Protagon A περίοδος

Τα ελληνικά είναι νόστιμα

Ευκαιρία να θυμηθώ πάλι τη γεύση του γνωστού παραδοσιακού σάντουιτς. «Ένα παραδοσιακό», λέω στην υπάλληλο που με κοιτάζει περίεργα. «Ένα premier, εννοείτε», με διορθώνει.

Λεφτέρης Μπαρδάκος

Επέστρεφα από την Αθήνα στο Άργος, επέμενε η παρέα να σταματήσουμε στα Μέγαρα, στα Goody's, για φαγητό. Ευκαιρία να θυμηθώ πάλι τη γεύση του γνωστού παραδοσιακού σάντουιτς με τις ελιές και τη φέτα μέσα στο ολόφρεσκο μαύρο ψωμί. «Ένα παραδοσιακό», λέω στην υπάλληλο που με κοιτάζει περίεργα. «Ένα premier, εννοείτε», με διορθώνει και παραγγέλνει από το μικρόφωνο με στεντόρεια φωνή: «Ένα premier, παρακαλώ». Κι αμέσως μετά «Εσείς παραγγείλατε;» ρωτάει ένα μικρό κορίτσι που περίμενε δίπλα μου. Η μικρούλα παίρνει βαθιά ανάσα και «Ένα τσίκις, ένα τσίλι, ένα γκριν, ένα κλαμπ και μία κόκα», άκουσα την τρομερή παραγγελία. Μου άρεσε τόσο πολύ που τη σιγοψιθύρισα κι εγώ: «Ένα τσίκις, ένα τσίλι, ένα γκριν, ένα κλαμπ. Μάλιστα. Α, και μία κόκα» ξαναείπα θαυμάζοντας την υπέροχη πλαστική γλώσσα.

«Έτοιμο το premier» με διέκοψε από τους γλωσσικούς συλλογισμούς μου η υπάλληλος. «Εσείς, παραγγείλατε;» ρώτησε τον επόμενο.

Κάθισα σε μια γωνιά κι άρχισα μηχανικά να μασουλώ το premier. Σαν λιγότερο νόστιμο από άλλες φορές μού φάνηκε. Ίσως γιατί άλλες φορές νόμιζα πως ήταν παραδοσιακό, όχι premier. Κι αυτά τα τσίλι και τα γκριν και τα γκολντ πώς να είναι άραγε; Γύρισα και κοίταξα γύρω μου. Όλοι είχαν πέσει με τα μούτρα στα δικά τους και τα καταβρόχθιζαν αμίλητοι. Θα είναι νόστιμα, δεν μπορεί, για να τα τρώνε με τόση όρεξη!

Άφησα το premier μισοφαγωμένο πάνω στο τραπέζι και σηκώθηκα. «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;» αναρωτιόταν ο Διονύσιος Σολωμός, ο Ντένις ο τρομερός. Μήπως η γλώσσα είναι μόνο για να συνεννοούμαστε, για να γινόμαστε κατανοητοί από το περιβάλλον μας και τίποτα άλλο; Μόνο για να δηλώνουμε τις βιολογικές μας ανάγκες και τα απαραίτητα για την καθημερινή μας ζωή και τίποτα περισσότερο; Έτσι δηλαδή όπως μιλάς τα αγγλικά ή τα γαλλικά, τσάτρα πάτρα, ίσα-ίσα για να τα καταφέρνεις στις διακοπές σου στις ξένες χώρες, να ρωτάς, να παραγγέλνεις, να μη νιώθεις ολωσδιόλου ξένος και τα τέτοια. Τότε πώς ο Σολωμός την τοποθετεί δίπλα στην ελευθερία; Δεν μπορεί, αυτός που είχε γνωρίσει και τις ευρωπαϊκές γλώσσες, που έμαθε πρώτα τα ιταλικά και μετά τα ελληνικά, που αγωνίστηκε να τα μάθει και δεν τα έμαθε τελικά στην εντέλεια, που μέσα του κουδούνιζε η θέα της πατρίδας αγκαλιασμένης σφιχτά με την ελευθερία και τη γλώσσα, μήπως αυτός ξέρει κάτι παραπάνω από όλους εμάς, τους σημερινούς τσίκις;

Μ' αυτές τις σκέψεις έφτασα στο Άργος. Το στομάχι μου γουργούριζε. Σταμάτησα σ' ένα ταβερνάκι. Μπήκα μέσα, κάθισα και παράγγειλα στον μουστακαλή ευτραφή ταβερνιάρη. Τίποτα σπουδαίο. Μια μερίδα παϊδάκια, βροβιά, μια φέτα και κρασάκι από ένα παλιό βαρέλι, που ασφαλώς θα κουβαλούσε μέσα του μαζί με τη μυρωδιά του ξύλου και την ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Το φχαριστήθηκα. Ειδικά το λαμπερό κρασί. «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ…» φώναζε συνεχώς μέσα μου ο κόντες Διονύσιος, ο Ντένις. Και η φωνή του πατέρα μου μιλούσε μέσα μου, που όταν πέρασα στο Πανεπιστήμιο, αντί για μπράβο, μου είπε συγκινημένος: «Να την προσέχεις τη γλώσσα, γιε μου. Θα ξέρει πάντοτε περισσότερα από σένα».

Τα ελληνικά πιο νόστιμα μου φάνηκαν πάντως. Και τα φαγητά και η γλώσσα. Κάτι ήξερε ο Σολωμός.
Και ο ταβερνιάρης, ασφαλώς.