Μια μικρή, προσωπική ιστορία. Ήταν τότε που ως «κίνηση πολιτικής» επελέγη το κλείσιμο της ΕΡΤ, με την αγριωπή πρωτοτυπία του μαύρου στις οθόνες.
Σαν αυτονόητο αντανακλαστικό, τάχθηκα απέναντι στην κίνηση. Όχι μόνο για τον αυταρχισμό και την εξαρχής διαφανείσα αναποτελεσματικότητα, αλλά για το περιεχόμενο φίμωσης του λόγου που κουβαλούσε. (Την παραμονή το βράδυ, σε μικρό κανάλι -νομίζω στο ΚΟΝΤRA ήταν- έτυχε να συνπανελίζομαι με τον τότε επικεφαλής του συνδικάτου του προσωπικού της ΕΡΤ, εκφράζοντας την άποψη ότι η στάση τους πως «τίποτε δεν μπορούσε/δεν έπρεπε να αλλάξει» οδηγούσε την ΕΡΤ στα βράχια. Μαζί και τους ανθρώπους της! Αυτό που έφερε αρκετά βιτριολικά σχόλια, από άσπονδους φίλους που θεώρησαν ότι γνώριζα διαδρομικώς τα μελλούμενα).
Στις βδομάδες που ακολούθησαν, ακριβώς επειδή η διάσταση της φίμωσης δια του μαύρου μου έφερνε απόλυτη αλλεργία, πέρασα κάποιες φορές στην υπό κατάληψη (ας πούμε) ΕΡΤ συμμετέχοντας σε διάφορες συζητήσεις. Αυτό μου έφερε μια δεύτερη σειρά αποκηρύξεων, ετούτη την φορά από τη φιλοκυβερνητική -ας πούμε- πλευρά, που θεώρησε ότι ήταν παράδοξο να τάσσομαι μεν υπέρ της ριζικής αλλαγής στη βιαίως αναμορφούμενη ΕΡΤ, αλλά να προσέρχομαι συζητητής όταν με καλούσαν οι καταληψίες της βαθμιαίως ΕRTOPEN.
Πέρασε κάποιος καιρός, επιχειρήθηκε το στήσιμο της ΔΤ (Δημόσια Τηλεόραση, ήταν το ακρωνύμιο που ουδείς θυμάται στην εποχή της ΝΕΡΙΤ). Το προϊόν ενημέρωσης και συζήτησης που στήθηκε ήταν, αρχικά, αρκετά χλωμό: σιγά-σιγά, οι άνθρωποι που προσήλθαν επεχείρησαν να στήσουν πάλι κάτι σαν συζήτηση. Κάποιοι από αυτούς -που στις συζητήσεις της ΕΡΤ είχαμε διασταυρωθεί- με κάλεσαν, ήταν στα κτίρια της αλήστου μνήμης ΥΕΝΕΔ. Πήγα με κάποιον δισταγμό. (Εκεί προέκυψε ένα χαριτωμένο επεισόδιο, καθώς η ονομαστική πρόσκληση συμμετοχής σε διάλογο/συζήτηση συνοδευόταν με ασφαλίτικη υποδοχή στην είσοδο. Δεν μου έκατσε καλά το κλίμα, έφυγα, μάλιστα έγραψα κάτι σχετικά στο PROTAGON – και με καταχέρισε η μεγάλη πλειοψηφία των αναγνωστών, ακόμη δεν πολυκατάλαβα το γιατί. Βέβαια, οι παλαιοί φίλοι της ΕΡΤ, ήδη ΕRTOPEN, μου είπαν «καλά να πάθεις!»).
Μετά από κάποιο χρόνο, κι επειδή υποθέτω ότι οι της ΔΤ έβλεπαν να τους λείπουν κάποιες απόψεις/γνώμες/ευαισθησίες από τις εκεί συζητήσεις, μου ξαναπροτάθηκε να πάω. Αφού εξασφαλίσθηκε ότι οι προδιαγραφές ασφαλείας στην είσοδο έγιναν λίγο λιγότερο ακραίες (προσωπικά θα 'λεγα: λιγότερο κωμικές), ξαναβρήκα τον δρόμο προς την ΔΤ. Αργότερα, προς τη ΝΕΡΙΤ και την εκεί σταδιακά επιχειρούμενη δημόσια συζήτηση. Η «απέναντι» πλευρά, της ERTOPEN, με κοιτούσε συνοφρυωμένη: επειδή όμως δεν έπαψα να πηγαίνω και σε δικές τους συζητήσεις -ραδιοφωνικές πλέον, η τηλεόραση βλέπετε κοστίζει άγρια πολύ- με δέχονταν ολίγον τι ως περίεργο φαινόμενο. Συνέχισα να διατυπώνω την άποψή μου, επικριτική, για το εγχείρημα του μαύρου αλλά και την άποψη ότι μια δημόσια τηλεόραση (και όχι παρεοκρατική) θα έπρεπε να λειτουργεί αλλιώς (στην πράξη, όχι στα λόγια). Και, όσες φορές στα πάνελ της ΔΤ κι έπειτα ΝΕΡΙΤ έπεφτα πάνω σε φαινόμενα κυβερνητικής ανοησίας («α» στερητικό+νόημα), νομίζω ότι βοηθούσα τους ανθρώπους της να συγκρατούν τη συζήτηση στο επίπεδο του έλλογου. Έχοντας -βαθμιαία- μια μικρή γεύση και από ιδιωτικά κανάλια (οι παλιότεροι θυμόμαστε την αρχή της «Ελεύθερης» ραδιοφωνίας και τηλεόρασης με παράξενα αισθήματα…) μπόρεσα να εκτιμήσω ανθρώπους και καταστάσεις.
