Έχω υποχρεωθεί, από ένστικτο αυτοσυντήρησης – να κλείσω τον ήχο στην τηλεόραση εδώ και μία εβδομάδα. Ξαφνικά έγινε το ατύχημα. Ξεπατήθηκε το mute προχτές το βράδυ και, στα είκοσι δευτερόλεπτα που πέρασα προσπαθώντας να εντοπίσω το ρημάδι το τηλεκοντρόλ, κόντεψα να αρρωστήσω από τους τηλε-αλαλαγμούς και τα εν εξάλλω τρομολιγούρια. Στην ηλικία μου δεν με λες και Κομανέτσι, αλλά εν τέλει, με ένα θεαματικό πλονζόν με διπλό τόλουπ όρμησα να βγάλω τη συσκευή από το πολύπριζο: Τέτοιο φρικούλιασμα έπαθα, που δεν μούκοψε ούτε το κουμπί του off να βρω να κλείσω.
(Υπαρξιακή απορία- όλα τα αρσενικά στον πλανήτη θάβουν-κρύβουν-εξαϋλώνουν-τηλεμεταφέρουν τα τηλεκοντρόλ, από το τραπεζάκι μπροστά στον καναπέ σε απίθανες γωνιές του Σύμπαντος, αφού τα χρησιμοποιήσουν; Ή μόνο οι δικοί μου είναι τόσο γαϊδούρια;)
Το θέμα είναι ότι λίγα δευτερόλεπτα έμεινε ανοιχτός ο ήχος σε ιδιωτικό κανάλι και γέρασα δέκα χρόνια. Ήρθαν κι ασπρίσαν τα μαλλιά μου σαν το κοριτσάκι στο «Πόλτεργκάιστ». Ανατρίχιασε το είναι μου όλο, πήγα κι ήρθα. Αν είχα προχτές μια κάλπη πρόχειρη μπροστά μου, θα ψήφιζα στην ξερή, ένα ξεγυρισμένο «ΟΧΙ» έτσι, για να τους ανταποδώσω το κοψοχόλιασμα. Ευτυχώς δεν είχα – ο τρόμος είναι κακός σύμβουλος.
Τρομοκρατήθηκα εγώ, έτσι; Που αυτή τη δουλειά κάνω, στην τελική: Που ήμουνα νια και γέρασα μέσα στη μηχανή του κιμά. Κάντο τώρα εσύ εικόνα σε φυσιολογικό άνθρωπο: Τι θα συμπεράνεις; Ότι η ντιτζέα πρέπει να κυκλοφορήσει επειγόντως τον «έξυπνο αποκωδικοποιητή» (σαν την έξυπνη σίτα) εμπρός στον δρόμο που χάραξε η «έξυπνη σίτα»! ένα μοντέλο συνδυασμός «αποκωδικοποιητή» και απινιδωτή («Κλίαααρ! Kλίαααρρ! Τζιτ!) για τις ανακοπές σε κάθε έναρξη δελτίου ειδήσεων. Στους δε εκατό πρώτους που θα τηλεφωνήσουν, να προσφέρεται εντελώς δωρεάν και το ηλεκτρονικό πιεσόμετρο: που σου γκαρίζει στα ελληνικά πόσο πήγε η πίεσή σου, πριν και μετά από κάθε εμφάνιση του κυρίου Μπάμπη.
Α, ναι, τον κύριο Μπάμπη. Με όλο τον σεβασμό και την εκτίμηση που τρέφω στο άτομόν του, μου τα έχει κάνει πεπόνια με το «απόψε καταρρέουμε» πρωί-βράδυ, επί επτά χρόνια. Κι εγώ, μάτια μου όμορφα, αν βγαίνω κάθε μέρα στης Σίας, επί επτά συνεχή χρόνια και βροντοφωνάζω ότι «απόψε θα γίνει σεισμός έξι Ρίχτερ στην Καλιφόρνια», στατιστικά κάποια στιγμή θα γίνει κι ο γαμοσεισμός. Αφού είναι το έδαφος ζαβό, δεν θα γίνει; Έλεος, εν τέλει καταρρεύσαμε, συγχαρητήρια κι άστα διάλα – με όλον τον σεβασμό και την εκτίμησή μου για το άτομόν σας, το νόμισμά μου μέσα.
