Υπό νορμάλ συνθήκες, το ότι ήθελα χθες το βράδυ να πάω σινεμά με τη γυναίκα μου, να δω το κουλτουρέ γαλλικό φιλμ «ατίθαση Λίλι» θα ήταν εύκολο. Που το παίζει; Α, μόνο στη Σταδίου, 8 και δέκα. Οκ, φύγαμε. Παίρνουμε το μετρό μέχρι το Σύνταγμα. Και από εκεί, περπατάμε προς το σινεμά. Λίγη ώρα μετά, φτάνουμε επιτέλους έξω από το Άστορ. Ωραία; Κι όμως, ένα περίεργο πράγμα. Κλειστό!
Ξέρω τι θα πείτε. Δεν ήμουν νορμάλ αλλά αφελής. Γιατί παρέλειψα να σας πω πως τα μεγάφωνα στο σταθμό του μετρό της Πανόρμου επαναλάμβαναν μονότονα , και στα αγγλικά για τους τουρίστες, πως η στάση Πανεπιστήμιο είναι «temporarily out of service» (χωρίς να εξηγείται το γιατί). Παρέλειψα να σας πω πως από το σχεδόν έρημο Σύνταγμα φύγαμε με βήχα και δάκρυα στα μάτια, από τα δακρυγόνα. Παρέλειψα να πω πως και στη Σταδίου, σε κάθε γωνία, ήταν και μία διμοιρία των ΜΑΤ. Πείτε με λοιπόν ότι θέλετε, αφελή, θρασύ ή κι αναίσθητο ακόμα, που ήθελα να δω σινεμά στο κέντρο της Αθήνας με όσα συμβαίνουν γύρω μας, ειδικά τις τελευταίες μέρες. Αλλά ομολογώ πως μόνο τότε, μόνο όταν είδα κατεβασμένα τα ρολά, μόνο όταν ηττήθηκα σε κάτι τόσο εύκολο, μόνο τότε το κατάλαβα. Ναι, έτσι θα ναι η ζωή μας από εδώ και πέρα. Γιατί εκπλήσσομαι και γιατί ενοχλούμαι; Αυτό που έζησα είναι νορμάλ. Συνηθισμένο πια. Ο κανόνας. Το «νέο νορμάλ».
Στο «νέο νορμάλ» της Ελλάδας μας δεν μπορείς να κυκλοφορήσεις άφοβα στο κέντρο αν είσαι ή μοιάζεις Έλληνας, γιατί σε μαχαιρώνουν πρωί πρωί για μία κάμερα, μπορεί και δίπλα στην ετοιμόγεννη γυναίκα σου.
Το «νέο νορμάλ» σημαίνει πως δεν μπορείς να κυκλοφορήσεις άφοβα στο κέντρο ούτε αν είσαι «σκούρος», γιατί το βράδυ σε μαχαιρώνουν επειδή είσαι ή μοιάζεις ξένος, και τη μέρα σε τουλουμιάζουν και σε στέλνουν εσένα και τους φίλους σου στο νοσοκομείο. Για να «μάθεις».
Το «νέο νορμάλ» σημαίνει πως αν είσαι φιλήσυχος διαδηλωτής, κινδυνεύεις να σε στείλουν σε κώμα τα γκλομπ ενός ανεκπαίδευτου μπάτσου. Από την άλλη, αν είσαι αστυνομικός που κάνει σωστά τη δουλειά του, και τηρείς την τάξη, τότε κινδυνεύεις να σε κάψουν ζωντανό τα κοκτέιλ των θυμωμένων ακροαριστερών συνομήλικων σου.
Το «νέο νορμάλ» σημαίνει πως, στο παράφωνο κύκνειο άσμα τους, οι εθνοπατέρες μας όχι μόνο δεν βρίσκουν πεδίο εθνικής συνεννόησης μεταξύ των κομμάτων, αλλά δεν μπορούν καν να τα βρουν μεταξύ τους. Σοσιαλιστές εναντίον σοσιαλιστών, δεξιοί εναντίον δεξιών, αριστεροί εναντίον αριστερών, όλοι εναντίον όλων.
Στο «νέο νορμάλ», ΜΜΕ και δημοσιογράφοι μπορούν να συνεχίσουν να ρίχνουν λάδι στη φωτιά, χαιρέκακα, ενώ προσποιούνται πως την καλύπτουν. Ο αθλητικός τύπος να κάνει πως δεν έχει καμία ευθύνη για τη βία στα γήπεδα, φαύλοι μεγαλοδημοσιογράφοι κι εκδότες να κάνουν πως δεν ήξεραν πολλά (κι ας έλεγαν λίγα), και ο οικονομικός τύπος πως δεν «έχασε» τη μεγαλύτερη είδηση της Μεταπολίτευσης, τη χρεωκοπία, ούτε παίζει το παιχνίδι των τραπεζών.
Δεν ήταν πάντα έτσι. Ή τουλάχιστον δεν ήμασταν πάντα τόσο χάλια. Στο «νέο νορμάλ» καλούμαστε όλοι, εκβιαστικά, να πάμε στα άκρα. Να πάρουμε θέση. Σήμερα. Τώρα. Είσαι αναγκασμένος να διαλέξεις. Λέγε, με ποιον είσαι; Με τον διεφθαρμένο συνδικαλιστή και τον τεμπέλη δημόσιο υπάλληλο, κόντρα στη διεθνή συνωμοσία, τους νεοφιλελεύθερους και τους κεφαλαιοκράτες; Ή με τον φοροφυγάδα δικηγόρο, επιχειρηματία και γιατρό, κόντρα στο τέρας του Κρατισμού; Με τον ακροαριστερό που τα σπάει και μετά λέει ανοιχτά πως δεν θα τηρεί και το Σύνταγμα; Ή με τον μπάτσο που ορκίζεται πως θα τηρήσει το νόμο και μετά σπάει κεφάλια; Πάρε θέση. Με ποιόν είσαι; Με τον παράνομο μετανάστη και την πολυπολιτισμικότητα ,γιατί είσαι ανθρωπιστής, κι ας μαχαιρώνουν που και που για μία κάμερα; Ή με τον Έλληνα, τον ντόπιο, για να τηρείς τις ελληνικές παραδόσεις και τα έθιμα, κι ας μαχαιρώνουν που και που κανέναν ξένο;
Στο «νέο νορμάλ», όσα μας ενώνουν λιγοστεύουν μέρα με τη μέρα. Η συναίνεση, η κοινωνική ειρήνη, ο κοινός τόπος και το κοινό έδαφος; Για τους περισσότερους, λόγια του αέρα. Κάπως έτσι ξημέρωσε η μέρα, που πριν κατέβεις στο κέντρο μια βόλτα, πρέπει, αντί για δελτίο καιρού, να δεις τηλεοπτικό δελτίο θυέλλης, το δελτίο των μαχών της ημέρας.
Λυπάμαι. Δε μπορώ να το δεχτώ αυτό ως τον νέο κανόνα. Αρνούμαι να προσποιηθώ πως όσα ζούμε είναι νορμάλ, και πως το μόνο που μου μένει είναι να τα συνηθίσω. Να μείνω να αντισταθώ; Ή να σκύψω το κεφάλι και αν μπορώ να φύγω: Ό,τι κι αν κάνω, ό,τι κι αν γίνει, σιχαίνομαι ήδη τη στιγμή που θα πρέπει να εξηγήσω στα τρία παιδιά μου ένα πράγμα. «Μπαμπά, τι σημαίνει αυτό το «νέο νορμάλ»;»