλήθεια. Στον Ζαμπέτα δεν υπήρχε δηθενιά».
Ζαμπέτας βέβαια δεν υπάρχει επί σκηνής του Αλίκη. «Δεν μπορούσε να υπάρξει», είναι η εξήγηση του Πέτρου Ζούλια. «Δεν παίζεται ο πραγματικός Ζαμπέτας». Υπάρχουν η ιδέα του, τα τραγούδια του, ο σχολιασμός του σε βίντεο ή ηχητικά ντοκουμέντα, οι εικόνες του, αλλά όχι ο ίδιος ως ήρωας που ενσαρκώνεται από έναν ηθοποιό. Υπάρχει βέβαια και ο έρωτας της ζωής του, η Αργυρώ του / Βίκυ Σταυροπούλου. «Με άγχωσε», μου εξομολογείται η ίδια, «το γεγονός ότι είχαμε να κάνουμε στην παράσταση με ένα υπαρκτό πρόσωπο. Με ξεάγχωσε το γεγονός ότι θα υποδύομαι την Αργυρώ Ζαμπέτα που έπλασε ο Πέτρος Ζούλιας». Και αυτό μέσα από τα τραγούδια «τους», που αποδίδει οκταμελής ζωντανή ορχήστρα, υπό τον έμπειρο Γιώργο Ζαχαρίου.
Μάθημα και αυτό, μουσικό, στο «μαζί» του Ζαμπέτα. Αυτή την ενωτική του τάση, όπως την παρατήρησε η Βίκυ Σταυροπούλου. Της λείπει αυτό, σήμερα; «Ευτυχώς όχι σε μένα. Νομίζω όμως ότι είναι επιτακτική ανάγκη αυτό το μαζί. Όταν είμαστε μαζί, τα προβλήματα, ακόμη κι αν δεν λύνονται, ελαφρύνουν».