Παρότι εξακολουθούν να σπάζουν τα αποστήματα του παρελθόντος (αλλά και τα τωρινά: παράνομες επιδοτήσεις, κρυφές συμβάσεις στον ΟΠΑΠ τη στιγμή που οι μισθωτοί-συνταξιούχοι υφίστανται άγριες περικοπές), όμως είναι ανάγκη να μπουν στην άκρη όλα αυτά, έστω για λίγο, και να χαράξουμε ένα μέλλον.
Διαβάζοντας στην Καθημερινή της Κυριακής (21/11) το ρεπορτάζ για τους γονείς που βάζουνε λεφτά από την τσέπη τους και προσωπική δουλειά για να συντηρήσουν τα σχολεία των παιδιών τους, σκεφτόμουν ότι η ζυγαριά πρέπει ν’ αρχίσει πια να γέρνει προς τη μορφοποίηση ενός στόχου, όχι στην τροφοδοσία μόνο της οργής.
Είναι καιρός ν’ αναφανούν κάποια σημάδια ανασυγκρότησης. (Κι ας βαθαίνει η ανεργία και η ύφεση· γιατί όπως ακριβώς η παρακμή ξεκινάει πάνω στο ζενίθ ενός πολιτισμού και δεν την παίρνουμε χαμπάρι, έτσι και τα σημάδια της ζωής πρέπει να τα αναζητάει κανείς ανάμεσα στα ερείπια αν θέλει να επιζήσει). Και η ανασυγκρότηση είναι απαραίτητο να ξεκινήσει από ’κει που άρχισε να ρημάζει ο τόπος : από την έκπτωση στο χώρο της εκπαίδευσης.
Η επαναλειτουργία της δημόσιας Παιδείας χρειάζεται να στηριχθεί, κατά την ταπεινή μου άποψη, στην αξιολόγηση του εκπαιδευτικού προσωπικού και στην αναθεώρηση των γνωστικών αντικειμένων· μια οπτική που βοηθάει τον άνθρωπο να ζει, θα έπρεπε να είναι το μεδούλι τής κάθε εκπαίδευσης, θεσμικής ή μη.
Ενώ εμείς υπηρετήσαμε εκπαιδευτικά συστήματα αποκομμένα απ’ την αγορά της εργασίας αλλά κι απ’ τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνικής και προσωπικής ζωής. Απ’ το ’81 και μετά η κατάσταση επιδεινώθηκε, βγήκαν φουρνιές μαθητών – και εκπαιδευτικοί – με παχυλή άγνοια του κόσμου (τους), που την μετάγγισαν σε γενιές νεότερες διαιωνίζοντας την άγνοια.
Φάνηκε πλέον καθαρά – εκ του αποτελέσματος –ότι ένα ευτελές εκπαιδευτικό επίπεδο ανοίγει το δρόμο στην συνένοχη ανοχή ή στην ακούσια εξαπάτηση των αυριανών πολιτών απ’ τον κάθε Τσοχατζόπουλο· στην εδραίωση της αυθαιρεσίας του οποιουδήποτε Πετσάλνικου, στο λαϊκισμό του Νικολόπουλου, στη χυδαιότητα του Μεϊμαράκη.
Απ’ την ποιότητα της εκπαιδευτικής πολιτικής εξαρτάται το επίπεδο του δημόσιου λόγου, η απόρριψη ή η υιοθέτηση της τηλεοπτικής αισθητικής και γλώσσας. Με πνευματική υποδομή και γνώση (συνθήκη αναγκαία, μα όχι επαρκή) ευελπιστείς ότι μπορεί κανείς να εντοπίσει έγκαιρα το φασισμό –το φανερό ή τον υφέρποντα – και να τον αρνηθεί. Το περιεχόμενο της γνώσης και κυρίως οι τρόποι της εκπαίδευσης συνυφαίνονται με την ανάπτυξη της κοινωνικής συνείδησης ενός λαού ή την ιδιώτευση.
Ίσως γι’ αυτό, ο άλλος άξονας αφορά τον έλεγχο και την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Με κυρώσεις αλλά και αναγνώριση του έργου τους. Αξιολόγηση από Σύμβουλους και Διευθυντές (όμως αξιοκρατικά φτασμένοι ως εκεί κι οι ίδιοι).
Και μάλιστα, δε βρίσκω άστοχη τη σκέψη να αξιολογούν τους εκπαιδευτικούς οι πρώην μαθητές τους. Να καλούνται μετά από κάποιο διάστημα να κρίνουν τον επαγγελματισμό, τη μεταδοτικότητα, στοιχεία αγωγής. Αποστασιοποιημένα πλέον και απροκατάληπτα. Έχοντας ήδη δοκιμαστεί στις εξετάσεις κι έχοντας δοκιμάσει στη ζωή τους τον αντίκτυπο μιας συμπεριφοράς, τη συμβολή τού εν ενεργεία ακόμα δάσκαλου στη συγκρότηση του χαρακτήρα τους. Εκεί να δεις πόσα απίδια πιάνει ο σάκος.
Χρειάζονται άραγε επενδύσεις για να μπουν δυο τρία πράγματα σε άμεση εφαρμογή; Βούληση πολιτική χρειάζεται. Εξίσου ισχυρή με την αποφασιστικότητα των γονιών του ρεπορτάζ να θέσουνε σε λειτουργία τα σχολεία των παιδιών τους.