Όταν το 1831 ο Γάλλος Alexis de Tocqueville επισκέφθηκε την Αμερική για να μελετήσει αυτό το νεοσύστατο κράτος, ένα από τα πράγματα που του έκαναν την μεγαλύτερη εντύπωση ήταν η έντονη φιλανθρωπική δραστηριότητα πολλών Αμερικανών. Στο βιβλίο του "Η Δημοκρατία στην Αμερική" έγραφε σχετικά: «Οφείλω να πω ότι έχω δει Αμερικάνους να κάνουν μεγάλες και αληθινές θυσίες για το κοινό καλό, και έχω παρατηρήσει εκατοντάδες περιπτώσεις όπου δεν αμέλησαν να στηρίξουν ο ένας τον άλλο». Καλώς ή κακώς, η αντίληψη ότι ακόμα και σήμερα η φιλανθρωπία και εν γένει η κοινωνική προσφορά στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι έντονη, θεωρείται κοινός τόπος. Φυσικά θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ο λόγος που αυτό συμβαίνει έχει να κάνει με το πόσο μικρή είναι η συμβολή του αμερικανικού κράτους στο κομμάτι της κοινωνικής πρόνοιας, έναντι των ευρωπαϊκών. Ακόμα και έτσι όμως, ο ρόλος που έχουν διαδραματίσει και εξακολουθούν να διαδραματίζουν οι Αμερικανοί φιλάνθρωποι δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί καθώς η συμβολή τους έχει υπάρξει καθοριστική στην εκπαίδευση, την υγεία, τη στήριξη αδύναμων κοινωνικά ομάδων και την υποστήριξη των τεχνών και των επιστημών.
Ας έρθουμε όμως στην Ελλάδα του 2013, 182 χρόνια μετά, σε ένα κράτος το οποίο ναι μεν έχει στοιχεία κοινωνικής πρόνοιας, όπως για παράδειγμα το ΕΣΥ (με όλη του την παθογένεια), θεωρείται όμως κατά γενική ομολογία αποτυχημένο και σίγουρα ανίκανο, αυτή τη χρονική στιγμή, να διαχειριστεί τις ανάγκες του πληθυσμού καθώς είναι απορροφημένο με τη δίκαιη και άδικη περικοπή δαπανών, χωρίς ιδιαίτερο προγραμματισμό ή στρατηγική.
Θα περίμενε κανείς ότι και εδώ, καθώς το κράτος εκ των πραγμάτων συρρικνώνεται, κάποιος θα ερχόταν να «καλύψει το κενό». Στη χώρα όπου υποτίθεται ότι διέπεται από τις αξίες και αρχές ευεργετών του έθνους όπως ο Αρσάκης, ο Τοσίτσας, ο Βαρβάκης κ.α., αλλά καθώς και από το ιδανικό του εθελοντισμού, ποιος εμφανίστηκε; Η αλήθεια είναι ότι έχουν υπάρξει πολλές μικροπρωτοβουλίες τόσο από ιδιώτες όσο και από επιχειρήσεις, καθώς και κάποιοι φορείς και οργανισμοί οι οποίοι έχουν επιχειρήσει να στηρίξουν την ελληνική κοινωνία και ιδιαιτέρως τα πιο αδύναμά της κομμάτια. Η συνολική όμως εικόνα είναι απογοητευτική. Αυτό οφείλεται, κατά τη γνώμη μου, σε πέντε, κυρίως, λόγους:
α. Πολλοί προτιμούν να κάνουν λίγα μόνοι τους παρά να ενώσουν τις δυνάμεις τους για περισσότερα: Συχνά πολλοί επιλέγουν είτε για λόγους υστεροφημίας είτε για λόγους ασυμφωνίας χαρακτήρων να κινηθούν αυτόνομα δημιουργώντας μικρά και αποσπασματικά εταιρικά προγράμματα κοινωνικής ευθύνης με ευφάνταστα ονόματα τα οποία συνήθως εμπεριέχουν τις λέξεις «μαζί», «ευ» και «άνθρωπος» ή κάποιον συνδυασμό τους. Έτσι για παράδειγμα έχουμε πολλά μικρά προγράμματα incubation και στήριξης της νεανικής επιχειρηματικότητας, από την Quest μέχρι τη Eurobank και την Πειραιώς που όμως χάνουν την ευκαιρία μεγιστοποίησης του όποιου οφέλους. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση των περιβαλλοντικών δράσεων αλλά ακόμα και των κοινωνικών.
