Ο τουρισμός θα ανακάμψει. Αυτό είναι κοινή πεποίθηση. Το πότε, δεν είναι ξεκάθαρο, ακόμα. Το 2023; Οπως και το ποιοι θα είναι οι παίκτες στον τουριστικό στίβο, έως τότε.
Η Ελλάδα σε κάθε περίπτωση, αποτελεί ένα από τα σημεία ενδιαφέροντος για την επόμενη μέρα. Λογικά αυτός είναι και ένας από τους λόγους που το επενδυτικό ενδιαφέρον είναι ενεργό, από ομίλους, αλυσίδες και διεθνή κεφάλαια, παρά την παύση που έχει προκαλέσει η πανδημία στα ταξίδια. Και αυτή τη φορά οι επενδυτές στοχεύουν χωρίς να βιάζονται.
«Υπάρχει ζήτηση για έτοιμα assets», λέει ο Country Director της Horwarth HTL Ξενοφών Πετρόπουλος. Υπάρχουν όμως και equity funds και real estate funds τα οποία έχουν κατά νου μακρύτερο προσδόκιμο. «Αναζητούν ώριμα greenfield ακίνητα τα οποία να αποδώσουν από το 2023 και μετά. Ερχονται πάρα πολλά τέτοια αιτήματα. Εχουν καταλάβει ότι η αγορά δεν θα έχει αποδόσεις για τα επόμενα δύο χρόνια».
Μέχρι τότε θα έχει τοποθετηθεί ένα πολυτελές προϊόν στην αγορά. Τα σχέδια είναι για μεγάλα έργα, «με πολυτελή συγκροτήματα μικτής χρήσης, τα οποία συνδυάζουν ξενοδοχειακό τμήμα και κατοικίες». Κυρίως σε ώριμες τουριστικές περιοχές.
Οι δυσκολίες της παρούσας συγκυρίας και οι ζημία που προκάλεσε, έχουν λειτουργήσει καταλυτικά για πολλούς ξενοδόχους, οι οποίοι θέλουν ή προσπαθούν να πουλήσουν ή να εκχωρήσουν τη διαχείριση. Και παρότι οι τιμές των assets αναμένεται να πέσουν, «τα πράγματα στα greenfield είναι διαφορετικά», λέει ο κ. Πετρόπουλος. Από την άλλη και οι servicers που έχουν αναλάβει κόκκινα δάνεια κάποια στιγμή «θα πρέπει να αρχίσουν να αποδίδουν στα funds αυτά που έχουν υποσχεθεί».
Πλέον μιλάμε για το «business of tourism». Είναι άλλο ο ελληνικός τουρισμός και άλλο ο τουρισμός στην Ελλάδα. Οι δύο έννοιες δεν θα είναι ταυτόσημες στο μέλλον.
«Είναι σίγουρο ότι πολλά πράγματα στον κλάδο μας θα αλλάξουν. Αλλά ο κλάδος έχει αποδείξει και από προηγούμενες κρίσεις ότι μπορεί γρήγορα να προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η χώρα μας θα αποτελέσει πόλο έλξης για καινούργιες επενδύσεις. Θα είναι αυτές οι επενδύσεις για greenfield πρότζεκτ; Πιστεύω πως ναι», σημείωσε ο Πάνος Παλαιολόγος ιδρυτής και πρόεδρος της HotelBrain, μιλώντας στην Prodexpo. «Πιστεύω ότι θα υπάρχουν σοβαρές επαγγελματικές και αξιόπιστες προσπάθειες για να αναπτυχθεί ένα καινούργιο είδος τουρισμού στη χώρα μας». Για να προσθέσει ότι «η αλήθεια είναι ότι ο γερασμένος στόλος των ελληνικών ξενοδοχείων υφίσταται και παραμένει σε σημεία καταπληκτικά. Είναι πάρα πολλά ξενοδοχεία «παρκαρισμένα» στα κόκκινα δάνεια των τραπεζών και πιστεύω ότι οι συνθήκες αλλάζουν καθημερινά και είναι πολύ δύσκολη η αντιμετώπιση της νέας πραγματικότητας από το μοντέλο των ξενοδοχείων που ανήκουν και λειτουργούν οικογενειακά. Θα γίνουν νέες επενδύσεις. Προφανώς όταν αυτό συμβεί, πολλά ξενοδοχειακά ακίνητα θα αλλάξουν χέρια και από τον Μάρτιο έχω επισημάνει τον κίνδυνο αφελληνισμού του κλάδου. Ομως για τη χώρα και τις επενδύσεις που προβλέπω στον τομέα του τουρισμού, θα έχουμε μια ταχεία ανάπτυξη και θα βελτιωθεί το μίγμα της ποιότητας του τουρισμού μας».
