Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελβετίας στην οικονομία -τόσο τη δημόσια όσο και την ιδιωτική-, αλλά και στο επίπεδο της παροχής κοινωνικών υπηρεσιών προς τους πολίτες της αναδεικνύει άρθρο των ΝΥΤ: οι Αμερικανοί γράφουν ότι πρέπει να ξεχάσουμε ό,τι νομίζουμε σαν απόγειο του κοινωνικού κράτους μέσα στον καπιταλισμό (τη Σκανδιναβία, δηλαδή) και να ρίξουμε μία ματιά στα επιτεύγματα των αθόρυβων αλλά αποτελεσματικών Ελβετών. Το κείμενο υπογράφει ο Ρουσίρ Σάρμα, επενδυτής και αρθρογράφος γνώμης.
Η Ελβετία είναι ισορροπημένα πλούσια, και οι Ελβετοί ευτυχισμένοι καπιταλιστές, γράφει. Επειδή στον ιδιωτικό τομέα ο πλούτος είναι κατανεμημένος χωρίς ακρότητες, έτσι όλοι τρώνε από την πίτα, οι αντιθέσεις αμβλύνονται. «Η Ελβετία είναι πιο πλούσια και εξίσου δίκαιη με οποιοδήποτε από τα σκανδιναβικά κράτη και αν συγκριθεί, είτε με τη Σουηδία είτε με τη Δανία και τη Νορβηγία, όμως κανείς δεν μιλάει για αυτό».
Ας μετρήσουμε τις ελβετικές επιτυχίες:
- με οικονομία αξίας 700 δισ. δολαρίων, η Ελβετία συγκαταλέγεται στις 20 οικονομικά ισχυρότερες χώρες παγκοσμίως (ασυγκρίτως ισχυρότερες από τις σκανδιναβικές, λόγου χάρη),
- παρέχει «χειροπιαστή» κοινωνική πρόνοια (η οποία είναι τουλάχιστον ανάλογη της σκανδιναβικής),
- οι παραπάνω υπηρεσίες προς τους Ελβετούς επιτυγχάνονται δίχως την επιβολή βαριάς φορολογίας από πλευράς κράτους, το αντίθετο κιόλας,
- με σταθερή ανάπτυξη, προσφάτως κατέστη το δεύτερο πλουσιότερο έθνος στον κόσμο, μετά το Λουξεμβούργο, με μέσο α κεφαλήν εισόδημα τα 84.000 δολάρια (20.000 δολάρια περισσότερο από τον σκανδιναβικό μέσο όρο),
- οι σχετικές έρευνες κατατάσσουν την Ελβετία στον «δεκάλογο» των κρατών με τους πιο ευτυχισμένους υπηκόους.
Το κλειδί της ελβετικής επιτυχίας βρίσκεται στην κατανομή του παραγομένου πλούτου ισορροπημένα και εξισορροπητικά, με τη μεσαία τάξη να κατέχει περίπου το 70% των περιουσιακών στοιχείων της χώρας. «Η μέση ελβετική οικογένεια έχει καθαρή θέση περίπου 540.000 δολαρίων» υποστηρίζει ο Σάρμα – να ένα μεγάλο ατού.
Οι περισσότεροι βέβαια από τους αρθρογραφούντες αγνοούν τα παραπάνω, υπογραμμίζει ο Σάρμα. Πιστεύουν ότι το συνολικό ελβετικό μοντέλο ερμηνεύεται με –μυθιστορηματικού χαρακτήρα σχεδόν– όρους τραπεζικού απορρήτου και φορολογικής ασυλίας. Δεν είναι έτσι τα πράγματα, ούτε σε αυτούς τους τομείς: το 2015 η Ελβετία συμφώνησε να μοιραστεί τα τραπεζικά αρχεία της με ξένες φορολογικές αρχές, ωστόσο αυτή η εξέλιξη δεν επιβράδυνε καθόλου την οικονομία της. Διότι «η Ελβετία ήταν πάντα κάτι περισσότερο από μυστικοπαθείς τράπεζες».