β. Οι μεγάλοι άσπροι ελέφαντες προτιμώνται ακόμα και σήμερα έναντι πιο ταπεινών και διακριτικών πρωτοβουλιών, ανεξαρτήτως αποτελεσματικότητας: Πολλά ιδρύματα και επιχειρήσεις προτιμούν να χτίσουν κάτι καινούριο και μεγάλο, με αντίστοιχα μεγάλη μαρκίζα το οποίο να κάνει μπαμ από μακριά από το να ξοδέψουν τα ίδια ή και λιγότερα χρήματα για δράσεις λιγότερο φανταχτερές, όμως περισσότερο αναγκαίες στις μέρες μας. Λειτουργούν έτσι λίγο σαν το κράτος μας το οποίο αγαπάμε να μισούμε και το οποίο με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες άφησε πίσω μια κληρονομιά άσπρων ελεφάντων χωρίς καμία πρόνοια για τη διαχείρισή τους μετά το 2004. Τώρα λοιπόν συζητάμε για την πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου, ένα έργο με πολλά ερωτηματικά ως προς την αξία και τον αντίκτυπό του, σίγουρα όμως όχι άμεσης προτεραιότητας δεδομένων των συνθηκών. Επίσης συχνά η ιεράρχηση προτεραιοτήτων γίνεται όχι βάσει των αναγκών αλλά βάσει της δυνητικής δημοσιότητας. Έτσι, όταν στην Ελλάδα περάσαμε τον πυρετό του αθλητισμού, όλοι ήθελαν να χορηγήσουν κάτι εκεί. Μετά περάσαμε από την φάση του περιβάλλοντος, επιδερμικά ως επί το πλείστον, και τώρα εξίσου επιδερμικά λέμε «θέλω να κάνω κάτι για τα παιδιά».
γ. Τα έργα που προκρίνονται δεν είναι βιώσιμα σε βάθος χρόνου: Πολλά προγράμματα που ανακοινώνονται με τυμπανοκρουσίες, διακριτικά καταργούνται μετά από ένα διάστημα γιατί πολύ σπάνια έχει γίνει προγραμματισμός σε βάθος χρόνου. Και πάλι, αν υπήρχαν περιπτώσεις όπου επιλεγόταν η σύμπραξη δυνάμεων αντί για πολλούς μικρούς παράλληλους μονόδρομους, τα πράγματα θα ήταν καλύτερα, αλλά μπρος στα κάλλη των εγκαινίων τι είναι ο πόνος του κλεισίματος; Επίσης, πολλές φορές, τα έργα δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην κάλυψη βραχυπρόθεσμων αναγκών παρά χρόνιων ζητημάτων.
δ. Υπάρχει λανθασμένη αφετηρία των φιλανθρωπικών δράσεων: Ομολογουμένως, σε μία περίοδο όπου όλα λείπουν και όλα χρειάζονται, είναι πολύ δύσκολο για τον οποιονδήποτε να επιλέξει πού θα επενδύσει τα χρήματά του και πού θα εστιάσει την προσοχή του. Αυτό δεν είναι ένα κατεξοχήν ελληνικό φαινόμενο. Προ ημερών είχα την ευκαιρία στην Αμερική να δω την έντονη συζήτηση μεταξύ των μελών ενός πολύ μεγάλου φιλανθρωπικού ιδρύματος για τον τρόπο διάθεσης των πόρων του: Πόσα λεφτά θα πάνε στην επιχορήγηση της συμφωνικής ορχήστρας και πόσα για τη στήριξη επιχειρηματικών προγραμμάτων σε υποβαθμισμένες γειτονιές; Πόσα θα πάνε για την αγορά βιβλίων σε δανειστικές βιβλιοθήκες και πόσα για τον εμβολιασμό παιδιών; Επιπλέον πολλές φορές, τα «δύσκολα» θέματα παρακάμπτονται. Η μόνη απάντηση σε αυτό είναι ότι κάποιος μέσα στον οργανισμό πρέπει να διακατέχεται από ειλικρινές πάθος για τον σκοπό που θέλει να υπηρετήσει. Πόσες περιπτώσεις όμως ξέρουμε, όπου επιχειρηματίες υποχρεώθηκαν να αναπτύξουν κοινωνική δραστηριότητα γιατί ήταν της μόδας ή γιατί άρχισε να υπάρχει έντονη κοινωνική πίεση; Και αυτό δεν είναι ελληνικό φαινόμενο. Και στην Αμερική, οι νέοι επιχειρηματίες της Silicon Valley είναι πολύ φειδωλοί στην κοινωνική τους δράση. Ο Mark Zuckerberg αντιδρούσε μέχρι την τελευταία στιγμή κατά οποιασδήποτε φιλανθρωπικής δράσης της εταιρείας του, ισχυριζόμενος ότι το προϊόν του, το Facebook, αποτελεί από μόνο του κοινωνική προσφορά.
