Ένας-ένας πέφτει. Πέφτουν: Ο ένας μετά τον άλλο. Οι άλλοι, εμείς οι υπόλοιποι, παρακολουθούμε εκείνον που πέφτει, κι ευχόμαστε να μην φτάσει η πτώση σε μας.
Στην αρχή, τα περιστατικά ήταν μεμονωμένα. Όταν έπεφτε κάποιος, το γεγονός έμοιαζε να συμβαίνει αλλού, κάπου μακριά. Δεν μας αφορούσε. Με τον καιρό ωστόσο τα περιστατικά πλήθαιναν και επίσης πλησίαζαν. Η ανησυχία μεγάλωνε. Στην αρχή, προσπαθήσαμε να καταλάβομε τις αιτίες των πτώσεων, να κατατάξομε όσους πέφτουν σε κατηγορίες. Μια κατηγορία ονομάσθηκαν συμβασιούχοι, μια άλλη ιδιωτικοί υπάλληλοι, μια τρίτη απόμαχοι της ζωής. Ενώ όμως οι κατηγορίες διαρκώς πλήθαιναν, είχαμε ακόμα την ελπίδα ότι η επιδημία ήταν προσωρινή.
Δεν άργησε βέβαια, η πρωτόγνωρη αυτή επιδημία, να αποκτήσει ένα όνομα: Κρίση. Σύντομα μάλιστα την απλή αυτή λέξη συνόδευαν άλλες, όλο και πιό ακατανόητες. Μνημόνιο και ελλείμματα, μεσοπρόθεσμο και ύφεση, επιλεκτική χρεοκοπία. Όσοι ωστόσο ονομάτιζαν την επιδημία ή επέμεναν να την ονοματίζουν, δεν καταλάβαιναν ότι δεν είχε πια καμιά σημασία. Το κακό υπερέβαινε τις περιγραφές του. Δεν αφορούσε αριθμούς, αλλά κάτι βαθύτερο και άγνωστο, όπως η σκοτεινή ύλη, που λένε ότι κυριαρχεί στο Σύμπαν. Οι συγκεντρώσεις και οι καταγγελίες, οι διαδηλώσεις και τα συνθήματα, φαινόταν ανίσχυρες. Συχνά μάλιστα επιτάχυναν τις πτώσεις. Μπορεί βέβαια οι πτώσεις να ήταν πιά ομαδικές, η κάθε μιά όμως έκρυβε την δική της απόγνωση, το δικό της ξεχωριστό δράμα. Ο καθένας έπεφτε μόνος του.
Έτσι ζούσαμε: Με την ελπίδα διαρκώς να λιγοστεύει, με τις πτώσεις να πολλαπλασιάζονται. Καλλιτέχνες και δημοσιογράφοι, επιχειρηματίες και νέοι, πολλοί νέοι άνθρωποι –έπεφταν. Επεφταν ακόμη θεσμοί και αξιοπρέπεια, η ισχύς των νόμων και το αίσθημα της αλληλεγγύης. Μόνον κάποιοι άνθρωποι μιας παράλληλης Ελλάδας, ξεχώριζαν στα εφιαλτικά αυτά χρόνια των πτώσεων, και εξακολουθούσαν να διδάσκουν με τις πράξεις και την έγνοιά τους για το καλό.
Εμείς, οι άλλοι, ατενίζαμε πια παθητικά τον ορίζοντα. Οι σχοινοτενείς αναλύσεις μας προκαλούσαν αποστροφή, τα επαναστατικά λόγια απώθηση, τις συνεχείς εξαγγελίες, ότι η επιδημία θα ανασχεθεί, δεν τις πιστεύαμε. Αποκαλύφθηκε μάλιστα ότι οι κύριοι με τις γραβάτες και τα μανικετόκουμπα, ενώ μας βεβαίωναν για τις καλές τους προθέσεις, απαιτούσαν με εκδικητικότητα ολοένα και περισσότερες πτώσεις. Μας έμενε λοιπόν μόνον ο φόβος, που έφτανε συχνά στα όρια του πανικού: Οτι και εμείς, που είμαστε ήδη ασταθείς, θα πέσομε κάποια στιγμή, δεν θα υπάρχομε για πολύ όρθιοι. Τον πανικό αυτό μεγάλωναν οι τηλεοπτικές οθόνες, που υπήρχαν στα σπίτια, τα καταστήματα και τα σαλόνια των πλοίων. Εκεί, διάφοροι προφήτευαν στα μικρόφωνα με αυταρέσκεια και κραυγές, ενώ είχες την αίσθηση ότι χαίρονταν για το πλήθος η το αναπότρεπτο των πτώσεων.
