Βρίζουν και είμαι ευαίσθητος άνθρωπος.
Βρίζουν και δεν τους μπορώ. Ανατριχιάζω.
Στο σχολείο έτρεμα τον Καμπούρα τον μαθηματικό «Σήκω πάνω, ρε συ» μου έλεγε, «βλάκα, ηλίθιε» και μου ερχόταν να λιποθυμήσω.
«Άντε βλάκα» μου έλεγε ο γυμνασιάρχης και τα έκανα πάνω μου.
Ντρέπομαι όταν με βρίζουν.
Στον στρατό μια μέρα ο διοικητής μου λέει: «Ρε μαλάκα, καραμαλάκα Καρασαβίδη, γιατί δεν είσαι γυαλισμένος» και λιποθύμησα.
Όταν ξύπνησα είχα πάρει τριάντα μέρες αναρρωτική.
Τέτοια αλεργία!
Όταν παντρεύτηκα τη γυναίκα μου, τη Ευαγγελίτσα. Άλλαξα όνομα. Λεγόμουν Μαλακαντρέας, από Καρασαβίδης. Κάθε μέρα τα ίδια!
Έφερνα φέτα; «Ήταν ανάλατη, ρε μαλακαντρέα.»
Έφερνα εκλαίρ; «Ήταν μπαγιάτικα…»
Βρίζουν κι είμαι ευαίσθητος άνθρωπος. Τώρα η κυρία Λίτσα είναι στο κοτέτσι… από κάτω. Κι από πάνω έχει τσιμέντο Χαλκίδος. Δύο σακιά.
Παίρνω εφημερίδα και βρίζουν.
Βρίζονται μεταξύ τους. Όμως με παίρνουνε κι εμένα τα σάλια. Όπως στο λεωφορείο. Βρίστηκαν τις προάλλες ο οδηγός κι ο επιβάτης που στέκονταν δίπλα μου. Κάτι του έλεγε για τη μάνα του και τον πατέρα του. Του διπλανού μου. Κοίταγε όμως εμένα όταν τα έλεγε. Ήταν αλλήθωρος. Έπεσα ξερός.
Στη Βουλή βρίζουν. Το ακούω απο την τηλεόραση και παίρνω βάλιουμ. Όποτε μιλήσουν αυτός ο χοντρός με τη μπιρμπιλωτή γραβάτα κι ένας άλλος κοντοστούπης και καραφλός με μουστάκι, πέφτω άρρωστος. Τηλεφωνάω στο 166.
Γιατί βρίζουν; Επικοινωνούνε; Ξέρω κι εγώ; Τους αρέσει;
Βρίζουν μπας κι αλλάξει κάτι. Αφού χωρίς βρισιές δεν γίνεται τίποτα εδω πέρα. Γι' αυτό βρίζουν.
Είχε αρχίσει ο Καραμανλής, θυμάμαι, τις περίφημες χριστοπαναγίες και το πήραν γραμμή όλοι. Βρίζουν δημόσια. Βρίζουν και μολύνουν τον αέρα, το νερό, τις σχέσεις…
Βρίζουν και δεν τους μπορώ γιατί είμαι ευαίσθητος άνθρωπος. Και μου άφησε και η κυρία Λίτσα τρία κορίτσια που θα αρχίσουν κι αυτά να βρίζουν. Θα παντρευτούν τίποτα μηχανικούς που βρίζουν, θα γεννήσουν μικρές βρισιές. Το μαλακισμένο, το κωλοπαίδι και το σκατόπαιδο. Κι ύστερα αυτά θα κάνουν άλλα παιδιά χωρίς ονόματα. Θα τα φωνάζουν με βρισιές.
-Παλιομαλάκας στο μάθημα.
-Σκατόπαιδος ; Παρών.
-Γιατί άργησες, παιδί μου, τσόγλανε;
Θα του μείνει κανένα τραύμα του παιδιού. Ύστερα αυτοί θα μεγαλώσουν και θα βγουν στην πολιτική και θα λένε ψηφίστε χοντρομαλάκα να σωθεί ο τόπος.
Για να μην αναφερθώ στα θεία. Εκεί να δείτε όργια βρισιάς. Από την παρθένο Μαρία μέχρι τον Άγιο Νεκτάριο, την ομοούσιο και αδιαίρετο τριάδα, όλοι οι ευσεβείς και μακαριότατοι ευαγγελισταί πασών των Ρωσιών, όλοι περνούν απ το ρεπερτόριο του σύγχρονου Έλληνα υβριστή. Να σου χέσω το ευχέλαιο! Μάλιστα . Ειπώθηκε πάνω από τάφο τις προάλλες και ήμουν παρών. Στο πρώτο νεκροταφείο. Επιφανέστατη κηδεία. Κι όμως.
Βρίζουν οι πάντες. Βρίζουν τα πάντα.
