Οι βάσεις βγήκαν και όπως κάθε χρόνο έχουμε τα γνωστά πανηγύρια σε πρωτοσέλιδα και στα οικογενειακά τραπέζια. Αν μπαίναμε στον κόπο να περιγράψουμε το κλίμα της ημέρας, θα αισθανόμασταν έναν πνιγμό από εντυπώσεις και συναισθήματα. Ελάχιστη όμως λογική διάθεση και ένταξη του γεγονότος μέσα στην πραγματικότητα που μας περιβάλλει.
Γενικότερα, ο θεσμός των πανελλαδικών εξετάσεων για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, τείνει να γίνει αναχρονιστικός. Επιμένουμε ακόμα στον ενθουσιασμό μας ότι είναι αδιάβλητος αλλά δεν μας απασχολεί που δεν είναι αξιοκρατικός!
Αποφεύγουμε να κατανοήσουμε πως στα πανεπιστήμια δεν μπαίνουν οι ικανότεροι αλλά μάλλον οι πιο επιμελείς στην τεχνική αφομοίωση δεδομένων. Ότι δεν εισάγονται πάντα οι «εξυπνότεροι» -τι σημαίνει άλλωστε έξυπνος άνθρωπος;- αλλά οι πιο προσαρμοστικοί σ' ένα σύστημα ανταποδοτικότητας γνώσεων και πληροφοριών.
Αρκεί μια ολιγόλεπτη κουβέντα με έναν πανεπιστημιακό για να σου δώσει την εικόνα του πρωτοετούς φοιτητή που υποδέχεται στο πανεπιστήμιο. Άκρως απογοητευτική για πάρα πολλούς. Στη γλώσσα, στην επαγωγική σκέψη, στη διάκριση δεδομένων, στην κριτική επεξεργασία των γνώσεων και σε πολλά άλλα που θα έπρεπε να αποτελούν βασικά κριτήρια για την ένταξή του στην ακαδημαϊκή κοινότητα.
Εκτός από αυτό, ο μαζικός τρόπος που καλούνται οι μαθητές να συμπληρώσουν το μηχανογραφικό και να επιλέξουν τις σχολές τους είναι ανασταλτικός για τη μελλοντική τους πορεία. Ελάχιστοι εισάγονται στη σχολή της πρώτης προτίμησης και πολύ λίγοι στη δεύτερη, τρίτη ή τέταρτη. Και είναι πολύ φυσικό να συμβαίνει αυτό, δεδομένης της προσφοράς και ζήτησης που το σύστημα καλείται να ικανοποιήσει για 100.000 νέους ανθρώπους, οι οποίοι επιθυμούν διακαώς να εισαχθούν στην ανώτατη εκπαίδευση. Άρα, λοιπόν, τα έδρανα των σχολών γεμίζουν από φοιτητές οι οποίοι απλώς «βολεύονται» με την εισαγωγή τους και την οικογενειακή επιβράβευση έναντι του κοινωνικού περιβάλλοντος.
Το ζήτημα, βέβαια, είναι να μην φτάναμε ως εκεί. Να μην εξακολουθούσαμε να στηρίζουμε έναν θεσμό αυτονομημένο από το πολιτισμικό και οικονομικό περιβάλλον της κοινωνίας μας. Γιατί είναι πλέον φανερό ότι η χώρα δεν έχει καμία ανάγκη από αστικά επαγγέλματα που εκτινάσσουν ακόμα περισσότερο την ανεργία. Είναι ξεκάθαρο πια ότι τα φουσκωμένα μυαλά των παιδιών, που σπρώχνονται προς μια παρωχημένη κοινωνική κατάκτηση, θα τους οδηγήσουν στο περιθώριο της δημιουργικότητας και της απαξίωσης.
Και οπωσδήποτε, αυτή η φαύλη αλυσίδα θα γεννήσει ακόμα μεγαλύτερα περιθωριακά κοινωνικά στρώματα, επιζήμια κατ' επέκταση για τη δημοκρατία, η οποία δεν μπορεί να σταθεί μόνο με 2,5 εκ. ενεργούς οικονομικά πολίτες.
Τι να γίνει; Να σπουδάζουν όλοι αλλά όχι με πανελλήνιες. Να αυτονομηθούν τα πανεπιστήμια και να επιλέγουν τα ίδια τους φοιτητές τους με εξετάσεις και τα δικά τους αυστηρά κριτήρια. Παράλληλα, να στηριχθεί η τεχνική εκπαίδευση ώστε να συνδυαστεί με τη θεωρητική μόρφωση του νέου ανθρώπου σε πραγματικές συνθήκες και συνδεδεμένη με τον πολιτισμό και την οικονομία του τόπου του. Γιατί, άραγε, οι αγροτικές περιοχές της χώρας δεν μπορούν να έχουν τα δικά τους αγροτικά σχολεία, τα οποία εκτός από την τεχνική εκπαίδευση θα μαθαίνουν στα παιδιά σωστή γλώσσα και την ιστορία του τόπου τους;
Οι θεσμοί μιας κοινωνίας οφείλουν να λειτουργούν παράλληλα με τις ανάγκες της και όχι με τις πελατειακές σκοπιμότητες του πολιτικού συστήματος. Ζούμε σε μια χώρα όπου οι κάτοικοί της αλλοτριώνονται συνεχώς από τη διάσταση μεταξύ θεωρίας και πράξης. Όπου οι περισσότεροι δεν αγαπούν ούτε τη δουλειά ούτε το αντικείμενο της δημιουργίας τους. Αυτό κάποτε θα πρέπει να μας απασχολήσει και ίσως να μας εξηγήσει γιατί η οικονομία και η δημοκρατία μας πάνε από το κακό στο χειρότερο…