Όταν ζήτησα από την κυρία Λαμπροπούλου να γράψει ένα κείμενο (Η φάρσα της αξιολόγησης) πάνω στο φλέγον θέμα της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, ήξερα ότι οι θέσεις της θα προκαλούσαν αντιδράσεις. Ομολογώ όμως πως δεν φανταζόμουν ότι μιλιούνια «αγανακτισμένων» θα την κάρφωναν πάνω σ’ έναν σταυρό σαν εγκληματία της Ρωμαϊκής περιόδου. Η χιονοστιβάδα των αρνητικών, απαξιωτικών και βιτριολικών σχολίων, θα τρόμαζε ακόμα και τον πιο κυνικό επαγγελματία αρθρογράφο, πόσο μάλλον μια απλή εκπαιδευτικό που ανυποψίαστα αποτόλμησε να γράψει την άποψη της. Συμπαθάτε με κυρίες και κύριοι αναγνώστες, αλλά δεν γίνεται έτσι.
Προσωπικά είμαι υπέρ της αξιολόγησης όλων στο δημόσιο δίχως εξαίρεση (στον ιδιωτικό τομέα γίνεται de facto), όμως αν πάρουμε 100.000 έλληνες εκπαιδευτικούς και τους κρεμάσουμε στην πλατεία Συντάγματος δεν θα πρόκειται για προσφορά στη βελτίωση της παιδείας που παίρνουν τα παιδιά μας.
Θα πείτε τώρα, «μη λαϊκίζεις Καμπουράκη, δεν είπαμε να τους κρεμάσουν, απλώς να τους αξιολογήσουν». Σύμφωνοι, αλλά αν μέσα στον δημόσιο διάλογο κόψουμε βίαια κάθε γέφυρα συνεννόησης και κατανόησης, τότε οι πολιορκητές μετατρέπονται σε αλαλάζοντα όχλο, ενώ οι βαλλόμενοι σηκώνουν αυτομάτως ταμπούρια και μετατρέπουν τον μικροχώρο τους σε φρούριο. Και τα φρούρια, είτε καταλαμβάνονται βίαια με τους υπερασπιστές να σφαγιάζονται, είτε μετατρέπονται σε Κούγκια και Αρκάδια καταστρέφοντας επιτιθέμενους και αμυνόμενους μαζί. Δεν είναι προφανώς αυτό που θέλουμε για την παιδεία μας. Μέσα στο πολεμικό περιβάλλον που ζούμε, η άποψη μου μπορεί να θυμίζει σαχλή χριστιανικού τύπου έκκληση, αν όμως δεν βάλουμε όλοι μας τα μαχαίρια στα θηκάρια, δεν υπάρχει λύση. Και μην αρχίσουμε τώρα τα «αυτός άρχισε πρώτος», γιατί δεν θα βγάλουμε άκρη. Όλοι αρχίσαμε πρώτοι.
Νιώθω υποχρεωμένος να δημοσιεύσω μια μικρή απάντηση της κυρίας Ελένης Λαμπροπούλου στον χείμαρρο των σχολίων που ακολούθησε το προηγούμενο κείμενο της. Αν και δεν λέει κάτι τέτοιο, κατά τη γνώμη μου σοκαρίστηκε με το πλήθος και τη βιαιότητα των απαντήσεων. Και αν μπορώ να αδιαφορήσω για το σοκ μιας αρθρογράφου, δε μπορώ να κάνω το ίδιο με το θέαμα 100.000 τρομοκρατημένων καθηγητών και δασκάλων αυτής της χώρας. Δεν είναι καλό για κανέναν:
«Μερικές παρατηρήσεις μόνο.
Δεν γεννήθηκα δημόσιος υπάλληλος. Έχω εργαστεί και στον ιδιωτικό τομέα και μάλιστα σε ένα ιδιαίτερα απαιτητικό περιβάλλον, με αρκετή επιτυχία θα έλεγα. Πάντα ως εκπαιδευτικός. Ποτέ δεν ένιωσα την απαξίωση, το φόβο, την εχθρότητα, την καχυποψία και την ανασφάλεια που νιώθω σήμερα. Ούτε από τους διευθυντές και τους προϊστάμενούς μου ούτε από τους μαθητές μου και τους γονείς τους ούτε από την κοινωνία γενικότερα. Κι αυτό, πιστέψτε με, μόνο καλύτερη μπόρεσε να με κάνει, σε αντίθεση με το πώς βιώνω σήμερα την πραγματικότητα.