Παρόμοια διαπίστωση έκανε και η Αννα Βούκοβιτς γενική διευθύντρια της Colliers International με ευθύνη για Ελλάδα και Σερβία. «Φυσικά και υπάρχουν και βλέπουμε πολλές ευκαιρίες στην Ελλάδα, αλλά οι περισσότερες είναι υποδιαχειριζόμενες ή υποαποδίδουν. Συνεπώς, υπάρχει μια άριστη δυνατότητα να διακρίνει κανείς ποια είναι η πλέον κατάλληλη χρήση ή και το αν χρειάζεται να αλλάξει τον τύπο, αν μιλάμε για πολυτελή θέρετρα και το πώς να εντάξουν και τις κατοικίες στο μοντέλο τους ή μια μαρίνα, για την καλύτερη απόδοση του ξενοδοχειακού συγκροτήματος», είπε.
«Θα πρέπει να υπάρχει μια πιο εταιρική δομή στο μάνατζμεντ και τη λειτουργία του ξενοδοχείου», πρόσθεσε στην ίδια συζήτηση ο γενικός διευθυντής του ομίλου Santikos Collection Κωνσταντίνος Σαντίκος. «Δεν είναι τα κρεβάτια, οι τοίχοι. Είναι το σέρβις που δίνουμε στα ξενοδοχεία». Για να προβλέψει ότι μέσα στην κρίση, την επόμενη τριετία «θα δούμε ξενοδόχους που θα προσπαθήσουν να βγουν από την αγορά ή να απεμπλακούν από ένα asset, βρίσκοντας έναν τρόπο συνεργασίας με διεθνή ή και τοπικά funds, να νοικιάσουν το ακίνητό τους ή να μπουν στην επιχείρηση με ένα συμβόλαιο διαχείρισης. Αυτό θα ιντριγκάρει περισσότερο τα funds που θα φέρουν και διεθνή brands και θα ανεβάσει και το επίπεδο της λειτουργίας του προορισμού – κάτι που είναι πολύ σημαντικό – γιατί ακόμα είναι πίσω».
Στην περίπτωση των ξενοδοχείων, «παίζει ρόλο και το μάνατζμεντ και το μάρκετινγκ και το branding τελικά του asset. Είναι μονόδρομος. Είναι πάρα πολύ δύσκολο στο καινούργιο περιβάλλον να επιβιώσει το μοντέλο οικογενειακής ιδιοκτησίας και λειτουργίας. Τα ξενοδοχεία πρέπει να αποκτήσουν επαγγελματικό management», τόνισε ο κ. Παλαιολόγος. Οσο για την παρουσία διεθνών brands, εξέφρασε την πεποίθηση «ότι θα συνεχιστεί σε καινούργια πρότζεκτ. Από κει και πέρα κάποια υφιστάμενα ξενοδοχεία που θα τύχουν ανακαίνισης, έχουν μία ευκαιρία». Γιατί αυτό που βλέπει σαν αλλαγή κυρίως λόγω της πανδημίας, «είναι ότι οι επενδυτές θα αναζητήσουν διαφορετικά μοντέλα. Θα αναζητήσουν συνεργασίες με σχήματα, τα οποία θα είναι διατεθειμένα να πάρουν κίνδυνο και να δώσουν εγγυήσεις. Αυτή είναι η αλλαγή που βλέπω», δήλωσε, εκτιμώντας ότι η παρουσία των διεθνών brands στη χώρα θα συνεχιστεί και με πιο αυξημένο αριθμό από πριν.
Το καλοκαίρι το 60% των ξενοδοχείων της χώρας κατάφερε να λειτουργήσει για σύντομο διάστημα και με πολύ χαμηλές πληρότητες (23,1%), όπως αποτυπώθηκε στην έρευνα πεδίου που ανέθεσε το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο της Ελλάδος (ΞΕΕ) στο Ινστιτούτο Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ). Ενώ υπολογίζεται ότι από τα 2.328 ξενοδοχεία συνεχούς λειτουργίας που άνοιξαν, 717 θα ξανακλείσουν μέσα στο 2020, λόγω απουσίας ζήτησης.