Παρέμενε ωστόσο ένα φαινόμενο παράδοξο και ανεξήγητο. Μέσα σε αυτό το τοπίο το ζοφερό, των διαρκών πτώσεων, ένας αλλόκοττος θίασος κυκλοφορούσε αμέριμνος. Στο έργο που έπαιζε –κανείς δεν ήξερε αν ήταν κωμωδία η τραγωδία- αναγνωρίζαμε αποσπάσματα από άλλα έργα, του παρελθόντος. Τότε όμως οι ηθοποιοί τύχαιναν κάποιας υπολήψεως. Δεν ήταν μάλιστα σπάνιες οι φορές που οι θεατές –εμείς όλοι, δηλαδή– χειροκροτούσαμε αυτήν η την άλλη τους επιτυχία. Τώρα όμως πια, οι παραστάσεις ήταν κακές, τα σκηνικά φθαρμένα από τον χρόνο, το έργο παρωχημένο. Οι αποδοκιμασίες πλήθαιναν, μέχρι που έγιναν μια βουή οργισμένη. Ο κόσμος –εμείς όλοι- ζητούσε να φύγει αυτός ο θίασος από την σκηνή, η τουλάχιστον να συννενοηθούν μεταξύ τους. Εκείνοι ωστόσο –ο θίασος- δεν έμοιαζε να νοιάζεται. Ο κάθε ηθοποιός συνέχιζε την απαγγελία του, σαν ένα κασετόφωνο που είχε ξεχαστεί σε λειτουργία. Ο ηθοποιός μάλιστα που ατενίζοντας το κενό έπαιζε τον δεύτερο ρόλο, εποφθαλμιούσε εκείνον του πρωταγωνιστή, και διαρκώς κολάκευε το κοινό. Ωσπου οι ψίθυροι επιβεβαιώθηκαν: ότι τον θίασο αποτελούσε ο πολιτικός κόσμος, και ότι ενδιαφερόταν μόνον για τα εισιτήρια που έκοβε το έργο. Στο βάθος ωστόσο αυτού του θεάτρου σκιών, εμείς ζούσαμε πάντοτε με τον φόβο των πτώσεων, τον διαρκή και ανελέητο.
Ετσι ζούσαμε τότε: Με τον φόβο των πτώσεων. Όταν όλα αυτά πέρασαν, είμαστε βέβαιοι ότι είχαμε ζήσει μια παράκρουση, μια ομαδική παραφροσύνη. Το πως βέβαια πέρασαν όλα, είναι μια άλλη και απίστευτη ιστορία. Όπως από την ρωγμή ενός έρημου τόπου, ξεπηδούν φυτά και τα πρώτα λουλούδια. Έπρεπε πάντως να φύγει εκείνος ο θίασος, που μόνον την οργή προκαλούσε, και να σχηματισθεί ένας άλλος, από τις καλύτερες δυνάμεις που διέθετε η Τέχνη του θεάτρου και της ζωής. Έπρεπε επίσης να αγαπήσομε λίγο περισσότερο τον τόπο μας, που είχαμε μάθει να τον πληγώνομε ασυλλόγιστα• και να αισθανθούμε ευγνωμοσύνη για τον ήλιο και την ομορφιά που μας πρόσφερε. Το πιό δύσκολο όμως ήταν να ακούσομε κάποιους σοφούς, που χρόνια τώρα επέμεναν να λένε αλήθειες• ότι η πραγματική παιδεία είναι ένα ύψιστο και δύσκολο αγαθό, και δεν έχει να κάνει με «καταλήψεις»• ότι σε μια δημοκρατική πολιτεία, οι νόμοι, ακόμα και όταν είναι άδικοι, πρέπει να γίνονται σεβαστοί, αλλιώς ανοίγονται δρόμοι αυτοκαταστροφής• ότι όσα εκείνοι –οι σοφοί- ονόμαζαν αξίες, είναι απαραίτητες στην πορεία μιας χώρας, και έπρεπε να ανακαλυφθούν από την αρχή. Ευτυχώς, όλο αυτόν τον καιρό των διαρκών πτώσεων, δεν είχαμε παύσει -ούτε άλλωστε μπορούσε να μας εμποδίσει κανείς- να ονειρευόμαστε. Τα όνειρα όμως, λένε πάλι οι σοφοί, κρύβουν συχνά και τις προσδοκίες μας.