Όταν πριν από μερικές εβδομάδες διάβασα στο διαδίκτυο την είδηση για την λιποθυμία μαθητών σε σχολεία της Αθήνας εξαιτίας ασιτίας, το πρώτο που σκέφτηκα ήταν πώς επρόκειτο για μια ακόμα ιστορία δημοσιογραφικής υπερβολής. Τότε μάλιστα το υπουργείο Παιδείας είχε εκδώσει και μια οργισμένη διάψευση που με έκανε και σκέφτηκα ότι μάλλον είχα δίκιο για την υπερβολή. Πόσο λάθος έκανα…
Στο διάστημα που ακολούθησε ανάλογα δημοσιεύματα από διάφορα σημεία της χώρας άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους. Μέχρι που διάβασα το θέμα της συναδέλφου Μάρνυς Παπαματαθαίου. Τα κρούσματα ασιτίας αυξάνονται και πληθύνονται. Το υπουργείο Παιδείας μάλιστα που διέψευδε με οργή, θα δίνει κουπόνια στους μαθητές περιοχών µε χαμηλούς οικονομικούς και κοινωνικούς δείκτες και µε αυτά θα µπορούν να τρώνε στα κυλικεία των σχολείων. Τα κουπόνια θα είναι του επιπέδου των 2 ή 3 ευρώ, αλλά µε αυτά τα χρήματα ένας μαθητής θα μπορεί να φάει ένα σάντουιτς και να πιει έναν χυμό ή γάλα στο σχολείο του.
Λίγες ώρες αφού είχα διαβάσει αυτό το ρεπορτάζ, υπήρξα μάρτυρας μιας σκηνής που δύσκολα θα ξεχάσω. Στην παραλιακή λεωφόρο, στο υψος του Φλοίσβου, ένας ηλικιωμένος άντρας επαιτεί με το κεφάλι χαμηλωμένο κι ένα πλαστικό ποτηράκι προτεταμένο. Πλησιάζει κοντά του ένας επίσης ηλικιωμένος και εμφανώς ταλαιπωρημένος άντρας με μάλλον φθαρμένα ρούχα και παπούτσια. Σταματά δίπλα του, βάζει το χέρι στην τσέπη, βγάζει ένα κέρμα και το βάζει στο ποτηράκι του επαίτη.
Η κρατική βοήθεια σε κάτι τέτοιες περιόδους, είναι απολύτως απαραίτητη για όσους αδυνατούν να βρουν έστω και τα στοιχειώδη. Ακόμα πιο σημαντική όμως είναι η κοινωνική αλληλεγγύη. Ο ταλαιπωρημένος άντρας με τα παλιοκαιρισμένα ρούχα και παπούτσια που έδωσε από το υστέρημά του στον- πάνω κάτω- συνομήλικο του επαίτη στην παραλιακή, ήταν ότι πιο ευαίσθητο και ενθαρρυντικό έχω ζήσει το τελευταίο διάστημα.
Μας αρέσει δε μας αρέσει η Ελληνική κοινωνία επιστρέφει γοργά δεκαετίες πίσω. Στους υποσιτισμένους μαθητές, στα σχολικά συσσίτια, σε καταστάσεις που η δική μας γενιά όχι μόνο δεν βίωσε αλλά ούτε ποτέ σκέφτηκε ότι θα μπορούσαν να ξανάρθουν. Κι όμως έρχονται. Όλοι μαζί ίσως μπορούμε να τις αντιμετωπίζουμε λίγο πιο αποτελεσματικά.