Πριν χρόνια, ένα καλοκαίρι κατεβαίνω στα Χανιά. Στην παλιά πόλη σταματώ σε ένα καταφύγιο κακοποιημένων σκυλιών. Δημιούργημα μιας αγγλίδας φιλόζωης, που κατέβηκε για τουρισμό και σοκαρίστηκε από τα πάμπολλα περιστατικά παρατημένων και εξαθλιωμένων σκύλων που συνάντησε στο νησί. Το ίδιο βράδυ σε τοπική ταβέρνα, η ταβερνιάρισσα μας διαμαρτύρεται: «δε λέω ότι δεν υπάρχουν τέτοια περιστατικά στα μέρη μας, αλλά έπρεπε (η Αγγλίδα που είπαμε) να μας κάνει ρεζίλι σε όλο τον κόσμο;».
Βλέπετε η πρωτοβουλία της είχε διαδοθεί διεθνώς. Το πρόβλημα ήταν λοιπόν, όχι αυτό καθ’ εαυτό, αλλά η δημοσιοποίησή του. Μια φτωχόμυαλη χωριάτικη λογική άνω ποταμών.
Εάν δεν είχε ψηφιστεί από τη Βουλή, ο πρόσφατος νόμος που μετέτρεψε σε ποινικό αδίκημα την κακοποίηση ζώων, δε θα ακούγαμε για όλα αυτά τα περιστατικά, που κάθε εβδομάδα βλέπουμε και διαβάζουμε στα Μέσα, με πιο πρόσφατο τον κακόμοιρο πνιγμένο σκύλο στη Στυλίδα. Πριν από τον νόμο, η αστυνομία, που ακόμα εφαρμόζει το νόμο κατά το δοκούν, αδιαφορούσε πλήρως για αντίστοιχες καταγγελίες. Η δε φιλοζωική συνείδηση θεωρούνταν από την ελληναράδικη λογική πολλών μια γραφικότητα. Κακά τα ψέματα, η ελληνική κοινωνία σε επίπεδο στοιχειώδους φιλοζωικής αγωγής είναι ακόμα λίγο μετά το μεσαίωνα, παρ’ όλες τις, με αυταπάρνηση, κινητοποιήσεις των απανταχού φιλόζωων.
Αρνούμαστε ακόμα να αντιμετωπίσουμε εκείνον που κακοποιεί ένα ζώο, ως ένα δυνάμει διαταραγμένο και δυνάμενο και για άλλες βαναυσότητες άτομο, που θα έχρηζε και ψυχιατρικής παρακολούθησης.
Είναι αξιοπερίεργο, πως ενώ οι περισσότεροι παιδικοί ήρωες είναι προσωποποιημένα ζώα, τόσοι πολλοί ενήλικες τα θεωρούν περίπου αντικείμενα.
Η αδιαφορία της τοπικής αυτοδιοίκησης έχει σπάσει ρεκόρ. Στη βιομηχανική ζώνη Ηρακλείου, δεκάδες αδέσποτοι σκύλοι σεργιανάνε προς αναζήτηση ενός ξεροκόμματου. Στη λεωφόρο που τη διασχίζει, παρατημένα τα σκοτωμένα κουφάρια πολλών σαπίζουν στον ήλιο για μέρες. Στα Βριλήσσια, προ ημερών, αγέλη σκυλιών επιτέθηκε σε συγγενικό μου πρόσωπο. Καμία μέριμνα, κανένας σχεδιασμός υποδομής.
Χαιρετίζω την χθεσινή πρωτοβουλία για αυστηροποίηση των ποινών, του αρμόδιου υπουργού Προστασίας του Πολίτη, με αντίστοιχη οδηγία προς την αστυνομία. Αλλά η αγωγή ξεκινάει από το σχολείο, όπως και η βαρβαρότητα ξεκινάει από το σπίτι, που έλεγε και ο Μόρισεϊ.
Δε θέλω να συνεχίσω να γίνομαι δυσάρεστος. Είναι λυπηρό να λέμε συνέχεια τα αυτονόητα. Θα μου επιτρέψετε να σας προσφέρω, μια δική μου ανέκδοτη μετάφραση που έκανα για σας, σε έναν μονόλογο από το άπαιχτο στη χώρα μας αμερικάνικο θεατρικό έργο, The Dog Logs, του C J Johnson. Το έργο απαρτίζεται από μονολόγους σκυλιών. Στο συγκεκριμένο, μιλάει ο Σάμσον το Λαμπραντόρ.
Καλή ανάγνωση, με ένα χαδάκι στο κεφαλάκι σας.
«Ο Σάμσον είναι ένα γέρικο λαμπραντόρ:
-Ερχόμουνα τακτικά στο μπαρ του Τσάρλι, ήδη για πάνω από πέντε χρόνια, προτού εμφανιστεί ο Μπλουκ. Η ρουτίνα παρέμενε πάντα ίδια, από τότε που ήμουνα κουτάβι. Ο κύριός μου -ένας πολύ ήσυχος τύπος, κάπως ψηλός- με ανέβαζε στην καρότσα του φορτηγού και με έπαιρνε να τον βοηθάω στη δουλειά. Κι εγώ, αυτό που είχα να κάνω, ήταν να φυλάω όλα τα πράγματα που είχε στο φορτηγό, ενώ εκείνος δούλευε. Και τι δεν είχε σ’ εκείνο το φορτηγό! όχι φαγώσιμα βέβαια, αλλά πράγματα με τα οποία γουστάρουν να δουλεύουν οι άνθρωποι. Κι όταν πλησίαζε κανένας στο φορτηγό, του έριχνα ένα καλό γαύγισμα και το ‘βαζε στα πόδια!
