Ο Μπουνιουέλ ήταν μανιώδης καπνιστής. Θεριακλής με άποψη, λάτρευε το άγγιγμα του τσιγαρόχαρτου, τη μυρωδιά του καπνού, το ρολάρισμα του σιγαρέτου στα δάχτυλα.
Οι πρόβες στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης γίνονταν μέσα σε σύννεφα νικοτίνης. Ο Κουν άναβε το τσιγάρο του με εκείνο που έσβηνε, σε όλες τις φωτογραφίες του είναι με ένα τσιγάρο στο χέρι, και όλοι κάπνιζαν στην υπόγα, ήταν κάτι σαν σήμα κατατεθέν.
Ο Ντένις Λίρι, περιώνυμος σταντ απ κωμικός και ηθοποιός, έχει παρλάρει θρυλικές ατάκες για την αντικαπνιστική υστερία στην Αμερική.
Γνωρίζω κάμποσους δικούς μου, φίλους, συγγενείς, που «πήγαν» απ' το τσιγάρο. Ο καπνιστής από ένα σημείο και μετά ζει για να καπνίζει, όποιος με το που ανοίξει το μάτι του το πρωί πιάσει το πακέτο, έχει πρόβλημα μάγκες μου.
Από την άλλη, υπάρχουν βεβαίως και εκείνοι που έζησαν καπνίζοντας μέχρι το βαθύ γήρας, η κράση πάντα θα παίζει ρόλο. Ο Κουν πέθανε στα 79. Πεθερά εκλεκτού συναδέλφου μου απεβίωσε στα ογδονταέμπα, κάνοντας μέχρι και τέσσερα πακέτα την ημέρα. Σε επίσκεψη στο σπίτι γνωστού συγγραφέα, ακολουθεί ο εξής διάλογος: -Και πόσα καπνίζετε μαντάμ την ημέρα; -Όσα προλάβω αγαπητέ! -Καταπληκτικόοοο!
Πριν χρόνια απαγορεύτηκε το κάπνισμα στους δημόσιους χώρους. Είχε βγει ο Αβραμόπουλος βαρύγδουπα με κάτι δηλώσεις για το καλό του λαού, και κάτι καθηγητάδες με στατιστικές για τους καρκίνους, να λένε για την ωφέλεια, τις ζωές που θα σωθούν, την ελάφρυνση του συστήματος υγείας και διάφορα άλλα συγκινητικά. Έκτοτε κάποιοι ταλαίπωροι κυνηγήσανε κάποιους άλλους, κάτι ψευτοπρόστιμα εν είδει φοβέρας, και ο νόμος γειώθηκε κανονικά.
Λίγο μετά βγήκε και ο Λοβέρδος, ξαναείπε τα ίδια, ξαναέγιναν τα ίδια, και έκτοτε σιωπή. Εν τω μεταξύ ο ανυπότακτος Έλληνας, που του αντικαπνιστικού τον τράχηλον δεν υπομένει, πήρε τα καριοφίλια: τι κόμμα έφτιαξε καπνιστικό, τι λαθραία τσιγάρα φουμάρισε με την οκά, τι κηροπήγια έβγαλε για δήθεν τασάκια, τι διακοσμητικούς εξαερισμούς εγκατέστησε, τι πορείες και απεργίες πραγματοποίησε, βρε εδώ είναι Βαλκάνια βρεεε, γκουχ, γκουχ.
Είχαμε και μια ρημάδα δημοτική αστυνομία, που κάτι ψευτοκυνήγαγε, την έφαγε το σκότος το τροϊκάνικο, οπότε ανάφτε αδέρφια τα μπουριά και πιάστε την τουμπέκα. Τώρα καπνίζουνε παντού. Εάν δεν είσαι καπνιστής, αισθάνεσαι σαν άτομο με ειδικές ανάγκες, δε μπορείς να κυκλοφορήσεις σχεδόν πουθενά.
Εγώ δεν καπνίζω. Οπότε αντιλαμβάνεσθε, ανήκω σε μια αντιπαθητική μειονότητα γκρινιάρηδων που υποφέρουν. Στα γυρίσματα του Νησιού, της τηλεοπτικής σειράς, προ τριετίας, κάναμε γύρισμα στο ιατρείο, σε μια μικρή αίθουσα. Με κάθε στοπ ανάβανε όλοι τα τσακμάκια. Σκηνοθέτης, καμεραμάν, βοηθοί, ηθοποιοί, τεχνικοί φουμέρνανε αράπικα. Πάμε πρόβα, έλεγε ο σκηνοθέτης, πού είναι ο Νίκος; Είχα βγει έξω στην ύπαιθρο, «δε μπαίνω αν δε σβήσετε τα τσιγάρα», έτσι έκανα γυρίσματα, με γκρίνια και εμπάργκο. Τη μουρμούρα που άκουγα από τους καπνιστές αφήστε τη. Παρομοίως και σήμερα. Σε μπαρ πηγαίνω σπανιότατα. Προσφάτως το επιχείρησα στο Μεταξουργείο και υπέφερα εκ νέου. Έχω δει πολιτικούς να καπνίζουν δημόσια αρειμανίως, ξύπνιους καταστηματάρχες να λένε στην παρέα μου τι να κάνουν σε περίπτωση ελέγχου, κ.λπ.
Θα νομίζετε ότι είμαι αντικαπνιστής, αυταπατάσθε αγαπητοί.
Θέλω να καταργηθεί ο νόμος απαγόρευσης του καπνίσματος. Θέλω έναν θαρραλέο υπουργό που να βγει και να πει, ότι δε μπορεί να εφαρμόσει το νόμο και να τον καταργήσει. Ας το παραδεχθούμε. Γιατί τόση υποκρισία; Τουλάχιστον να υπάρξει ευνοϊκή ρύθμιση για μαγαζιά μη καπνιζόντων, αλλιώς η έγνοια του υπουργείου Υγείας για την υγεία των Ελλήνων είναι καθαρή απάτη. Οι υπουργοί απέτυχαν παταγωδώς.
Ας το δηλώσουμε: γουστάρουμε να καπνίζουμε. Θέλουμε καρκίνο και αναπνευστικά προβλήματα. Δεν μπορούμε να νοιαστούμε για το διπλανό μας. Έτσι είμαστε εμείς ρε. Έτσι θελουμε να ζούμε. Δεν είναι κακό. Να ξέρουμε τι μας γίνεται.
Κι εμάς τους υπόλοιπους, αφήστε μας. Θα καθόμαστε σπίτι. Ή θα βγαίνουμε έξω μόνο στο εξωτερικό. Εκεί κάτι τέτοιους νόμους τους τηρούν.
Κάνε τσιγάρο τώρα.
*(ο τίτλος του άρθρου μου είναι από το ομώνυμο βιβλίο του Λευτέρη Παπαδόπουλου για το ρεμπέτικο, εκδόσεις Καστανιώτη)