Επανερχόμενος στις συγκρίσεις με το «σκανδιναβικό μοντέλο» (τόσο της περιωπής και στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’80), ο Σάρμα αποκαλύπτει ότι το ελβετικό κράτος –καπιταλιστικό ως το μεδούλι του- επιβάλλει ελαφρύτερους φόρους σε φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις από ό,τι οι σκανδιναβικές χώρες. Το 2018 ο υψηλότερος συντελεστής φόρου εισοδήματος ήταν ο χαμηλότερος στη Δυτική Ευρώπη, με 36%, αρκετά κάτω από τον σκανδιναβικό μέσο όρο του 52%. Οι δημόσιες δαπάνες ανέρχονται στο 1/3 του ΑΕΠ, σε σύγκριση με το 50% της Σκανδιναβίας. Και η Ελβετία είναι πιο ανοικτή στο εμπόριο, με μερίδιο στις παγκόσμιες εξαγωγές περίπου διπλάσιο εκείνου οποιασδήποτε σκανδιναβικής χώρας. Σε επίπεδο πολυπλοκότητας των εξαγώγιμων προϊόντων της, η Ελβετία ακολουθεί την παγκοσμίως πρώτη Ιαπωνία, πολύ μπροστά από τις σκανδιναβικές χώρες, των οποίων η μέση κατάταξη είναι 15.
Οι Ελβετοί υπερέχουν σχεδόν σε κάθε σημαντικό βιομηχανικό τομέα εκτός από το πετρέλαιο, συχνά στοχεύοντας σε εξειδικευμένα, σε τομείς όπως η Βιοτεχνολογία και η Μηχανική. Η Ελβετία φιλοξενεί 13 από τις 100 κορυφαίες ευρωπαϊκές εταιρείες, με τη Nestlé να αποτιμάται σε χρηματιστηριακή αξία 320 δισ. δολαρίων.
Στη συνέχεια του κειμένου του ο αρθρογράφος των ΝΥΤ περιγράφει τις θετικότατες εντυπώσεις που αποκόμισε από πρόσφατο ταξίδι του στην ελβετική επαρχία, μακριά από τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες και τη δεδομένη αστική ανάπτυξη, όπου είδε να επιχειρούν και να παράγουν μικρές εξαγωγικές επιχειρήσεις διαφόρων κλάδων, από την ωρολογοποιία και την τυροκομία μέχρι την σοκολατοποιία.
Και ισχυρό νόμισμα και αύξηση εξαγωγών
Σε συναλλαγματικό επίπεδο, κανένα άλλο νόμισμα δεν αυξάνεται ταχύτερα έναντι των εμπορικών ανταγωνιστών του. Αυτό το γεγονός θα έπρεπε, θεωρητικώς, να καταστήσει τις ελβετικές εξαγωγές ακριβότερες και συνεπώς μη ανταγωνιστικές, αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη, ούτε συμβαίνει. Το αντίθετο κιόλας: η Ελβετία είδε τις εξαγωγές της να αυξάνονται στο παγκόσμιο εμπόριο, την ίδια στιγμή που οι εξαγωγές των περισσοτέρων πλουσίων χωρών της Δύσης έχαναν έδαφος. Αυτό το στοιχείο και μόνο λέει πολλά για τη φήμη που συνοδεύει την ποιότητα των ελβετικών προϊόντων.
Η χώρα των Αλπεων δεν έχει αντιμετωπίσει εγχώρια οικονομική κρίση από τη δεκαετία του ’70, ενώ το σημαντικότερο πρόβλημά της αφορά τη διόγκωση του ιδιωτικού χρέους στο 250% του ΑΕΠ – «κανένας παράδεισος δεν είναι τέλειος» σχολιάζει ο Σάρμα.
Η μεταναστευτική πολιτική της Ελβετίας είναι επιλεκτική, βάσει επαγγελματικού βιογραφικού, ωστόσο μεταξύ 2015 και 2020 αναμένεται να δεχθεί περί τα 250.000 άτομα, αυξάνοντας τον πληθυσμό των μεταναστών στο 3%.
Και κλείνει ενθουσιωδώς το άρθρο του ο Σάρμα: «Το πραγματικό μάθημα της ελβετικής επιτυχίας είναι ότι μια πραγματιστική χώρα μπορεί να δημιουργήσει και φιλικό προς τις επιχειρήσεις περιβάλλον και να διατηρεί κοινωνικό κράτος, εφόσον εξισορροπεί τις αντιθέσεις. Οι Ελβετοί έχουν γίνει το πλουσιότερο έθνος του κόσμου, κάνοντας το σωστό, και το μοντέλο τους κρύβεται σε δημόσια θέα».