Protagon A περίοδος

Τι έκανες στη δικτατορία μαμά;

Ο παππούς της Κ. κουβαλούσε  στο σώμα του κάμποσα σουβενίρ από τη χούντα. Ήμουν 10 χρονών όταν τον γνώρισα. Κάθε φορά που τον συναντούσα τον κοιτούσα σαν ερωτευμένη.

Μαρία Πετρίδη

Ο παππούς της Κ. κουβαλούσε  στο σώμα του κάμποσα σουβενίρ από τη χούντα. Ήμουν 10 χρονών όταν τον γνώρισα. Το προηγούμενο καλοκαίρι είχα διαβάσει το «Καπλάνι της Βιτρίνας» και η απέχθεια που είχε γεννηθεί στο μυαλό μου για τις δικτατορίες ήταν κάτι περισσότερο από εμμονική.

Κι εκείνος είχε ζήσει μία.

Είχε φυλακιστεί και βασανιστεί από μία.

91 μέρες.

Κάθε φορά που τον συναντούσα τον κοιτούσα σαν ερωτευμένη. Ακόμα και όταν πια δεν ήμουν παιδί αλλά κοτζάμ γυναίκα.

Η Κ. μου είχε πει πως δεν του άρεσε να μιλά για «τα τότε», ούτε καν στα παιδιά του, κι εγώ έσκαγα από καημό και περιέργεια αλλά κι από έναν τεράστιο σεβασμό σε αυτή του τη σιωπή.

Στα γενέθλιά του, το γκλάμουρ καλοκαίρι της Ολυμπιάδας, οι γονείς της Κ. του έκαναν πάρτι έκπληξη. 

Όταν το σπίτι άδειασε από καλεσμένους, φωνές και μουσικές, αράξαμε με την Κ. στη βεράντα. Λίγα λεπτά αργότερα ήρθε κι εκείνος κι έκατσε μαζί μας. Κι έτσι χωρίς καμία εισαγωγή, καμία εξήγηση, μας μίλησε για «τα τότε». 

Κι ήταν όσα διηγήθηκε πολύ χειρότερα από όλα τα υπερβολικά και εφιαλτικά που είχα φανταστεί όλα αυτά τα χρόνια κοιτώντας τη σιωπή του. Κι ήταν χειρότερα γιατί μόλις εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα πως ο παππούς της Κ. ήταν αφόρητα μόνος του. Παγιδευμένος σε ένα σύμπαν που κανείς δεν ήθελε να ξέρει. Κανείς δεν ήθελε να δει. Κανείς δεν άντεχε να αντιμετωπίσει.

Και μου φάνηκε αδιανόητο πώς επί 7 ολόκληρα χρόνια τόσες δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι (ανάμεσα τους και οι γονείς μου οι οποίοι βέβαια έχουν το άλλοθι ότι τότε ζούσαν στο εξωτερικό –ας το καταπιώ) μπορούσαν να ξυπνάνε το πρωί και να πηγαίνουν στις δουλειές του, να γελάνε με τους φίλους τους, να σχεδιάζουν εκδρομές, να μαλώνουν για το ποδόσφαιρο, να πηγαίνουν για πρόβα στις μοδίστρες, να χασμουριούνται στο τρόλεϊ, να ανυπομονούν να ανοίξουν τα χριστουγεννιάτικα δώρα τους, ενώ κάτι τόσο άγριο, τόσο παράλογο κι ανείπωτα άδικο συνέβαινε σε ανθρώπους της διπλανής τους πόρτας.

Τον θυμήθηκα τον παππού της Κ. απόψε, καθώς διάβαζα το εξαιρετικό άρθρο του Γιάννη Παντελάκη «Δύο Πλευρές», που μιλάει τόσο τρυφερά και μετρημένα και ανθρώπινα και καθόλου επιθετικά για τον μύθο της μαζικής αντίστασης των Ελλήνων στη χούντα.

Και σκέφτηκα πως όσο υπάρχουν πλευρές που δεν θέλουμε να ξέρουμε, όσο αφήνουμε βολικούς μύθους να καπελώνουν το ποιοι πραγματικά είμαστε, η περίπτωση να γίνουμε καλύτεροι θα γίνεται όλο και μικρότερη.

Και οι στο τέλος ίσως να ξεχάσουμε ότι είμαστε άνθρωποι.

Υ.Γ: Κι όπως κάποτε διάβασα στα «Κινέζικα Κουτιά» της Σώτης Τριανταφύλλου: «Σοφία είναι να ξέρεις τι πρέπει να κάνεις, αρετή είναι να το κάνεις».