H εμπειρία λέει πως μια ιδέα, έως ότου εξελιχθεί σε κατάσταση, περνάει από στάδια ηθικής και πολιτικής διαχείρισης. Και η τηλεοπτική πραγματικότητα στην Ελλάδα, ασφαλώς δεν εξελίχθηκε όπως θα ήθελαν οι εμπνευστές και οι διαχειριστές της. Αντίθετα, περάσαμε σχετικά εύκολα, από την εποχή του κομματοκρατικού μονοπωλίου της ΕΡΤ, σε ένα ευρύτερο δίκτυο επικίνδυνα «αυτόνομων» ιδιωτικών μέσων.
Από την ΕΙΡΤ του Δημήτρη Χορν, του Παύλου Μπακογιάννη και του Οδυσσέα Ελύτη, φτάσαμε στις ανεξέλεγκτες καταστάσεις μιας εξουσιαστικής «Βαβέλ» που αδιαφορεί για την ποιότητα του πολιτικού (ενημέρωση) και πολιτιστικού προϊόντος που παράγει. Με λίγα λόγια, τίποτα δεν πήγε καλά και τίποτα δεν εξελίχθηκε με βάση τις πραγματικές ανάγκες μιας κοινωνίας που έπρεπε να κάνει άλματα αληθινής προόδου και όχι φτηνής προοδοπληξίας.
Πέρασαν 26 χρόνια δειλίας για να κατατεθεί το νομοσχέδιο της κανονικής αδειοδότησης των τηλεοπτικών καναλιών. Στην πιο ακατάλληλη ίσως, στιγμή που θα μπορούσε να γίνει και με ένα πλαίσιο αρνητικής συγκυρίας. Το πολιτικό σύστημα επέτρεψε πρώτα, να αναπτυχθεί η τεράστια τηλεοπτική φούσκα, να καταχρεωθούν τα υφιστάμενα μέσα, να παγιώσουν μία απίστευτη υποκουλτούρα επαρχιωτισμού και εν μέσω οικονομικής κρίσης και ελέγχου κεφαλαίων, να λύσει τον «γόρδιο δεσμό».
Κάποιοι θα χαρούν, αναλαμβάνοντας νέους ρόλους και κάποιοι θα καταστραφούν, χάνοντας τη δουλειά τους. Το ζήτημα είναι αν αυτή η «τακτοποίηση» του ΣΥΡΙΖΑ θα δημιουργήσει ένα πλαίσιο εμπιστοσύνης του κοινού προς την τηλεόραση ή θα αλλάξει απλά διοικήσεις. Θα πρέπει στην ουσία, να ανατραπεί ένα σκηνικό παραλογισμού που συμπεριλαμβάνει τους μεγάλους ομίλους της εθνικής εμβέλειας και εκατοντάδες μικρά κανάλια στην περιφέρεια. Ένα τηλεοπτικό περιβάλλον που «διαπαιδαγώγησε» για πάρα πολλά χρόνια την ελληνική κοινωνία με έναν ιδιότυπο λαϊκισμό ενισχύοντας τα πιο ταπεινά του ένστικτα.
Θα σταματήσουν άραγε, τα τηλεοπτικά στούντιο να μονοπωλούν τα ίδια πολιτικά πρόσωπα; Θα πάψουν οι μικρές ομάδες παραγωγών «κουλτούρας» να χειραγωγούν την αισθητική της κοινής γνώμης; Θα κοπεί η αλυσίδα της διαπλοκής μεταξύ των περιφερειακών καναλιών και της τοπικής αυτοδιοίκησης; Και το σημαντικότερο, θα διασφαλιστεί ότι το κάθε μέσο θα λειτουργεί με υγιή οικονομικά και χωρίς έμμεση κρατική στήριξη; Aυτά είναι τα βασικά αιτήματα για την εξυγίανση του τηλεοπτικού τοπίου. Το ίδιο το νομοσχέδιο, οπωσδήποτε δεν μπορεί να τα εγγυηθεί στη νομική του βάση αλλά θα μπορούσε να ανοίξει μια νέα προοπτική στη φιλοσοφία των προγραμμάτων.
Πολύ φοβάμαι όμως, ότι δεν πρόκειται να διορθωθούν πολλά. Έχουν ήδη, γιγαντωθεί οι εξαρτήσεις του κεντρικού συστήματος με τις υπόλοιπες εξουσίες που είναι πια δύσκολο να ανατραπούν. Ειδικά, όταν οι θεσμοί, όπως οι εκπαιδευτικοί, δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στον ρόλο τους και να οπλίσουν με αντιστάσεις το τηλεοπτικό κοινό, πολύ εύκολα θα δημιουργηθούν ανανεωμένες μορφές δικτύων που θα συνεχίσουν με «νόμιμο» πια τρόπο, την προηγούμενη θλιβερή κατάσταση.
Η χώρα χρειάζεται μια γενική ανάταση που θα στηριχθεί σε πνευματικούς και άριστους ανθρώπους. Είτε σε εθνικό είτε σε τοπικό επίπεδο. Αυτοί θα έπρεπε να στελεχώσουν τους νέους τηλεοπτικούς σταθμούς, σε συνεργασία με τους επιχειρηματίες που θα επενδύσουν στις άδειες. Κι αυτό δυστυχώς δεν μπορεί να το υπαγορεύσει κανένα νομοσχέδιο και καμία αρχή. Μόνο η αγορά και η πολιτιστική πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Γιατί είναι θέμα που αφορά την κοινωνία και τις ανάγκες της. Άλλωστε, καταλήγουμε πάντα πως έχουμε τις κυβερνήσεις και τις τηλεοράσεις που μας αξίζουν.
Σε κάθε περίπτωση, κανείς δεν μπορεί να εμπιστευτεί μια επαναστατική αλλαγή στα μίντια, όταν γίνεται μονομερώς από ένα κόμμα. Η συναίνεση σε τέτοιες περιπτώσεις είναι απαραίτητη για να αποφευχθούν παρεξηγήσεις και παρατράγουδα. Ελπίζω μόνο να μη δημιουργηθεί ένα νέο κατεστημένο που οι επόμενες κυβερνήσεις θα σπεύσουν να το ανατρέψουν, για τα δικά τους οφέλη. Θα πληρώσουμε που θα πληρώσουμε τον «ενθουσιασμό» τόσων χρόνων, ας κερδίσουμε, τουλάχιστον, ένα «ηθικό πλεονέκτημα» για το μέλλον…