Ο Γιόχαν είναι δυτικός, ο Ιβάν είναι ανατολικός. Ο κουρσάρος είναι απλός ένας πειρατής. Αν θέλετε οπωσδήποτε κάποιο γνώρισμά του, γιορτάζει κάθε 25η Μαρτίου. Ας ξαναδιαβάσουμε λίγη ιστορία για τις μεταξύ τους σχέσεις. Κάτι θα διδαχτούμε ως προς τα τεκταινόμενα. Οι διορατικότεροι, ίσως αντιληφθούν και κάτι ως προς τα μελλούμενα:
1. Η τύχη του ελληνισμού είναι ενιαία. Παρά τους κατά καιρούς τεχνητούς διαχωρισμούς που θέτουν οι συγκυρίες, το μητροπολιτικό εθνικό κέντρο και οι περιφερειακές άκρες του κατατείνουν εν τέλει σε κοινή πορεία. Η Ελλάδα και η Κύπρος αποτελούσαν ανέκαθεν ενιαίο εθνικό χώρο, ήταν πάντα νύχι-κρέας. Ζαλισμένες από μια πρόσκαιρη ευμάρεια και γεωπολιτική σταθερότητα, οι δυο τελευταίες γενιές (μαζί με τις ελίτ) στην Αθήνα και στη Λευκωσία άρχισαν να το ξεχνούν. Κάποιοι Ελλαδίτες πίστεψαν ότι στο νησί κατοικούν σκέτοι «Κύπριοι» και κάποιοι στο νησί θεώρησαν εαυτούς Έλληνες μόνο κατά τη μακρινή καταγωγή και τη γλώσσα. Αμφότεροι λησμόνησαν αυτό που ονομάζεται κοινή μοίρα. Η ίδια η ιστορία φρόντισε λοιπόν να μας την υπενθυμίσει με δραματικό τρόπο, καθότι τριάντα ή σαράντα χρόνια απόκλισης αποτελούν αστείο μέγεθος μέσα στην πορεία εθνών με μακρά ύπαρξη.
2. Όσο ο ίδιος ο (ενιαίος) ελληνισμός, δεν θα δίνει -βαθιά εντός του- οριστική απάντηση στο δισχιλιόχρονο ερώτημα «είμαστε ανατολή ή δύση;», τόσο θα μετεωρίζεται ανάμεσα στις ισχυρές αντίρροπες δυνάμεις των «άλλων». Οι αλλόφυλοι που μας συμπιέζουν, παρά τη σύγκρουση των συμφερόντων τους, καθοδηγούνται από αντιλήψεις περί των Ελλήνων που είναι στη βάση τους πανομοιότυπες. Οι δυτικοί θα μας αντιμετωπίζουν πάντα ως αδιόρθωτο αποκρουστικό απομεινάρι της ανατολής και οι ανατολικοί ως επίφοβο προκεχωρημένο φυλάκιο της δύσης. Τούτων δοθέντων, η δύση (τόσο στην καθολική, όσο και στην προτεσταντική εκδοχή της) θα θέτει πάντα ως προϋπόθεση ισότιμης συνεργασίας μαζί μας τη βίαιη μετάλλαξή μας σε εικόνα και ομοίωσή της. Η καθαυτό ανατολή πάλι, θα συνεχίσει να θεωρεί τον ελληνισμό αιώνιο ύποπτο δυτικόστροφης (και συνεπώς απειλητικής γι’ αυτήν) νοοτροπίας. Άρα, θα συνεχίσει να πιστεύει ότι η μοναδική αποδοτική στρατηγική γι’ αυτήν, είναι ο απόλυτος έλεγχός μας.
3. Ας μην βαυκαλιζόμαστε, αναγνώστες μου. Στα μάτια και των δυτικών (εταίρων μας) και των ανατολικών (υποτιθέμενων σωτήρων μας), ο Έλληνας (στην ελλαδική και στην κυπριακή του εκδοχή), ήταν ανέκαθεν και συνεχίζει να είναι ένας πειρατής. Για τους δυτικούς είμαστε ανατολίτες σαλταδόροι που επιβιώνουμε λάθρα, κινούμενοι με άνεση μέσα στο χάος και την ανομία που επίτηδες δημιουργούμε. Για τους ανατολικούς είμαστε πλιατσικολόγοι κρυπτο-σταυροφόροι, που ενίοτε αλληθωρίζουμε ανατολικά ώσπου να περάσει η μπόρα, αλλά με την πρώτη ευκαιρία επανακάμπτουμε στη δυτική κοιτίδα μας, παίρνοντας μαζί μας τα υπάρχοντά τους ως λάφυρα. Διαχρονικά, στα μάτια και των δύο πόλων, το έθνος μας δεν είναι απλώς ύποπτο αλλά ένοχο ιστορικής και ψυχικής ένταξης στο στρατόπεδο των αντιπάλων. Απλώς ο δικός μας εσωτερικός μετεωρισμός πάνω στο ίδιο δίλημμα, μας επιτρέπει σε περιόδους ύφεσης να εκμαιεύουμε από τους δύο πόλους μια πρόσκαιρη αμηχανία, η οποία όμως μετατρέπεται σε απροκάλυπτη εχθρότητα και απόπειρα επιβολής πάνω στην ένταση των κρίσεων.
