Η Εμα Στόουν και ο Γιώργος Λάνθιμος γνωρίστηκαν τον Ιούνιο του 2015 σε ένα καφέ. Εκείνη, μόλις 26 ετών τότε, έκανε πρόβες για την ταινία «La La Land» και εκείνος είχε στα σκαριά την «Ευνοούμενη». Ηθελε τη Στόουν για πρωταγωνίστριά του και την προσέγγισε. Εκτοτε οι δυο τους έχουν συνεργαστεί αρκετές φορές, με τελευταία την πρόσφατη ταινία του Λάνθιμου, «Poor Things», η οποία κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας.
Η ταινία βασίζεται στο μυθιστόρημα του 1993 «Χαμένα κορμιά», του Αλασντερ Γκρέι, και είναι η ιστορία της Μπέλα Μπάξτερ: Παγιδευμένη σε έναν δυστυχισμένο γάμο, η Μπέλα πηδάει από μια γέφυρα. Την επαναφέρει στη ζωή ένας τρελός επιστήμονας (τον ερμηνεύει ο Γουίλεμ Νταφό), ο οποίος ανταλλάσσει τον εγκέφαλό της με εκείνον του αγέννητου μωρού της.
Η Στόουν λάτρεψε από την πρώτη στιγμή τον χαρακτήρα αυτής της ενήλικης γυναίκας με το μυαλό ενός παιδιού, όπως είπε η ίδια σε κοινή συνέντευξη που έδωσε με τον Λάνθιμο στους New York Times. Οπως και τον σκηνοθέτη, τον οποίο πριν από την πρώτη τους συνάντηση φανταζόταν «τρομακτικό και διεστραμμένο». Τελικά δεν ήταν έτσι και τα πήγαν περίφημα.
Οι δυο τους έχουν συνεργαστεί έως τώρα στην «Ευνοούμενη», το «Poor Things», τη μικρού μήκους ταινία «Bleat» και την ανθολογία «And», που θα βγει στους κινηματογράφους τον επόμενο χρόνο. «Του έχω τυφλή εμπιστοσύνη» λέει στη συνέντευξη η Στόουν. «Είναι πολύ σπάνιο να αισθάνεσαι πως ό,τι κι αν κάνεις, έχεις πάντα την προστασία του σκηνοθέτη σου».
Οι δυο τους παραμένουν ένα παράξενο «ζευγάρι»: Εκείνος λιγομίλητος και φαινομενικά απαθής, εκείνη πολύ ζεστή και επικοινωνιακή. Η ίδια η Στόουν λέει ότι οι προσωπικότητές τους δεν θα μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικές, ωστόσο συνδέθηκαν πολύ βαθιά.
Ο Λάνθιμος διάβασε τα «Χαμένα κορμιά» το 2010, όταν είχε μόλις προταθεί για Οσκαρ με τον «Κυνόδοντα». Είχε μετακομίσει πρόσφατα στο Λονδίνο και αναζητούσε πιθανά πρότζεκτ, ταινίες που θα μπορούσε να γυρίσει στα αγγλικά. Παρότι είχε τραβήξει ήδη την προσοχή της κινηματογραφικής βιομηχανίας, το «Poor Things» απορρίφθηκε πολλές φορές. «Οι άνθρωποι το έβρισκαν πολύ παράξενο» λέει στους ΝΥΤ. Μετά τον «Αστακό» του 2016, όλο και περισσότεροι του έλεγαν ότι πρέπει να κάνει και κάτι «πιο νορμάλ» συμπληρώνει. Ο ίδιος, προφανώς, δεν τους άκουσε.
Η Στόουν διάβασε το σενάριο και είπε αμέσως το «ναι». «Είναι ο σημαντικότερος χαρακτήρας που θα παίξω στη ζωή μου» λέει. «Είναι ένα δώρο αυτός ο χαρακτήρας. Ολοι οι άνθρωποι κουβαλούν τόσο πολλά πράγματα μαζί τους ως ενήλικοι, και είναι πολύ ενδιαφέρον να βλέπεις πως όταν τους απογυμνώσεις από όλα αυτά, το μόνο που μένει είναι χαρά και περιέργεια για τον κόσμο».