Ναι, ήμουν καλός στη δουλειά μου. Στο τέλος κάθε εργάσιμης μέρας γυρνάγαμε σπίτι, παρκάραμε το φορτηγό και περπατούσαμε μέχρι το μπαρ του Τσάρλι. Ο κύριός μου έμπαινε στο μπαρ κι εγώ την άραζα έξω στο πεζοδρόμιο. Μετά από καμιά μιάμιση ωρίτσα, έβγαινε και γυρίζαμε πάλι σπίτι με τα πόδια.
Ήταν ωραία ζωή. Μου άρεσε το πεζοδρόμιο έξω απ’ το μπαρ του Τσάρλι. Τους ήξερα όλους, όλους τους φίλους του αφεντικού μου. Με χαιρετάγανε καθώς μπαίνανε και μου έλεγαν "αντίο", όταν έφευγαν. Συχνά μου έδιναν ένα χαδάκι ή ένα ξυσιματάκι και μια από τις κυρίες μου χάιδευε την κοιλίτσα μου.
Όταν μεγάλωσα και έγινα πιο αργός και άρχισαν να με ταλαιπωρούν τα αρθριτικά στην πλάτη και τα πόδια μου, μου έπαιρνε περισσότερη ώρα να πάω στο μπαρ του Τσάρλι. Αλλά ο κύριός μου ποτέ δε με άφηνε. Συνέχισε να με παίρνει μαζί του μέχρι το μπαρ. Απλώς περπατούσε κι εκείνος πιο αργά.
Σύντομα χρειαζόμασταν κανένα μισάωρο μέχρι να φτάσουμε στου Τσάρλι, όταν άλλοτε το κάναμε σε πέντε λεπτά. Δε μας πείραζε. Ο κύριός μου, έκανε και ένα-δυο τσιγαράκια στη διαδρομή. Συνεχίσαμε να πηγαίνουμε στο μπαρ κάθε μέρα του χρόνου. Ακόμα και όταν έβρεχε, έβαζε το αδιάβροχό του και περπατούσε μισή ώρα, όλο τον δρόμο πλάι μου.
Ήμουν ήδη αρκετά μεγάλος, όταν εμφανίστηκε ο Μπλουκ. Δεν είχε σκάσει μύτη στου Τσάρλι μέχρι τότε και την πρώτη φορά κρατιόμασταν σε απόσταση. Υπέθεσα, ότι πρέπει να είχαν μετακομίσει στη γειτονιά, μαζί με το αφεντικό του, γιατί άρχισε να έρχεται εκεί πέρα την ίδια ώρα κάθε μέρα, όπως κι εγώ.
Γίναμε φίλοι. Αράζαμε απ’ έξω παρέα και βολτάραμε στο πεζοδρόμιο, έξω απ’ το μπαρ του Τσάρλι και πολύ γρήγορα όλοι οι φίλοι των αφεντικών μας, μας χαιρετούσαν μαζί και μας φώναζαν "Σάμσον και Μπλουκ" ή "Μπλουκ και Σάμσον". Είχαμε γίνει κολλητοί.
Καθώς μεγάλωνα άρχισα να χάνω την όρασή μου. Δεν μπορούσα να ανεβαίνω πια στο φορτηγό. Αλλά ακόμα πηγαίναμε στο μπαρ κάθε μέρα. Και ο Μπλουκ ήταν πάντα εκεί, το καταλάβαινα ότι ήταν. Και ακόμα και όταν έχασα τελείως το φως μου, πάντα σκεφτόμουν ότι η ζωή είναι υπέροχη, γιατί τη μοιραζόμουν με τον κύριό μου, καθώς περπατούσαμε προς ή ερχόμασταν από το μπαρ του Τσάρλι και με τον Μπλουκ που με περίμενε πάντα εκεί στο πεζοδρόμιο, στου Τσάρλι.
Κάποια μέρα ο κύριός μου δε με πήγε στο μπαρ του Τσάρλι. Δεν επέστρεψε καθόλου από τη δουλειά. Και τότε σκέφτηκα, πως μάλλον θα είχε πάει κατευθείαν από τη δουλειά του στο μπαρ του Τσάρλι, χωρίς εμένα. Αλλά όταν δε γύρισε στο σπίτι για μέρες, τότε σκέφτηκα πως μάλλον έφυγε για πάντα. Και ακόμα και τότε, που δεν μπορούσα να δω και ούτε μπορούσα να μυρίσω καλά πια και ακόμα ούτε να περπατήσω καλά καλά, είπα πως, αν έχασα τον κύριό μου, αν πρόκειται να πεθάνω, τουλάχιστον, πρέπει να αποχαιρετίσω τον Μπλουκ. Και άρχισα να περπατάω για το μπαρ του Τσάρλι.
Πολύ θα ήθελα να σας πω, πως έφτασα μέχρι το μπαρ του Τσάρλι, αλλά δεν τα κατάφερα. Πρέπει να ήταν μοτοσυκλέτα αυτό που με χτύπησε.
Σ’ ευχαριστώ για ό,τι έκανες για μένα, γιατρέ, αλλά ούτως ή άλλως, δε θα ήμουν καλά χωρίς τον κύριό μου. Είμαι πολύ γέρος άλλωστε. Ήρθε η ώρα να φύγω.
Θα μου κάνεις όμως μια χάρη; Μετά τη δουλειά, πετάξου ως το μπαρ του Τσάρλι και δώσε το λουρί μου στον Μπλουκ. Θα του άρεσε αυτό…».
Θυμηθείτε: Τα ζώα είναι σαν παιδιά. Χρειάζονται προστασία.
Σας ασπάζομαι.
Νίκος.