4. Η ιστορική επαλήθευση των ανωτέρω είναι παραπάνω από εύκολη. Ας μην πάμε πολύ πίσω: Για τους βορειοευρωπαίους, εμείς οι Ελλαδίτες είμαστε τεμπέληδες απατεώνες που τρυπώσαμε νύχτα στην Ένωσή τους και ζούμε πλέον με τα δανεικά τους μέσα στο ανατολίτικο κράτος μας, το οποίο αρνούμαστε πεισματικά ν’ αλλάξουμε. Την ίδια στιγμή, για τους Τούρκους ή τους βόρειους βαλκάνιους, είμαστε τα χαϊδεμένα παιδιά των δυτικών οι οποίοι μας χρηματοδοτούν αφειδώς και μας επιτρέπουν να χρησιμοποιούμε ανενδοίαστα την Ευρωπαϊκή Ένωση για να τους στριμώχνουμε γεωπολιτικά στο Αιγαίο ή τα Βαλκάνια. Για τους Γερμανούς, η Κύπρος ήταν ένας πειρατής των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών που πλούτιζε από ένα καθεστώς τραπεζικής ανομίας. Την ίδια στιγμή, για τους Ρώσους η Κύπρος δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να λειτουργήσει ως συνειδητός δούρειος ίππος των δυτικών ώστε να κατακλέψουν τα ρώσικα κεφάλαια. Ας μην τρέφουμε ψευδαισθήσεις, η τιμωρητική λεγόμενη διάθεση εναντίον μας αποτελεί, κατ’ ουσία, κοινό τόπο και για τους δυο.
5. Γιατί πρέπει να δίνουμε σημασία στην άποψή τους; Μα, διότι η εδαφική, οικονομική, στρατιωτική και πολιτική συρρίκνωση του ζωτικού χώρου του ελληνισμού, μας έχει αφαιρέσει τη δυνατότητα αυτοδύναμης πορείας μέσα στον κόσμο. Ειδικά μέσα στον σημερινό παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Εφόσον δεν αποτελούμε επαρκές οικονομικό, στρατιωτικό και πολιτικό δέος για όσους συνωστίζονται στις εθνικές μας παρυφές, έχουμε απολέσει την πολυτέλεια να γράφουμε στα παλιά μας τα παπούτσια την άποψη και τη στρατηγική που έχουν για μας. Είμαστε υποχρεωμένοι να πορευόμαστε εν μέσω προσωρινών εχθροτήτων και συμμαχιών μαζί τους, αναμετρώντας κάθε μέρα τις δυνάμεις μας και ισορροπώντας αενάως στο τεντωμένο σχοινί των διεθνών και τοπικών συσχετισμών. Δυστυχώς, σε κάθε ιστορική καμπή, ο ελληνισμός βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να κινείται μακριά από αυτονόητες εθνικές βεβαιότητες, ρισκάροντας κέρδη και ζημιές που (λόγω του μικρού μεγέθους του) προσεγγίζουν συχνά τα όρια της επιβίωσής του. Αυτό εξηγεί εν μέρει τον λόγο για τον οποίον εκστομίζουμε τη λέξη «προδότης», ευκολότερα από κάθε άλλο λαό της υφηλίου.
6. Η επιβιωτική μας εθνική ικανότητα, δεν θα κριθεί στο ηρωικό γήπεδο ενός εθνικού απομονωτισμού. Ούτε στον απόλυτο ψυχικό μας εναγκαλισμό με το ένα στρατόπεδο, ακόμα κι αν κάποια στιγμή (καλώς ή κακώς) διαλέξαμε να ενταχθούμε στο ένα απ’ αυτά. (Δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε τυφλά τη μοίρα μας στις επιλογές του, γι’ αυτό πορευόμαστε στο εσωτερικό του αλληλογρονθοκοπούμενοι.) Αλλά το εθνικό μας παιχνίδι δεν μπορεί να παιχτεί και στα ζάρια μιας ρητορικής υπερηφάνειας, που θα αεροβατεί ποντάροντας σε σχιζοφρενικά, στρατηγικά άλματα. Δεν αποφασίζεις εξαίφνης έναν πόλεμο, μετακινώντας επί χάρτου ανύπαρκτα συντάγματα και φανταστικές φίλιες δυνάμεις, που δήθεν θα προβάλλουν από το πουθενά για να πλευροκοπήσουν αιφνιδιαστικά τον εχθρό. Πρόκειται για θνησιγενείς και καταστροφικές στρατηγικές που προσομοιάζουν περισσότερο σε παιδικό παιχνίδι, παρά σε πραγματικό πόλεμο.