Πριν ακόμα εκδηλωθεί η πανδημία – από τον Μάρτιο – το ένα στα τρία δάνεια των τουριστικών επιχειρήσεων ήταν μη εξυπηρετούμενο, δήλωσε ο υφυπουργός Τουρισμού Μάνος Κόνσολας, μιλώντας στη Βουλή. Και διευκρίνισε ότι το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων στον τομέα του τουρισμού φτάνει τα τρία δισεκατομμύρια ευρώ. Σε ρύθμιση έχουν μπει δάνεια ύψους 700 εκατομμυρίων ευρώ.
Μέσα στην πανδημία πόσοι θα αντέξουν;
«Σε συνθήκες μηδενικής ρευστότητας κάθε ξενοδοχείο φωνάζει «Ι can’t breathe», είπε στην ομιλία του στη Γενική Συνέλευση της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων (ΠΟΞ) στις 15 Οκτωβρίου ο επανεκλεγείς πρόεδρος και τομεάρχης Τουρισμού της ΝΔ Γρηγόρης Τάσιος. «H «μαύρη τρύπα» της ρευστότητας απειλεί να καταπιεί κόπους και θυσίες μιας ζωής. ‘Η θα κάνουμε μια τολμηρή παράκαμψη με bypass, με ενίσχυση δηλαδή της ρευστότητας ή θα πέσουμε μέσα στη μαύρη τρύπα και θα μας καταπιεί. Δεν υπάρχει άλλο ενδεχόμενο από αυτά τα δύο. Κι αυτό πρέπει να το έχει καλά στο μυαλό της η κυβέρνηση και κυρίως οι συναρμόδιοι υπουργοί γιατί είναι η δική τους πολιτική βούληση και οι δικές τους αποφάσεις που θα καθορίσουν αν ζούμε τον επίλογο του ελληνικού ξενοδοχείου ή τον πρόλογο νέων επιτυχιών για το ξενοδοχείο και τον τουρισμό».
Στόχος μια «γέφυρα» μέχρι να επανέλθει η σεζόν το 2021. Μα ούτε και το 2021 αναμένεται να είναι εύκολο. Η αγορά θα αρχίσει να συνέρχεται σταδιακά, με το εμβόλιο να έχει διανεμηθεί σε τμήμα του πληθυσμού. Ενώ οι αλλαγές είναι ήδη θεμελιωμένες, όσο και αν η επιθυμία για ταξίδια ενισχύεται.
«Εχουμε προχωρήσει σιωπηρά στην αναστολή χρεολυσίων έως το τέλος του 2021. Αλλά το τι είναι κόκκινο στα δάνεια και τι δεν είναι θα το δούμε του χρόνου», δηλώνουν τραπεζικοί κύκλοι. Οι ίδιοι σημειώνουν ότι υπάρχουν πολλά κρατικά προγράμματα για τη στήριξη των επιχειρήσεων, όπως μεταξύ άλλων η επιστρεπτέα προκαταβολή, η ενίσχυση ρευστότητας σε συνεργασία με την Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα (ΕΑΤ) με νέα δάνεια για κεφάλαια κίνησης, με εγγύηση του Ταμείου Εγγυοδοσίας Covid-19 με ποσοστό εγγύησης έως 80% και αναστολή φορολογικών υποχρεώσεων. Ομως, ορισμένες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις δεν πληρούν τα κριτήρια γιατί θα έπρεπε να είναι ενήμερες έως και τις 31/12/2019.
Την ίδια ώρα, κινήσεις από θεσμικούς γίνονται. Υπάρχει μαζικό ενδιαφέρον. Οι τράπεζες έχουν αρχίσει να πουλάνε τα δάνεια σε funds σε τιμές 60-70% του δανείου. Ο κατάλογος αναμένεται να περιλαμβάνει ξανά και μεγάλες μονάδες.
Και εδώ ελλοχεύει ο κίνδυνος αφελληνισμού των ξενοδοχείων.
Αυτός ο κίνδυνος δεν ακούγεται για πρώτη φορά. Από το 2015, εν μέσω capital controls και κεφαλαιακής ένδειας των επιχειρήσεων και αδυναμίας από το τραπεζικό σύστημα, τέθηκε θέμα βιωσιμότητάς τους και προετοιμασίας του εδάφους για αλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος, από την Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξενοδόχων και τον τότε πρόεδρο Γιάννη Ρέτσο.