ε. Υπάρχει μία περίπλοκη σχέση με το κράτος: Στις ΗΠΑ, η φιλανθρωπία απαλλάσσεται από φόρους και έτσι ενθαρρύνεται. Στην Ελλάδα, φορολογείται επιπλέον. Υποτίθεται ότι αυτό γίνεται για λόγους καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και του ξεπλύματος χρήματος και όλοι μας ξέρουμε πόσο καλά δούλεψε, σωστά; Αρκεί να θυμηθεί κανείς τις μεγάλες χορηγίες της Alapis. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη μητέρα του κ. Λαυρεντιάδη να παραλαμβάνει ένα βραβείο κοινωνικής προσφοράς για λογαριασμό του γιου της φωνάζοντας ότι το παιδί της είναι ο μεγαλύτερος ευεργέτης της Ελλάδας. Επιπλέον, πολλές φορές, από κεκτημένη ταχύτητα, καθώς πιστεύουμε, και όχι αδίκως, ότι το κράτος δεν έχει όραμα, στρατηγική, αξίες και ήθος, επιλέγουμε απλώς να το παρακάμψουμε. Όμως εκεί είναι η αξία ενός προγράμματος, και εντέλει και η μαγκιά: Όχι να κάνεις το δικό σου, αλλά να μπορείς να συνδυάσεις τη δράση σου με το τι γίνεται γύρω σου.
Ένας τρόπος με τον οποίο κάποια κράτη προσπαθούν να συνδυάσουν τα δύο είναι με τα λεγόμενα ομόλογα κοινωνικού αντίκτυπου (social impact bonds) όπου ιδιωτικοί πόροι καλύπτουν κοινωνικά κενά βάσει συγκεκριμένης στοχοθέτησης, τα οποία θα πρέπει να καλυφθούν από μη κυβερνητικούς οργανισμούς. Αν οι κοινωνικοί στόχοι δεν επιτευχθούν, ο ιδιωτικός επενδυτής θα χάσει τα λεφτά του. Πρόκειται για μια μέθοδο καινούργια ακόμα και με αρκετά ερωτηματικά ως προς την αποτελεσματικότητά της, που όμως προσπαθεί να εμπλέξει τον ιδιωτικό τομέα με το δημόσιο και με τους ΜΚΟ, με έναν μετρήσιμο τρόπο.
Μία άλλη διέξοδος είναι το crowdfunding όπου αντί να υπάρχει ένας μεγάλος ευεργέτης, υπάρχουν πολλοί μικροί οι οποίοι επενδύουν σε κοινωνικά προγράμματα τα οποία θέλουν να τα δουν να επιτυγχάνουν.
Παράλληλα, η έννοια της κοινωνικής επιχειρηματικότητας έχει αρχίσει και αυτή να αποκτά έδαφος: Επιχειρήσεις οι οποίες στήνονται όχι βάσει του κλασικού μοντέλου κερδοφορίας αλλά λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τον κοινωνικό αντίκτυπο της δραστηριότητάς τους.
Σε κάθε περίπτωση, το debate για τον ρόλο της φιλανθρωπίας συνεχίζεται και στις δύο όχθες του Ατλαντικού. Και σε κάθε περίπτωση, η καλώς εννοούμενη φιλανθρωπία πάντοτε πιάνει τόπο.