Χθες το μεσημέρι έκανα μακρά παρέα με τον «Σκεπτόμενο» του Auguste Rodin. Είναι ένα εξαίρετο αντίγραφο του υπέροχου γλυπτού, τέσσερις παλάμες ψηλό, που έχει βολευτεί στην έξω δεξιά άκρη του γραφείου μου. Καθισμένος πάνω στο βραχάκι του, ολόγυμνος, βαριά στοχαστικός, λίγο πιο μελαγχολικός απ’ τον πρωτότυπο, με συντροφεύει σταθερά από την ίδια θέση εδώ και κάτι χρόνια. Χθες ένιωθα παράξενα. Δεν σέρφαρα, δεν έγραψα, δεν άκουσα μουσική, μόνο τον κοίταζα. Είναι φίλος μου. Γιατί πραγματικοί φίλοι είναι αυτοί που απομένουν όταν οι άλλοι φύγουν, από μόνοι τους ή αποδιωγμένοι.
Ξέρω τι σκέφτεται ο «Σκεπτόμενος». Ότι είμαι ένας ανόητος. Τον συγχωρώ. Οι φίλοι, ακόμα κι όταν σε κατακεραυνώνουν το κάνουν με αγάπη. Θα μπορούσα κι εγώ να πω πολλά για την αφεντιά του, με την ίδια αγάπη. Για παράδειγμα, ότι κέρδισε την αιωνιότητα μόνο με το αυτονόητο γεγονός ότι σκέπτεται. Δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να δοκιμάσει πάνω στην πέτρα της ζωής την αξία και την αντοχή όσων ηλεκτρίζουν το μυαλό του. Χα! Έτσι ξέρω κι εγώ να είμαι πανίσχυρος.
Έπειτα μ’ έπιασε μια παράξενη τρυφερότητα. Πήρα ένα βρεγμένο πανί και τον καθάριζα ώρα πολλή, αργά-αργά, σχεδόν ερωτικά. Το πρόσωπο, την πλάτη, τα μπράτσα, το στέρνο, τους μηρούς, τα ακροδάχτυλα του. Η σκόνη αγαπά τις στρογγυλοποιημένες γωνίες και τα ανεπαίσθητα λακκάκια του μπρούντζινου κορμιού του, όμως η ψυχή του αγάλματος υποφέρει από τη λήθη που κουβαλά μαζί της. Την ξετρύπωσα με σχολαστικότητα απ’ όλες τις κρυψώνες της, δεν άφησα ούτε κόκκο της να τον ενοχλεί. Αναστέναξε ευχαριστημένος.
Μετά πήρα το «Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου» του Ρολάν Μπάρτ, το άνοιξα τυχαία σε κάποια σελίδα και το άφησα απλωμένο πάνω στο γραφείο, μπροστά στα σκυφτά μάτια του. Του ‘κλεισα ήρεμα την πόρτα και τον άφησα να διαβάσει.