Τον Απρίλιο ως πρόεδρος πλέον του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) ο ίδιος απαντώντας σε ερώτηση επισήμανε ότι «σε συνθήκες πολέμου πρέπει να προστατευθούν οι επιχειρήσεις μας, όλες οι χώρες αυτή τη στιγμή προσπαθούν να προστατεύσουν τις επιχειρήσεις. Αυτό όμως δεν πρέπει να αποτελεί επιχείρημα και άλλοθι για τον καθένα, επικαλούμενος δήθεν αφελληνισμό ή προσπάθεια απαξίωσης, για να γυρίσουμε σε παλιές πρακτικές». Πρέπει «να σταματήσουμε να το χρησιμοποιούμε προσχηματικά ως απειλή».
Ομως τι σημαίνει αυτό πρακτικά για την ελληνική οικονομία; «Είναι μια δραστηριότητα που παραμένει στην Ελλάδα. Παρέχει υπηρεσίες. Πληρώνει φόρους. Δεν μπορεί να φύγει από την επικράτεια», τονίζουν οι ίδιοι τραπεζικοί κύκλοι. Θα μειωθεί η απασχόληση; Θα σταματήσουν να λειτουργούν τα ξενοδοχεία στη χώρα; «Οχι», απαντούν. Η προστιθέμενη αξία παραμένει.
«Η αλλαγή στην εθνικότητα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος ενός ξενοδοχείου δεν επηρεάζει κατ’ ανάγκην και τη σχέση του ελληνικού κράτους με αυτό στον βαθμό που δεν αλλάζει η φορολογική έδρα του ξενοδοχείου, ο τρόπος απόδοσης των κερδών, η γεωγραφική διασπορά της διάθεσης των μερισμάτων και η σχέση του ξενοδοχείου με το εργατικό δυναμικό και την εφοδιαστική αλυσίδα», σημειώνει ο καθηγητής Δρ. Ανδρέας Παπαθεοδώρου, διευθυντής του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Στρατηγική Διοίκηση Τουριστικών Προορισμών και Επιχειρήσεων Φιλοξενίας» και Εργαστηρίου Τουριστικών Ερευνών και Μελετών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. «Τα ξενοδοχεία αφενός δεν είναι στρατηγικά περιουσιακά στοιχεία (strategic assets) και αφετέρου είναι χωρικά προσδιορισμένα, δεν μετακινούνται και η αξία τους προσδιορίζεται σε σημαντικό βαθμό από την τοποθεσία τους και την αλληλεπίδρασή τους με τον προορισμό», προσθέτει.
Προφανώς και ο αφελληνισμός των ξενοδοχείων δεν είναι κάτι καλό. Ούτε το επιθυμητό. «Αλλά όταν μια επιχείρηση που έχει κακοδιοικηθεί και οδηγείται σε αλλαγή ιδιοκτησίας, η αγορά της από ξένο επενδυτή, μόνο την εθνικότητα του διαχειριστή επηρεάζει. Για την ελληνική οικονομία, τελικά έχει σημασία να πηγαίνει ο τουρισμός καλά. Ωστε να προκύπτουν δημόσια έσοδα», υπογραμμίζει κορυφαίος τραπεζικός παράγοντας.
Εν τέλει, η αλλαγή έχει να κάνει «με τη γενικότερη αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος. Κάτι που για την εγχώρια οικονομία, τελικά μπορεί να είναι και σωστό». Εάν το fund «ενδιαφέρεται σοβαρά για την καλή λειτουργία της επιχείρησης, τότε μπορεί αυτό να αποβεί θετικό για την ελληνική οικονομία», υποστηρίζει. «Γιατί θα αυξήσει τα φορολογικά έσοδα», σε αντίθεση «με κακές πρακτικές υπερτιμολογήσεων και μηδενισμού του φορολογητέου εισοδήματος».
Δυστυχώς ο αφελληνισμός «συμβαίνει καθ’ όλη τη δεκαετία της κρίσης στη χώρα, σε όλο το φάσμα της αγοράς και κάποια στιγμή θα συνειδητοποιήσουμε ότι το 80% των επιχειρήσεων δεν είναι πια ελληνικές», καταλήγει.
Ο τουρισμός θα ανακάμψει.
Ελληνικός τουρισμός και τουρισμός στην Ελλάδα, δεν θα σημαίνουν πια το ίδιο.