Θα συμφωνήσω ότι η ελληνική κοινωνία έχει φτάσει στο σημείο να μιλάει δύο διαφορετικές γλώσσες και να έχει χωριστεί σε δύο ομάδες που στέκονται απέναντι η μία στην άλλη και δεν συναντιούνται πουθενά. Αυτό δεν μπορεί να προμηνύει τίποτα θετικό για το μέλλον αυτής της χώρας.
Δεν μίλησα γενικά για την αναγκαιότητα ή όχι μιας αξιολόγησης, αλλά για τη συγκεκριμένη και για τα αποτελέσματα που κατά τη γνώμη μου θα επιφέρει. Απλά θα επισημάνω ότι κάθε φορά σημασία έχει ποιος αξιολογεί, τι αξιολογεί, πώς αξιολογεί και κυρίως για ποιο λόγο το κάνει. Δικαιούμαι να αμφισβητώ το θετικό του αποτελέσματος που θα φέρει μια τέτοια αξιολόγηση για την κοινωνία, μέρος της οποίας θεωρώ και τους εκπαιδευτικούς, καθώς και τις προθέσεις της, όσο δικαιούστε κι εσείς να εκφράζετε την αντίθετη άποψή σας.
Οι εκθέσεις και οι προτάσεις του ΟΟΣΑ είναι κατά τη γνώμη μου καθοδηγούμενες από συμφέροντα τόσο, όσο και άλλης φιλοσοφίας αντιλήψεις που εσείς μάχεστε. Η διαφορά είναι απλά ότι οι μεν εκφράζουν την κυρίαρχη άποψη ενώ οι δε όχι. Επίσης, έχει ένα κάποιο ενδιαφέρον για ποια συμφέροντα πρόκειται κάθε φορά.
Ναι, περιγράφω μια πραγματικότητα χωρίς να κάνω προτάσεις. Τι άλλο θα μπορούσα να περιγράψω εκτός την πραγματικότητα που βιώνω; Είμαι ακριβώς ο εκπαιδευτικός που σκιαγραφώ. Τον εαυτό μου δεν τον θεωρώ αρμόδιο ή ικανό να κάνει προτάσεις επί παντός επιστητού, όπως συνηθίζουν πολλοί στις μέρες μας, αλλά μόνο στο μερίδιο που μου αναλογεί. Προτάσεις για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα θα πρέπει να προκύπτουν μετά από σοβαρή αναζήτηση και σε ένα εντελώς διαφορετικό, κατά τη γνώμη μου πάντα, κλίμα.
Το ότι διψάμε για αλλαγές δεν σημαίνει απαραίτητα ότι κάθε αλλαγή που γίνεται είναι για το συμφέρον μας και στη σωστή κατεύθυνση.
Η λέξη «τρόικα» δεν είναι απαγορευμένη για οποιονδήποτε άλλο εκτός από τους επαγγελματίες στα ΜΜΕ, που την χρησιμοποιούν καθημερινά ούτε και η χρήση της αποτελεί ένδειξη κάποιου είδους κατηγοριοποίησης αυτού που τη χρησιμοποιεί.
Δεν έχω ούτε την επιθυμία ούτε την πρόθεση να μπω μαζί σας σε κάποιου είδους διαδικτυακή αντιπαράθεση. Ένιωσα όμως ότι όφειλα μια "απάντηση" στα, κυρίως αρνητικά, σχόλιά σας. Μακάρι να πίστευα ότι κατέχω την Αλήθεια και τις Λύσεις για τα προβλήματά μας όπως βλέπω να πιστεύουν πολλοί από σας. Σας ζηλεύω ειλικρινά. Οι δικές μου απόψεις δεν είναι τόσο κατασταλαγμένες. Ποτέ δεν υπήρξαν. Θεωρώ όμως δικαίωμά μου να μπορώ να τις εκφράζω κι αυτό έκανα.
Τα όποια ειρωνικά ή προσβλητικά σχόλια δεν με αφορούν.
Τέλος, ευχαριστώ θερμά τον κύριο Καμπουράκη που θέλησε να μου δώσει βήμα για να εκφράσω απόψεις, που είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν αντανακλούν τις δικές του. Και μάλιστα σε ένα ηλεκτρονικό περιβάλλον που ήταν αναμενόμενο ότι θα στεκόταν αρνητικά στη δημοσίευση.
Με εκτίμηση
Ελένη Λαμπροπούλου»