Κάθε νόμισμα όμως, ευρώ, δραχμή ή γκρέξιτ (και ξερός), έχει δύο όψεις: Δώστε βάση τώρα στο αντίστροφον:
Βράδυ προηγούμενης Τρίτης, σε συγγενικό εξοχικό σπίτι, η απόλυτη σεβεντίλα: Συνθήκες μούρλια, ό,τι χρειάζεσαι για να ηρεμήσεις – σε κανονικές συνθήκες. Τηλεόραση, αρχαία, χωρίς ψηφιακό σήμα, ίντερνετ σκατά. (μας υποχρέωσες κι εσύ, Αντωνάκη, με το γουάι φάι). Οι άνθρωποι ήταν σε απόγνωση για λίγη ενημέρωση, Που τους βρήκε το bank run μουσκίδια, με τα βατραχοπέδιλα και τις μάσκες τρέχανε στα ΑΤΜ πέριξ της Κινέττας. Η συσκευή τους μετέδιδε μόνο -την κουνημένη, χιονισμένη και προσφάτως νεκραναστημένη- ΕΡΤ 1. Άγνωστο από ποιον αναμεταδότη. Πιθανολογώ από αυτόν της Ζώνης του Λυκόφωτος («τουρου ρούρου-τουρου-ρού-ρου»), διότι μόνο έτσι εξηγούνται αυτά που είδα – και άκουσα.
Παλικάρι της κυβερνητικής παράταξης εξηγούσε ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με το τραπεζικό λουκέτο, αφού… οι Έλληνες είναι εξοικειωμένοι με το σύστημα του πλαστικού χρήματος και των πιστωτικών-χρεωστικών καρτών. Ο εργαζόμενος/συνταξιούχος, έλεγε η ατομάρα, (τουρουρουρου-τουρουρούρου) θα χρησιμοποιεί με άνεση την πιστωτική του κάρτα για όλες του τις ανάγκες, και θα «βλέπει» στο ΑΤΜ να πιστώνεται και να χρεώνεται ο λογαριασμός του κάθε μήνα. Οπότε, πρόβλημα ουδέν, αγαπούλα, όλα καλά. Να 'χα κάλπη να ρίξω ένα «ΝΑΙ», να πάθει η αγαπούλα καλπάζουσα λυκανθρωπία σε ζωντανή μετάδοση. Ευτυχώς δεν είχα – η ηλιθιότης είναι κακός σύμβουλος.
Όχι, σοβαρά τώρα, να μη σώσω να ξημερωθώ, το κάνετε εικόνα, έτσι; Έχει γίνει ολούθε του παγκόσμιου κάγκελου. Δέκα εκατομμύρια ψυχές σταυροκοπιόμαστε με τα σωσίβια φορεμένα σταυρωτά, τις σφυρίχτρες στο χέρι και τις ταυτότητες στο στόμα (για την αναγνώριση μετά τη συντριβή).Και το συντρόφι-αγαπούλα επ’ ουδενί μην αντιλαμβάνεται προς τι η ενοχλητική φασαρία, «αφού σας λέω, έχουμε πιστωτικές». Ο δε συνάδελφός (μου) που τον συντόνιζε, δημοσιογραφικώς, τι να πω; Το όνειρο του Λιούις Κάρολ: Η Αλίκη και ο Μαρτιάτικος Λαγός στο τιμόνι της εθνικής ενημέρωσης. (Τουρου-ρούρου-τούρου-ρούρου).
Όπως και να έρθουν τα πράγματα, με ελάχιστες εξαιρέσεις (που τις ανιχνεύω διψαλέα, σαν τον Διογένη με το φανάρι του, «άνθρωπο να μου πει τα νέα ζητώ») γενικώς, δεν κρατήθηκαν ούτε τα στοιχειώδη προσχήματα από τις δύο αντίθετα πολιτικά πλευρές. Η γενική -και όχι μόνο προσωπική μου- αίσθηση, είναι ότι η ελληνική δημοσιογραφία (δεν ταυτίζω τους εκδότες με τους δημοσιογράφους) τα έκανε μούσκεμα αυτές τις μέρες: Έριξε νερό στον μύλο τού διχασμού, συμμετείχε στο εμπόριο του φόβου, και, στην επιεικέστερη των περιπτώσεων, απέτυχε παταγωδώς να σταθεί στο ύψος των ιστορικών περιστάσεων.
Μακάρι η ελληνική κοινωνία να μας συγχωρήσει, δίνοντας, αρχής γενομένης από το κοινό μας μοιραίο «αύριο» μια ακόμα ευκαιρία.
Ίσως την τελευταία αυτής της γενιάς.
Του-ρου-τούρου-τούρου-τούρου…