Τα πουλιά, τα ζώα, τις γλάστρες.
Έλα δω κοπρόσκυλο.
«Πάρε το βρωμοκαναρίνι σου, κυρά μου, δεν μας αφήνει να κοιμηθούμε.»
«Τι θα γίνει με τις κωλογλάστρες σας μαντάμ, έχουμε απλωμένα σεντόνια από κάτω, στραβομάρα έχεις;»
Βρίζουν στον ενικό. Βρίζουν απροκάλυπτα. Φασκελώνουν και βρίζουν. Αυτό είναι ενισχυμένη βρισιά. Αγανακτισμένη!
“Να ρε μαλάκα Παπαντρέου” και ρίχνουν και δυο φάσκελα προς τη Βουλή.
Καλά αυτό πια που γίνεται με τους πολιτικούς δεν αντέχεται. Γιατί το άλλο, με τον Νταλάρα;
Σχεδόν τον συμπάθησα τον Γιώργο. Ανακλαστικό ήταν βέβαια. Θα περάσει.
Εδώ βρίζουν κατά παραγγελία. Βρίζουν επί τη βάσει συμφωνίας.
Λένε πόσο θα βρίσεις εσύ, τόσο θα βρίσω εγώ. Με το ρολόι.
Βρίζουν χωρίς πρόγραμμα.
Διασκεδάζουν; Ποιος ξέρει.
Βρίζουν διασκεδάζοντας.
Ρωτάνε τα νέα σου και σε βρίζουν.
«Πού χάθηκες, ρε πούστη μου.»
«Πού ήσουνα, ρε @ρχίδι;»
"Α γ@μήσου, τυχεράκια. Έβγαλες τέτοια γκόμενα, ρε πούστη μου;"
– Γιατί βρίζετε, κύριε. Εγώ σας βρίζω;
Η πολιτική συγκυρία είναι πρόσχημα κύριε. Είστε υβριστής. Αυτό είν όλο.
Φταίμε εμείς που η γυναίκα σας σας απατά; Γιατί την βρίζετε δημόσια στο κινητό. Μωρή τσούλα, μωρή ξεφτιλισμένη και άλλα τέτοια αποκρουστικά.
Περπατάτε και βρίζετε. Τι μόδα είναι αυτή. Παλαιότερα βρίζαμε χαμηλόφωνα μέσα στα διαμερίσματα της Κυψέλης και του Παγκρατίου. Και μόνο στο φωταγωγό ακουγόμασταν. Τώρα πάει αυτή η λεπτότης. Βρίζετε δημόσια. Με το κινητό. Μεσ το μετρό. Μέχρι την πιο απόμακρη παραλία, γαμώ τη κοσμοτέ μου και το σήμα καμπάνα γαμώ. Και το κρατάτε και κόντρα στο στόμα σα μικρόφωνο. Γεμίζετε σάλια τη συσκευή. Μα δεν είστε μόνος. Περπατάει κι άλλος δίπλα σας και ακούει καθαρά: Γαμώ τα όνειρα της αδερφής σου, παλιοκαθήκι. Τέτοιες πρωτότυπες βρισιές ξεστομίζετε και με στέλνετε.
Ξεφύγατε κύριοι. Ξεφύγατε όλοι. Έπεσε και ο τελευταίος μανδύας υποκρισίας και ευγένειας. Δεν ξέρω πού να πάω να κρυφτώ.
Βρίζουν και οι γυναίκες και με κάνουν ράκος. Μαλάκα μου αυτό, μαλάκα μου εκείνο. Μιλάνε γυναίκες με γυναίκες και βρίζουν κάποιο μαλάκα. Συνεχώς. Μα αν είναι μαλάκας τι τον κάνεις παρέα κυρά μου; Άστον να πάει στη ευχή του θεού. Είναι ανάγκη να τον βρίζεις;
Μικρά κορίτσια.Γαιδουροέφηβες. Πωλήτριες, κομμώτριες, ταμίες, παραδουλεύτρες. Όλες με μια βρισιά στο στόμα.
Και οι μετανάστες βρίζουν. Ρουμάνικα, αλβανικά, ρώσικα, τσέχικα, πακιστανικά. Το πήραν κι αυτοί γραμμή. Πάει ξέφυγε το πράμα. Μας πήραν είδηση.
Όλοι βρίζουν χυδαία. Ο ένας βρίζει τον άλλον. Στο τηλέφωνο, στο ραντεβού παντού.
Τι θα γίνει επιτέλους.
Έλεος !
Βρίζουν !
Κι είμαι ευαίσθητος άνθρωπος. Έχω φτάσει όμως στο μη περαιτέρω.
Βέβαια παίρνω τα χάπια μου ανελλιπώς.
Τελευταίως δε, οπλοφορώ κιόλας…