Μέσα στον «μεγάλο πόλεμο» που διεξάγεται εδώ και τρεις εβδομάδες στις ΗΠΑ με φόντο τον φόνο του μαύρου Τζορτζ Φλόιντ από λευκό αστυφύλακα, αλλά και τις προεδρικές εκλογές του προσεχούς Νοεμβρίου, εξελίσσεται και ένας δεύτερος, «μικρός πόλεμος», που αφορά την εφημερίδα New York Times τυπικώς, αλλά, επί της ουσίας, την άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος στο πλαίσιο μίας δυτικής δημοκρατίας, εξ ορισμού πλουραλιστικής. (Και κατά τούτο είναι και αυτός ο πόλεμος μεγάλος, ίσως και μεγαλύτερος του πρώτου των πεζοδρομίων και των δρόμων).
Οπως είναι γνωστό, ο αρχισυντάκτης των σελίδων Γνώμης της νεοϋορκέζικης εφημερίδας Τζέιμς Μπένετ παραιτήθηκε στις 7 Ιουνίου ύστερα από κριτική που υπέστη από συναδέλφους του (και ύστερα από το άδειασμα της ιδιοκτησίας) επειδή, με ευθύνη του, δημοσίευσε άρθρο του ρεπουμπλικανού γερουσιαστή Τομ Κότον το οποίο παρεξέκλινε από την πεπατημένη της πολιτικής ορθότητας, αφού ζητούσε «αποκατάσταση της διασαλευμένης τάξης» (στους δρόμους, από διάφορα ακραία στοιχεία), με «επίδειξη πυγμής», από τον στρατό κιόλας. Το εν λόγω «εύφλεκτο» άρθρο είχε δημοσιευτεί στις 3 Ιουνίου.
Σύμφωνα με τα μεταδιδόμενα από την αμερικανική μητρόπολη, η παραίτηση του Μπένετ σχετίζεται με την αντιπαράθεση που μαίνεται μεταξύ των συντακτών του φύλλου. Οι παλιοί, όπως ο παραιτηθείς, προστατεύουν το δικαίωμα του αναγνώστη στην πληροφόρηση, δημοσιεύοντας όλες τις απόψεις, ενώ οι νεότεροι σε ηλικία γράφουν στοχοπροσηλωμένοι «στην κοινωνική δικαιοσύνη» (και αναλόγως, βέβαια, διαγράφουν).
Με το περιστατικό αυτό οι ΝΥΤ βρέθηκαν ως πρωταγωνιστές στις ειδήσεις και όχι μόνο ως διεκπεραιωτές. Από την παραίτηση Μπένετ και μετά οι «μετριοπαθείς» παλαιοί συντάκτες πέρασαν στην αντεπίθεση μέσα από τις στήλες της εφημερίδας και καυτηρίασαν τον λογοκριτικό ζήλο των νεαρών και, υποτίθεται, δημοκρατικότερων συναδέλφων τους. Ο αρθρογράφος Μπρετ Στίβενς έγραψε: «Η θέση να μη δημοσιευθεί η παρέμβαση του γερουσιαστή Τομ Κότον είναι δώρο στους εχθρούς της ελευθερίας του Τύπου». Και ειδικά για την ποιότητα της δημοσιογραφίας (των συναδέλφων του) ήταν καυστικός: «Προδώσαμε την υποχρέωσή μας να περιγράψουμε τον κόσμο ως έχει. Η απόλυση ποιοτικών δημοσιογράφων είναι πνευματική δειλία».
Ενας άλλος μετριοπαθής σχολιαστής, ο Ρος Ντούδατ, εκφράζει τη λύπη του για τον Μπένετ ο οποίος «δημιουργούσε πλουραλιστικές και ποικίλες σελίδες σχολίων». Ενας τρίτος συντάκτης, ο Ρότζερ Κόεν, παρενέβη προς υπεράσπιση του Μπένετ επίσης. Πάντως όλοι αυτοί δεν συνιστούν παρά ένα μειοψηφικό φαινόμενο στον μικρόκοσμο του Μέσου, αφού οι περισσότεροι είναι αποφασισμένοι να τιτλοφορούν με πολεμικό τρόπο τα κείμενα («Ναι, πράγματι, θέλουμε να καταργήσουμε την αστυνομία») ή να προβάλλουν αρθρογραφία εναντίον των μετριοπαθών μαύρων.
Οπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, πρόκειται για θέμα με κομβική σημασία για την ίδια τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, το οποίο εξελίσσεται στα ενδότερα των ΝΥΤ.