7. Η επιβίωσή μας θα κριθεί στην προσαρμοστικότητα και στην ευελιξία του κουρσάρου να αντιλαμβάνεται, κάθε φορά, ποια από τις κινούμενες βάρκες που βρίσκονται μπροστά στα ποδάρια του είναι η λιγότερο ασταθής. Η κάθε φορά κατάλληλη επιλογή φίλων, συνεταίρων, συμμάχων και εχθρών μέσα στο κινούμενο διεθνές περιβάλλον, είναι η μοναδική δίοδος για μας. Δίοδος ούτως ή άλλως επισφαλής, στην οποία πρέπει να πορευθούμε δίχως ψευδαισθήσεις για μόνιμες αγάπες ή για αιώνιες αντιπαλότητες και δίχως ιδεολογικοπολιτικές αγκυλώσεις. Δυνητικά μπορούμε να ονομάζουμε τους πάντες φίλους ή εχθρούς μας κατά περίπτωση, αναζητώντας την κατάλληλη δοσολογία τους που θα μας αφήσει κατά το δυνατόν αλώβητους. Αυτό όμως προϋποθέτει επίγνωση του παιχνιδιού στο οποίο έχουμε εμπλακεί, διπλή επίγνωση των δικών μας πραγματικών δυνατοτήτων και αναγνώριση δίχως παρωπίδες των δεδομένων της διεθνούς συγκυρίας.
8. Στις περιόδους άμυνας ο ελληνισμός θα παλέψει για να χάσει τα λιγότερα δυνατά και στις περιόδους επίθεσης να κερδίσει όσο περισσότερα μπορεί. Πορευόμαστε κατά την εποχή και κατά το συμφέρον μας, αλλά ο ύψιστος πατριωτισμός είναι να παραμένουμε ζωντανοί και εθνικά αρτιμελείς. Από τη μια πρέπει να έχουμε επίγνωση ότι η άνευ όρων παράδοσή μας, στους δυτικούς ή στους ανατολικούς, θα μας μετατρέψει είτε σε Γερμανούς είτε σε ραγιάδες. Αλλά απ’ την άλλη, να μη μοιάσουμε στον συννεφοκαβαλάρη Αδόλφο της τελευταίας περιόδου, που ενώ οι Σοβιετικοί σουλατσάριζαν πάνω απ’ το καταφύγιό του, αυτός εκπονούσε φοβερά στρατηγικά σχέδια με μεραρχίες-φαντάσματα και χαστούκιζε τους στρατηγούς του διότι δεν τα υλοποιούσαν. Ούτε να ζηλώσουμε την ηλίθια υπερηφάνεια του Μιλόσεβιτς, που αρνιόταν να διαβάσει τους διεθνείς συσχετισμούς και μετέτρεψε ηρωικά τη μεγάλη Γιουγκοσλαβία σε άθροισμα έξι προτεκτοράτων.
9. Αυτό που μας χρειάζεται στους φλεγόμενους καιρούς μας είναι η χρήση ενός δικού μας εθνικού κώδικα, που θα μας επιτρέψει να συνεννοούμαστε πλήρως μεταξύ μας στον αγώνα της επιβίωσης. Όσα ξέρει ο ξυπόλυτος πειρατής, δεν τα ξέρουν δέκα ναυτικά επιτελεία μαζί. Γι’ αυτό, όταν ατυχώς το κουρσάρικο σκαφάκι του βρεθεί ανάμεσα στις πάνοπλες καραβέλες των μεγάλων δυνάμεων, δεν έχει άλλη επιλογή από το να αντιδράσει με καπατσοσύνη του πολιορκημένου. Μεταβάλλει διαρκώς τη ρότα του, κάνει συνεχείς ελιγμούς, βεβαιώνει για την πίστη του αλλά και φοβερίζει με μπουρλότο, υπόσχεται τα πάντα και αθετεί άρδην όλες του τις υποσχέσεις, ανεβοκατεβάζει σημαίες στο κατάρτι του, αλλάζει συνεχώς καπέλα ανάλογα με ποιον ο ίδιος απειλεί ή ποιος απ’ τους άλλους τον σημαδεύει. Ο εσωτερικός του κώδικας όμως, του επιτρέπει να αντιληφθεί πως αυτές οι αντιδράσεις του δεν είναι ούτε ηθικές, ούτε ανήθικες, ούτε ηρωικές, ούτε ψοφοδεείς, ούτε πατριωτικές, ούτε προδοτικές. Αν πετύχουν είναι, απλώς, έξυπνες – αν αποτύχουν, ανεπαρκείς ή και βλακώδεις.
10. Ο μαυριδερός αυτός εκπρόσωπος μιας ράτσας παράξενης και ανθεκτικής, ξέρει πως σήμερα επιβιώνει. Αύριο, θα ξαναρχίσει τα ρεσάλτα. Άλλωστε, ακόμα κι αν κουράστηκε να είναι ρέμπελος και αποφασίσει να λύσει οριστικά εντός του το προαιώνιο δίλλημά του, δεν θα είναι και τόσο εύκολο. Είτε ενδυθεί συνειδητά το φράκο του δυτικού, είτε φορέσει το σαρίκι του ανατολίτη, οι «άλλοι» δεν θα τον πιστέψουν. Είναι, βλέπετε, αυτό το σκεπασμένο μάτι του που τον σφραγίζει ως αιώνιο πειρατή.