Στην Εθνικής Αντιστάσεως -τι ειρωνεία, στ' αλήθεια- περπάτησε σκυφτός, για λίγο, δίπλα στ' αυτοκίνητα κι ύστερα έστριψε στον χωματόδρομο. Αφού πέρασε σπίτια και μάντρες και κανείς δεν τον πήρε είδηση μέρα μεσημέρι, χώθηκε μες τα βάτα, κι εκεί, μπήγοντας στο δεξί του χέρι ένα μαχαίρι -επαγγελματικό, σαν αυτά της τέχνης που μάθαινε- άφησε την τελευταία του πνοή. Το μαχαίρι βρέθηκε σε μικρή απόσταση από την αριστερή πλευρα του σώματός του, μπορεί να το πέταξε και ο ίδιος, λίγο πριν ξεψυχήσει. Ούτε εκείνη την ώρα άλλαξε γνώμη, σαν όλα να γίνονταν τρομακτικά φυσικά, σα να ήταν η μόνη του δυνατότητα. Πριν από αυτό δεν αποχαιρέτησε κανέναν, ούτε σημείωμα άφησε, ούτε τον ενδιέφερε να βρεθεί. Αθόρυβα, σαν ο θάνατος να ήταν για εκείνον, τη στιγμή αυτή, η μόνη, η λογικότερη δυνατότητα που του είχε απομείνει, ύστερα από τον καθημερινό για δυο περίπου χρόνια τρόμο στον οποίο έζησε, τον κατ' εξακολούθηση εξευτελισμό που υπέστη εν γνώσει ενός χ αριθμού προσώπων στην φοιτητική του ζωή.
Με δεδομένα το πόρισμα της ένορκης διοικητικής εξέτασης περί συστηματικών περιστατικών εκφοβισμού, κατ' εξακολούθηση βίας και απομόνωσης που υπέστη, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος διάλεξε να θέσει τέλος στη ζωή του, το ερώτημα που τίθεται είναι αν ο θάνατός του μπορεί να στοιχειοθετήσει α) το κακούργημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατ' έμμεση αυτουργία ή έστω β) το πλημμέλημα της συμμετοχής σε αυτοκτονία. Δυσκολίες εμφανίζει ο τρόπος με τον οποίο η δικαιοσύνη μπορεί να συνδέσει την τέτοιας έντασης ψυχική πίεση που αισθάνθηκε για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα το παιδί εξαιτίας συμπεριφοράς τρίτων προσώπων με τον τερματισμό της ζωής του, έτσι ώστε ο θάνατος του Βαγγέλη να αποτέλεσε για εκείνον τη μόνη λογική δυνατότητα που του είχε απομείνει, ως αποτέλεσμα μιας εκ προθέσεως συμπεριφοράς δραστών, η οποία τον οδήγησε με δόλο στον θάνατο.
Ωστόσο, αν αρκεί ένας απλός π.χ. πυροβολισμός από χέρι άλλου για την τέλεση του αδικήματος της ανθρωποκτονίας, τότε ο διαρκής και συστηματικός εξευτελισμός που υπέστη ο Βαγγέλης, μέσω επιμέρους ποινικά κολάσιμων πράξεων, δεν μπορεί να αποτελέσει την ικανή εκείνη αιτία για την πρόκληση μιας ψυχικής πίεσης τέτοιου βαθμού και έντασης που οδήγησε το παιδί στον θάνατο, ως τη μόνη οδό που είχε μπροστά του;
Κι αν η πίεση προκλήθηκε συστηματικά από ομάδα ατόμων, οι οποίοι με τη συμπεριφορά τους οδήγησαν το παιδί να αισθάνεται ως παρείσακτος βαθύ πόνο, μήπως τότε τα συγκεκριμένα άτομα, αιτιωδώς δεν συνέβαλαν στην πρόκληση του θανάτου του, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις των πράξεών τους πάνω στον Βαγγέλη;
Το γεγονός, άλλωστε, ότι ο εκφοβισμός και οι επιμέρους πράξεις βίας διήρκησαν για τόσο μέγαλο χρονικό διάστημα, δεν καταδεικνύουν το πόσο εξοικειωμένα ήταν τα πρόσωπα αυτά με τη βία, την παντελή αδιαφορία τους απέναντι στην ίδια τη ζωή εν τέλει του θύματος, όπως αυτή συμπυκνώνεται στην καθημερινότητα του παιδιού;
Αλλά, ας σκεφτούμε και τούτο: αφού κάθε επιμέρους πράξη, όπως αυτές αποκαλύφθηκαν στην ένορκη διοικητική εξέταση -εξυβρίσεις, σωματικές βλάβες, και ίσως και άλλες ποινικά κολάσιμες πράξεις- είναι αυτοτελώς τιμωρητέες, τότε το αποτέλεσμά τους, ο θάνατος του "θύματός" τους, μπορεί να μείνει ατιμώρητος;
Το ενδιαφέρον στρέφεται αναπόφευκτα από εδώ και μπρος στη δικαιοσύνη, η οποία μέσω των φορέων της καλείται να περιγράψει και να αποδείξει με γεγονότα την χαοτική άβυσσο, την φοβερή εκείνη κόλαση που έφτιαξαν άλλοι στην ψυχή αυτού του παιδιού και η οποία αιτιωδώς οδήγησε τον ίδιο στον τερματισμό της ζωής του.
Κατά τη γνώμη μου το πλημμέλημα της συμμετοχής σε αυτοκτονία δεν μπορεί να χωρέσει την τόσης έντασης και διάρκειας συνεχή φρίκη μέσα στην οποία έζησε για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα ο Βαγγέλης. Είναι άδικο.
Η Νίκη Κόλλια είναι δικηγόρος