Η Στόουν λέει ότι ο ρόλος ήταν πολύ δύσκολος, αλλά νιώθει τεράστια αυτοπεποίθηση δουλεύοντας με τον Λάνθιμο. «Επίσης, όταν φρικάρω με κάτι, μπορώ να πάω σε αυτόν και να κλάψω. Το έχω κάνει συχνά» εξηγεί.
Οταν κινηματογραφήσουν τη σκηνή όπου η Μπέλα ανακαλύπτει ξανά το σεξ, υπήρχαν μόνο τέσσερις άνθρωποι, εκτός από τους ηθοποιούς, στο δωμάτιο όπου γίνονταν τα γυρίσματα. Ο Λάνθιμος, ο διευθυντής φωτογραφίας Ρόμπι Ράιαν («με έχει δει τόσες φορές γυμνή, που με αντιμετωπίζει σαν μια λάμπα» λέει η Στόουν), η βοηθός σκηνοθέτη Χέιλι Ουίλιαμς και η Ολγκα Αμπραμσον, βοηθός στα γυρίσματα. «Ούτε καν ηχολήπτης» συμπληρώνει ο Λάνθιμος.
Η Μπέλα δεν έχει συστολές για το γυμνό κορμί της και τη σεξουαλικότητά της και η Στόουν δυσκολεύτηκε να μπει στην ίδια κατάσταση. Για τις σκηνές σεξ χρησιμοποιήθηκε μια ειδική σε αυτόν τον τομέα, η Ελ ΜακΑλπάιν, η οποία βοήθησε τους ηθοποιούς να είναι πιο ήρεμοι και «επαγγελματίες». «Μακάρι να μπορούσα να νιώθω όπως η Μπέλα», λέει η Στόουν, «αν μπορούσα να ζήσω όπως εκείνη, θα το ήθελα πολύ».
Ο Λάνθιμος έχει παίξει και ο ίδιος κάποιες σκηνές σεξ, στην ταινία «Ατενμπεργκ». Ο ίδιος λέει στους ΝΥΤ ότι δεν κατάλαβε ποτέ τη «σεμνότητα» της βιομηχανίας του κινηματογράφου απέναντι στο σεξ. Οι άνθρωποι είναι πολύ άνετοι με τη βία, σημειώνει, και επιτρέπουν ακόμη και σε μικρά παιδιά να βλέπουν βίαιες σκηνές, αλλά πάντα συστέλλονται όταν πρόκειται για σεξ.
Αυτό που στρεσάρει τον Λάνθιμο όταν γυρίζει ταινίες δεν είναι το σεξ, αλλά ο χρόνος, εξομολογείται στους «Τάιμς». Προσπαθεί να τα κάνει όλα γρήγορα, να μη χρειάζεται να υπάρχουν μεγάλες αναμονές και παύσεις για κανέναν. «Είναι απαίσιος όταν κάνουμε γυρίσματα, πολύ στρεσαρισμένος» λέει η Στόουν. «Προσπαθείς να το ελέγξεις» εξηγεί ο Λάνθιμος. «Σκέφτεσαι ότι, εντάξει, μια ταινία είναι, προς τι όλο το άγχος; Αν το συγκρίνεις με όλα τα άλλα που συμβαίνουν στον κόσμο, είναι γελοίο. Αλλά για σένα εκείνη τη στιγμή είναι το παν».
Η Στόουν ομολογεί ότι προς στο τέλος των γυρισμάτων του «Poor Things» αισθανόταν «χάλια» και την τελευταία μέρα δεν μπορούσε να παίξει, καθώς έκλαιγε διαρκώς. Από τη μια η κούραση, από την άλλη η θλίψη για το τέλος του πρότζεκτ, την είχαν καταβάλει εντελώς.
Η τελευταία σκηνή που γύρισαν ήταν εκείνη όπου η Μπέλα πηδάει από τη γέφυρα. «Γύριζα μια σκηνή αυτοκτονίας και ήμουν πολύ στενοχωρημένη. Μετά σκέφτηκα ότι δεν ήταν το τέλος, αλλά η αρχή της Μπέλα. Και ήταν πολύ όμορφο που το τελειώσαμε έτσι», καταλήγει στη συνέντευξη στους ΝΥΤ.