Με τις πρώτες βροχές, θυμήθηκα το καλοκαίρι που μας πέρασε. Μου ήρθε σαν σκόρπιες ασύνδετες εικόνες που δεν έβγαζαν νόημα. Νομίζω πως αυτό ίσχυε για όλο το καλοκαίρι.
Στο νησί. Άνθρωποι με μαγιό και σαγιονάρες κάνουν ουρά στα ΑΤΜ. Είδα και έναν με βατραχοπέδιλα, που περπατούσε σαν τον Ντόναλντ. Διακοπές με την ψυχή στο στόμα. Ξένοι, πολλοί ξένοι και ξέγνοιαστοι. Εμείς, αγχωμένοι, να κάνουμε μπάνια και ηλιοθεραπεία με το ζόρι, ενώ η ψυχή μας ήταν στην Κούλουρη.
Ανάμεσα γεμιστά και δημοψήφισμα. Νιώθεις πως ό,τι και να ψηφίσεις θα είναι λάθος. Κι έτσι αποδείχθηκε. Ούτε ένα λεπτό δεν χαλαρώνεις. Τι θα γίνει; Πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα; Όλοι ρωτάνε, όλοι απαντάνε και συμπέρασμα κανένα.
Τα τοπία είναι πάντα ωραία και ατάραχα – κι αυτό τα κάνει ακόμα πιο μακρινά. Τουρίστας σε άλλο πλανήτη. Μόνο οι ξένοι κάνουν διακοπές.
Θα το θυμάμαι αυτό το παράξενο καλοκαίρι. Είχα καιρό να πάω σε νησί και μου βγήκε ξινό. Αυτή τη φορά δεν μας γλίτωσε ούτε το δόγμα Ανδρέα Παπανδρέου για τα μπάνια του λαού. Τίποτα δεν σέβονται αυτοί οι πολιτικοί! Αντί να χανόμαστε στη θέα της θάλασσας, χανόμαστε στη θάλασσα της διαπραγμάτευσης. Η παρουσία Βαρουφάκη ζωντανεύει την παράσταση – αλλά μόνο επιθεωρησιακά. Όχι μόνο δεν διασκεδάζει, αλλά, με τη «δημιουργική ασάφεια», μεγαλώνει το άγχος.
Τα εστιατόρια δεν σερβίρουν πια αστακομακαρονάδες. Σπάνια και που να ζητήσει κανείς, μου λέει ο μαγαζάτορας. «Εσείς, που βγαίνετε και στην τηλεόραση, τι λέτε να γίνει;». Πού με θυμήθηκε – χρόνια έχω να βγω. Σηκώνω τους ώμους.
Αυτό ήταν το καλοκαίρι της δυσφορίας μας, που είπε κι ο Σαίξπηρ για τον χειμώνα του.