Πέρασε ο καιρός. Ώσπου, οι άνθρωποι που επιχειρούσαν να στήσουν σε πιο μόνιμη βάση τη ΝΕΡΙΤ, ξεκίνησαν τους διαγωνισμούς στελέχωσής της. Στραβοοργανωμένοι οι διαγωνισμοί -πάντως εκείνοι των δημοσιογράφων- με τραγικωμική έμφαση στο προσοντολόγιο, με αμεριμνησία για την αληθινή επαγγελματική εμπειρία. Σ' αυτήν τη γύρα, η διοίκηση Αντώνη Μακρυδημήτρη-Ροδόλφου Μορώνη μου ζήτησε να μετάσχω στην επιτροπή της συνέντευξης. Δηλαδή στη φάση εκείνη όπου οι συγκεκριμένοι άνθρωποι (και όχι τα βιογραφικά) κρίνονται για την συγκεκριμένη τους εμπειρία (όπως μπορεί να επεξηγηθεί στη συνέντευξη) και για τη συγκεκριμένη δουλειά που αναζητούν.
Μετείχα στην πρώτη σειρά συνεντεύξεων -ήταν για το οικονομικό και για το διεθνές- και οφείλω να πω ότι ήταν τραυματική η εμπειρία, γιατί η συνολική δομή του διαγωνισμού δεν άφηνε αληθινά περιθώρια στη συνέντευξη. ¨Όμως, τουλάχιστον, ήταν μια απόπειρα να ολοκληρωθεί μια διαδικασία -αλλά και να δοθεί μια δομή στον οργανισμό που διαμορφωνόταν, με τους ανθρώπους που δουλειά έχουν επιλέξει αυτή: τη δημοσιογραφία. Εδώ, το τι επικριτική κριτική -έως ήπιο βρίσιμο- δοκίμασα, από κόσμο που στις προηγούμενες φάσεις είχαμε συμπορευθεί (για το μαύρο και τη φίμωση…), αλλά μου ήταν πολύ διδακτικό. Εξαιρετικά διδακτικό. Η διάσταση «Μα, τώρα θα έλθει ο ΣΥΡΙΖΑ και θα τα αλλάξει όλα», ακόμη περισσότερο. Ώσπου έφθασε η αποχώρηση Μακρυδημήτρη-Μορώνη, με την κυβερνητική παρεμβατικότητα να έχει ξεπεράσει τα όρια του έλλογου.
Και φτάνω στην τελευταία πράξη της μικρής μου ιστορίας. Η νέα κατάσταση στη ΝΕΡΙΤ μου ζήτησε να συνεχίσω να μετέχω στην Επιτροπή του συνεχιζόμενου διαγωνισμού. Το αυθόρμητο αντανακλαστικό μου ήταν αρνητικό: η απομάκρυνση Μακρυδημήτρη-Μορώνη ήταν ένα δεδομένο, η συνεργασία στη δική τους προσπάθεια ήταν που με είχε ανεβάσει στην Αγία Παρασκευή μ' αυτήν την ιδιότητα. Μου αντιπαρατηρήθηκε ότι, αν ήταν ειλικρινής η πρόθεσή μου να μετάσχω στη διαδικασία της συνέντευξης προκειμένου να βοηθηθεί η λειτουργικότητα ενός ούτως ή άλλως άτυχου διαγωνισμού, τότε η επιφύλαξή μου μια μόνο λογική θα μπορούσε να έχει: την αποφυγή των δυσάρεστων σχολίων, της επικριτικής κριτικής και ούτω καθ' εξής. Δεν θα μου άρεσε μια τέτοια εικόνα στον καθρέφτη, γι' αυτό και συνεχίζω. Περιμένοντας το επόμενο κύμα -ας το πούμε ευγενικά- δυσμενών σχολίων.
Αυτή είναι η μικρή προσωπική ιστορία. Θα πει ο αναγνώστης «κι εγώ τι φταίω;». Η χλωμή μου απάντηση είναι ότι μου έχουν πει πως οι προσωπικές ιστορίες κινούν το ενδιαφέρον. Θα δείξει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News